ΚΗΡΕΣ
.
Κι άξαφνα
ρήγμα μαύρο
ανοίχτηκε μπροστά μας.
Σπαρμένο δόντια κτήνους
ανελέητα.
.
Κατρακυλήσαν μονομιάς
στ’ άγριο κενό του
όλα τα όνειρα
του κυκλοθυμικού καλοκαιριού.
Και που τζιτζίκια και
θαλασσινές σπηλιές
που αλμύρα
κι ασημένιες φεγγαράδες.
.
Η πιο βαριά σιωπή
τρύπωσε μέσα μας.
Πηχτό σκοτάδι μας σακάτεψε.
Ως το μεδούλι
πόνος…
.
Για τα χαμένα ελάφια
για τ’ αστραφτερά τα μάτια
των κοριτσιών
που πια δεν θα στεγνώσουν
ποτέ ξανά
στον ήλιο τα μαλλιά τους.
.
Κι η τελευταία αγκαλιά
θα μας στοιχειώνει…
.
Όλοι οι απόντες
στις χρωματιστές φωτογραφίες.
Κόρες και γιοι.
Πατέρες, μάνες,
βρέφη
κι αδέρφια
αγνώστων που τους ψάξαμε μαζί τους.
.
Κι ούτε γιαγιά, παππούς πια,
ούτε πειράγματα, γαργαλητά,
-“για κοίτα πόσο ψήλωσα!”-
βουτιές και μπάνια…
.
Δεν έχει πράσινο καθόλου εδώ,
βουβό το δάσος δίχως τα πουλιά του.
Κάτι κλαδιά ικεσίας
όλο στάχτη.
Χέρια αδειανά που
επιμένουν…
.
Κι όσο κόκκινο
απ’ το αίμα μας που ασπαίρει,
όσο κόκκινο
κι αν δώσαμε
αυτό το ρήγμα
δε γεμίζει με τριαντάφυλλα.
.
Τις ξέσκισε τις σάρκες μας
δε χόρτασε.
Πήραν οι Κήρες
τόσους όμορφους στον Άδη…
.
Μα τώρα,
πρέπει,
(πώς δεν ξέρω…)
να στηθεί μια γέφυρα.
Μια γέφυρα που να μας πάει στο “μετά”…
.
Τώρα
που μέσα μας το κουβαλάμε
αυτό το ρήγμα.
.
Ν’ ανοίξουμε τα μυστικά
δωμάτια της καρδιάς μας
να ‘ρθουν απ’ τον αιώνιο ύπνο τους
σαν πρώτα
όλοι
οι λαμπροί αγαπημένοι μας…
.
Για να ζεστάνουν
μ’ όσα ζήσαμε μαζί τους
-καρέ καρέ αυτή η ταινία ευτυχίας-
τα παγωμένα μας τα μέλη…
.
Να ξεδιπλώσουν τα χαμόγελά τους
ως το ουρανό
σα φυλαχτά, σαν άστρα…
.
Με την αγάπη τους ασπίδα
-την άφθαρτη αγάπη τους-,
να στήσουμε μαζί…
Να τη στήσουμε
μαζί
αυτή τη γέφυρα.
.
Δεν ξέρω πως…
-“Δεν έμεινε πια τίποτα”
-«Μα είν’ η αγάπη τόσα».
.
Δεν ξέρω πως
αλλά
η ζωή
θα δείξει…
.
Αικατερίνη Τεμπέλη
.
.
.
.
.