Αφιέρωμα στο Σάντορ Μάραϊ…

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Δεν μπορεί να απαιτεί κανείς από έναν συγγραφέα να περιφέρεται μονίμως με επίσημο ένδυμα, να παίρνει μονίμως τραγικές πόζες… Έρχεται μια στιγμή, που δεν έχει καμιά όρεξη να παραμείνει πιστός στο ανθρώπινο είδος.

Σάντορ Μάραϊ (απόσπασμα απ το βιβλίο “Εμείς κι αυτός”, μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Ωκεανίδα, 2008)

Ο Σάντορ Μάραϊ (Sándor Márai) γεννήθηκε στις 11 Απριλίου του 1900 στην Κάσσα της Ουγγαρίας η οποία μετά τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας το 1918 δόθηκε στην Τσεχοσλοβακία και δεν είναι άλλη απ’ την σημερινή πόλη Košice της ανατολικής Σλοβακίας. Βρέθηκα εκεί τον περασμένο Ιούλιο, τράβηξα μερικές φωτογραφίες το άγαλμά του (υπάρχει κι ένα Μουσείο αφιερωμένο σε ‘κείνον και το έργο του), διαπίστωσα ότι δεν είναι και πάρα πολλές οι σχετικές πληροφορίες που βρίσκουμε στα ελληνικά (κι όσες υπάρχουν είναι σκόρπιες), κι αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αφορμή για τη σημερινή ανάρτηση. Θα σας γράψω λοιπόν, όσα περισσότερα μπορώ για τη ζωή του και θα συγκεντρώσω στο τέλος συνδέσμους που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Ο Μάραϊ καταγόταν από ντόπια, πλούσια οικογένεια, που ανήκε στη μεσαία τάξη. Ήταν ο μεγαλύτερος απο τέσσερα παιδιά και μεγάλωσε με μια κληρονομιά ισχυρών κοινωνικών, πνευματικών και οικογενειακών αξιών, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στα γραπτά του (η πρώτη του ιστορία δημοσιεύτηκε όταν ήταν μόλις 15 ετών), για την «παλιά» και τη «νέα» Ευρώπη. Πριν γράψει για παράδειγμα, τα Απομνημονεύματα της Ουγγαρίας, πέρασε ένα σημαντικό μέρος της ζωής του σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, όπως η Φρανκφούρτη, το Βερολίνο, το Παρίσι. Αυτή η πτυχή του βίου του είναι απαραίτητη για την κατανόηση της φιλοσοφικής του γραφής, καθώς η εμπειρία και η γνώση που είχε από πρώτο χέρι διαφόρων πολιτισμών και πνευματικών κύκλων πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο του επέτρεψαν να γράψει εκτενώς για τη Δυτική Ευρώπη που γνώριζε, αλλά και για την Ευρώπη που δημιουργήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής καθεστώτων σοβιετικού τύπου στην Ουγγαρία κι αλλού. Όπως ο ίδιος ο Μάραϊ αναγνώριζε, αυτά δεν ήταν μόνο τα απομνημονεύματα της Ουγγαρίας, αλλά και της Ευρώπης στο σύνολό της .

Το 1919, φοβούμενος πολιτικές καταστολές, μετακόμισε στη Γερμανία και άρχισε να σπουδάζει δημοσιογραφία. Εργάστηκε κατόπιν ως δημοσιογράφος στην περίφημη «Frankfurter Zeitung» και μετά από δύο χρόνια ζωής στο Παρίσι, εγκαταστάθηκε στη Βουδαπέστη (όπου και πάλι βιοπορίστηκε απ’ τη δημοσιογραφία, όντας συντάκτης της «Budapesti Napló»), το 1928. Στο μεταξύ παντρεύτηκε μια Εβραία, τη Λόλα Μάτσνερ (Lola Matzner), που γνώρισε τυχαία σε ένα καφέ του Βερολίνου. Μίλησαν, πήγαν σε μια όπερα και λίγους μήνες αργότερα παντρεύτηκαν, άκρως αντισυμβατικά, με πολιτικό γάμο. Το 1939 η Λόλα γέννησε έναν γιο, τον Κριστόφ, ο οποίος πέθανε μετά από μερικές εβδομάδες, από εσωτερική αιμορραγία. Ήταν μια τρομερή απώλεια και για τους δύο τους. Η γραφή τον βοήθησε να βρει και πάλι μια διέξοδο.

Υπήρξε επίσης κριτικός λογοτεχνίας κι ήταν εκείνος που έγραψε πρώτος άρθρα για τον Φραντς Κάφκα, μυθιστορήματα του οποίου μετέφρασε στα ουγγρικά. Παράλληλα, έγραφε και τα δικά του βιβλία. Τα μυθιστορήματά του γνώρισαν άμεση επιτυχία («The Rebels», 1930, «Casanova in Bolzano», 1940, «Embers», 1942).

Απέκτησε φήμη λοιπόν τη δεκαετία του ’30 ως παραγωγικός δραματουργός και μυθιστοριογράφος, δημοσιεύοντας συνολικά δεκαέξι βιβλία μόνο εκείνη τη δεκαετία. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, απάντησε στο αυταρχικό καθεστώς της Ουγγαρίας και στη συμμαχία με τη ναζιστική Γερμανία, όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, «στρεφόμενος εντελώς προς τα μέσα, προς το έργο μου». Η παραγωγή των δεκατεσσάρων βιβλίων του κατά τα χρόνια του πολέμου μαρτυρεί αυτή την «εσωτερική μετανάστευση». Οκτώ άλλα βιβλία εμφανίστηκαν από το 1945 έως το 1948.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Το 1948 η Ουγγαρία τέθηκε υπό τον κομμουνιστικό ζυγό: ο Σαντόρ Μάραϊ καταδικάστηκε από τις νέες δυνάμεις ως «αστός συγγραφέας» και αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί, πρώτα στην Ελβετία, μετέπειτα στην Ιταλία (εργάστηκε τότε στο «Radio Free Europe«), πριν εγκατασταθεί οριστικά στις Ηνωμένες Πολιτείες (αρχικά στη Νέα Υόρκη και μετέπειτα στο Σαν Ντιέγκο), με τη σύζυγό του Λόλα, το 1979.

Το 1956 μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Ουγγαρία, έδειξε την αντίθεσή του στον κομμουνισμό αρνούμενος να αφήσει τα έργα του να εκδοθούν στις «κατεχόμενες» χώρες.

Στην Καλιφόρνια συνέχισε να γράφει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, απομνημονεύματα, πάντα στα ουγγρικά. Kέρδισε το βραβείο Kossuth, αλλά έξω από τη χώρα γέννησής του, το έργο του δυσκολευόταν να βρει κοινό.

Έμεινε χήρος το 1986, και μετά το θάνατο και του θετού του γιου το 1987, ζώντας σε μια διαρκώς επιδεινούμενη απομόνωση, αυτοκτόνησε (αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι) σε ηλικία 89 ετών στις 21 Φεβρουαρίου 1989. Οι στάχτες του σκορπίστηκαν στον Ειρηνικό.

Το έργο του, που παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άγνωστο εκτός Ουγγαρίας κατά τη διάρκεια της ζωής του, ανακαλύφθηκε εκ νέου τη δεκαετία του ’90, το 1998 συγκεκριμένα, όταν ο Roberto Calasso του εκδοτικού οίκου «Adelphi» κυκλοφόρησε μια ιταλική μετάφραση του «Embers» («Οι στάχτες») που έγινε best seller. Λίγο αργότερα, το μυθιστόρημα εμφανίστηκε στα γερμανικά και ένας κριτικός της «Die Zeit» δήλωσε ότι «ο Marai ανήκε στην εταιρεία του Joseph Roth, του Stefan Zweig, του Robert Musil» και «ακόμη και του Thomas Mann και του Franz Kafka».

Ο Σάντορ Μάραϊ παρουσιάστηκε στους αγγλόφωνους αναγνώστες το 2001 με τη μετάφραση της Carol Brown Janeway του ίδιου βιβλίου. Σήμερα τα έργα του, που οι κριτικοί λένε ότι διακρίνονται από θεατρικότητα, μεταφράζονται σε πολλές χώρες, μεταφέρονται στον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο κι εκείνος θεωρείται εν κατακλείδι, ως μια σημαντική μορφή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα.

Στα ελληνικά κυκλοφόρησαν απ’ τις εκδόσεις “Ωκεανίδα» τα βιβλία του: “Οι στάχτες” (2000), “Η κληρονομιά της Έστερ”, (2001), “Η παράσταση στο Μπολτσάνο” (2002), “Εμείς κι αυτός” (2008). Αποσπάσματα απ’ το μυθιστόρημα: «Η παράσταση στο Μπολτζάνο» θα βρείτε εδώ, κάποια μικρά αποσπάσματα υπάρχουν επίσης εδώ κι εδώ μπορείτε να διαβάσετε την πολύ μικρή ιστορία “Ο αριθμός τηλεφώνου”.

Αν κι επέμενε ότι δεν ήταν ποιητής, όπως θα διαβάσετε εδώ, έγραψε δύο απ’ τα πιο δημοφιλή ουγγρικά ποιήματα, το «Funeral Oration» και το «Angel from Heaven».

Όσο για μένα, που πολύ με συγκινεί και το ποίημά του «Credo (Quia Absurdum)», πιστεύω ότι κάλυψα κάποια κενά για τον συγκεκριμένο συγγραφέα γράφοντας τα παραπάνω, και την επόμενη φορά που θα βρεθώ στο Κόσιτσε, ίσως μπω και στο Μουσείο του…

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

.

*Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν από μένα στο Košice της Σλοβακίας στις 22/7/2023 κι έχουν ανέβει στον προσωπικό λογαριασμό που διατηρώ στο Instagram.

ΠΗΓΕΣ:

1. https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=19217

2. https://www.elogos.gr/chapter1/chapter0008.htm

3. https://scorpiafilla.blogspot.com/2014/11/sandor-marai.html

4.http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2009/07/35.html

5. https://www.imdb.com/name/nm0617252/

6. https://fresques.ina.fr/europe-des-cultures-en/fiche-media/Europe00333/sandor-marai-memoir-of-hungary.html

7.https://herito.pl/en/autor/sandor-marai/

8.https://www.bookforum.com/print/1504/characters-in-sandor-marai-s-novels-behave-like-actors-hiding-their-true-selves-from-readers-but-could-marai-see-behind-the-masks-of-his-own-creations-2976

9.https://kafkadesk.org/2021/03/09/sandor-marai-and-the-fight-against-totalitarianism-and-nihilism/

10.https://kafkadesk.org/2019/10/08/sandor-marai-and-the-memory-of-exile/