Για το ντοκιμαντέρ του 2014 της Christa Pfafferott, με τίτλο «Andere Welt», θα σας γράψω κάποια πράγματα σήμερα. Το παρακολούθησα πρόσφατα και θεωρώ ότι έχει σημασία να γνωρίζουμε πώς λειτουργεί μια τέτοια δομή, μιας και υπήρξε και στη χώρα μας μεγάλη συζήτηση για τα Δικαστικά Ψυχιατρεία που δεν αποκλείεται να ξανανοίξει. Τα γερμανικά όμως, δεν είναι μια γλώσσα την οποία αισθάνομαι οικεία ώστε να κάνω αλλαγές (όπως σε άλλες περιπτώσεις που κάτι μεταφράζω), επομένως διατηρώ τον πανομοιότυπο όρο «ιατροδικαστικό ψυχιατρείο», που αναφέρεται πάμπολλες φορές.
Πρόκειται λοιπόν για μια δομή υψίστης ασφαλείας (Nette-Gut für Forensische Psychiatrie) κοντά στο Koblenz ( της Rheinland-Pfalz), που διαθέτει υπερσύγχρονα συστήματα παρακολούθησης (μοιάζει απολύτως με φυλακή εξωτερικά), διεπιστημονική ομάδα και λειτουργεί με διαβαθμισμένα προνόμια. Έγκλειστοι εκεί είναι 380 άνθρωποι, 20 γυναίκες (μερικές απ’ τις οποίες συνάντησε και κινηματογράφησε η σκηνοθέτιδα) και 360 άνδρες, που σύμφωνα με το νόμο αυτής της χώρας κρατούνται εκεί για άγνωστο διάστημα. Αυτού του είδους πάντως η «προληπτική κράτηση», όπως ονομάζεται στη Γερμανία, επικρίθηκε απ’ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, χαρακτηρίστηκε αντισυνταγματική απ’ το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο κι απασχόλησε εύλογα ως ζήτημα πολλές εφημερίδες κι εκπομπές μιας κι η αοριστότητα του εγκλεισμού και της συνεχούς επιτήρησης είναι συντριπτική για τον ψυχισμό των εγκλείστων.
Εκπονούνται ξεχωριστά για την καθεμία/ τον καθένα σχέδια ποινής, όπως λέγονται, ανάλογα με τη συμπεριφορά τους και συμπεριλαμβάνουν τα διαβαθμισμένα προνόμια που προανέφερα σε 9 επίπεδα «ελευθερίας». Για παράδειγμα, σε κάποια κρατούμενη εξηγήθηκε ότι αν για τρεις μήνες δεν προσβάλει το προσωπικό και δεν προβεί σε άλλη «βίαιη πράξη», θα κερδίσει μισή ώρα χωρίς επιτήρηση. Σκεφτείτε το λίγο αυτό… Στην ουσία δεν επιτρέπεται σ’ αυτήν τη γυναίκα (που θεωρείται όμως ψυχικά πάσχουσα απ’ το σύστημα) να θυμώσει και να εκφράσει τη ματαίωσή της για τον εγκλεισμό που βιώνει κι όσα συνακόλουθα της συμβαίνουν εξαιτίας αυτού, με κανένα τρόπο για τρεις συνεχόμενους μήνες. Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, όπως αναγνωρίζει και μέλος του προσωπικού. Γιατί σαφώς η έννοια της «βίαιης πράξης» είναι πολύ ευρεία, όπως κατάλαβα. Ένα πλαστικό φλιτζάνι να χτυπήσει κάποια στα κάγκελα και να χυθεί ο καφές, θεωρείται ζήτημα άξιο αναφοράς. Και φυσικά αναιρούνται προνόμια, συνακόλουθα.
Ο καφές λοιπόν, που μόλις ανέφερα, εννοείται είναι ένα απ’ αυτά. Πέντε κουταλιές καφέ μαζί με τσιγάρο κατά την πρωινή έξοδο στην αυλή, θεωρούνται πολύ μεγάλο προνόμιο. Το να λουστούν μόνες τους ή να πιούν αναψυκτικό ή να διαλέξουν που θα καθίσουν, είναι μερικά απ’ τα άλλα προνόμια. Όπως σχολίαζε μια κρατούμενη, κάνουν τα προνόμια στη δομή να μοιάζουν με γλυκά, με καραμέλες, ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούν άλλους σκοπούς.
Στην απομόνωση πάντως, το τσιγάρο το παρέχει το προσωπικό που επιτηρεί την κρατούμενη, όλη την ώρα που καπνίζει. Της δίνεται δε η δυνατότητα να ζητήσει να καθηλωθεί «εθελοντικά», αν νιώσει πολύ ανήσυχη, αν θελήσει να βλάψει τον εαυτό της, να εκφραστεί βίαια κτλ. Η οποία καθήλωση γίνεται στα χέρια, στα πόδια, στους μηρούς και κάτω απ’ το στήθος. Κι αν γενικώς έχει «καλή συμπεριφορά», μπορεί να κερδίσει το προνόμιο η απομόνωση της στο δωμάτιο να μεταβληθεί σε απομόνωση στην πτέρυγα, δοκιμαστικά. Θυμάστε πάντα ότι όλα αυτά αφορούν άτομα με ψυχιατρική εμπειρία, έτσι;
Έχουν άραγε εκείνα κάποια εξουσία εκεί μέσα; Βρίσκουν διαφυγές από δύσκολες καταστάσεις; Απ’ ότι φαίνεται ναι: βρίσκουν μερικούς τρόπους να χειριστούν κάποιες δυσκολίες. Για κάθε δράση, υπάρχει πάντα μια αντίδραση. Το θέμα είναι βέβαια να μη φτάνουμε ως εκεί. Γιατί αυτές οι μικρές διαφυγές, είναι σταγόνα στον ωκεανό της βαρβαρότητας που υφίστανται τα άτομα, όντας έγκλειστα και συνεχώς επιτηρούμενα, όταν βιώνουν την κατάλυση κάθε αξιοπρέπειας, την πλήρη απώλεια του ελέγχου της καθημερινότητας τους.
«Είναι όμως η ποινή» (όλα αυτά δηλαδή), «ανάλογη του εγκλήματος;», αναρωτιόταν μια επί 11 χρόνια κρατούμενη κι αφήνω κι εγώ το ερώτημα να πλανιέται… Υπάρχουν ευτυχώς δικονομικοί τρόποι, δικαιώματα δηλαδή και νομικοί σύμβουλοι που αναλαμβάνουν να τα υπερασπιστούν για λογαριασμό αυτών των γυναικών. Κάτι είναι κι αυτό. Γιατί είναι σχεδόν αδύνατο ν’ αντέξει κάποια όλα αυτά, σκεφτόμουν, όσο έβλεπα το ντοκιμαντέρ και παρατηρούσα σ’ ένα τοίχο κελιού απομόνωσης γραμμένη τη φράση: «ich bin ich» (εγώ είμαι εγώ). Λογική η ανάγκη επιβεβαίωσης μιας αδιάρρηκτης ταυτότητας σ’ έναν τέτοιο χώρο. Κι η εξουσιομανία του προσωπικού, ο κομπασμός του «εγώ έχω το κλειδί και σας ελέγχω όλες», από κάποια μέλη της διεπιστημονικής ομάδας αναγνωρίζεται έστω, ως υπαρκτός κίνδυνος. Έστω… Απ’ την άλλη, έγκλειστο είναι και το προσωπικό εκεί, ποικιλοτρόπως και πρέπει να το γράψω για να είμαι δίκαιη.
Η ίδια η σκηνοθέτης, γράφει σχετικά στον ιστότοπό της: «Το ντοκιμαντέρ Άλλος Κόσμος δείχνει ένα μέρος που κατά τα άλλα παραμένει κλειστό για ‘μάς: Μέσα από συρματοπλέγματα, ελέγχους ασφαλείας, μπάρες και πόρτες. Ένα μέρος όπου ζουν άνθρωποι «επικίνδυνοι για το ευρύ κοινό». Οι ασθενείς στην κλινική ιατροδικαστικής ψυχιατρικής έχουν διαπράξει ως επί το πλείστον κάποιο ποινικό αδίκημα υπό την επήρεια ψυχικής ασθένειας και επομένως δεν βρίσκονται στη φυλακή, αλλά στο ποινικό σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 63 του Ποινικού Κώδικα – για «βελτίωση και ασφάλεια». Μένουν εδώ επ’ αόριστον, μέχρι να μην θεωρούνται πλέον επικίνδυνοι. Η ταινία επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ των νοσοκόμων και των ασθενών στο γυναικείο τμήμα της κλινικής. Η ταινία επικεντρώνεται σε ένα θέμα που έχει μεγάλη σημασία σε αυτό το μέρος – την εξουσία: Με την πρώτη ματιά, όλη η εξουσία ανήκει στις νοσοκόμες, αλλά το περιθώριο ελιγμών τους είναι επίσης περιορισμένο: Πρέπει να συμμορφώνονται με ένα ολοκληρωμένο σύνολο κανόνων και υψηλές προφυλάξεις ασφαλείας. Και οι δύο ομάδες, βρίσκονται πάντα στο βλέμμα ενός υψηλότερου θεατή, όπως δείχνει η ταινία με τη βοήθεια καταγραφών βιντεοεπιτήρησης».
Η Pfafferot, πριν απ’ αυτό το ντοκιμαντέρ, φωτογράφιζε τα ράφια των ασθενών στο Nette-Gut για το περιοδικό Süddeutsche Zeitung. Από αυτή τη δουλειά που μπορείτε να δείτε εδώ, προέκυψε τελικά η ιδέα για το ντοκιμαντέρ. Πρέπει να χωρέσουν όλα τα υπάρχοντά τους σ’ ένα ράφι 50 επί 80 εκατοστά (για το ρουχισμό τους αναλογεί μία ντουλάπα). Μετά απ’ αυτό το φωτογραφικό project, έγραψε το βιβλίο «Der panoptische Blick -Macht und Ohnmacht in der forensischen Psychiatrie. Künstlerische Forschung in einer anderen Welt», στο οποίο κάνει μια «ανάλυση στο πλαίσιο των προβληματισμών του Michel Foucault για το μοντέλο του «Πανοπτικού»», με βάση όσα είδε στην κλειστή αυτή δομή.
Αν παρακολουθήσετε το ντοκιμαντέρ ή το αγοράσετε (μιας και κυκλοφορεί σε dvd), θα προσέξετε κι άλλα, πολλά πράγματα, πέρα απ’ όσα έγραψα εγώ. Αν δε μπορέσετε, πήρατε μια ιδέα τουλάχιστον, για το πόσο συντριπτικά κι ισοπεδωτικά λειτουργούν αυτά τα παθογόνα περιβάλλοντα, για την ψυχοσύνθεση ήδη επιβαρυμένων ανθρώπων. Ένας ακόμη λόγος, κατά τη γνώμη μου λοιπόν, είναι αυτός, για να μη δούμε στην Ελλάδα τέτοιες βάρβαρες, κατασταλτικές, αντιθεραπευτικές δομές, που ενσωματώνουν όλες τις δυσβάσταχτες πτυχές τόσο του ψυχιατρικού, όσο και του σωφρονιστικού εγκλεισμού.