Franco Rotelli: «Το τριαντάφυλλο που (ακόμη) δεν υπάρχει»

Ο Franco Rotelli (Φράνκο Ροτέλλι), στενός συνεργάτης του Franco Basaglia (Φράνκο Μπαζάλια), απεβίωσε πρόσφατα (16/3/2023) στην Ιταλία σε ηλικία 81 ετών, ύστερα από μια σχετικά σύντομη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν διευθυντής των ψυχιατρικών υπηρεσιών της Τεργέστης από το 1980 μέχρι και το 1995 και διευθυντής των Υγειονομικών Υπηρεσιών της Τεργέστης από το 1998 μέχρι το 2001 και από το 2004 μέχρι το 2010. Από το 2013 έως το 2018 διατέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής για την Υγεία και την Κοινωνική Πολιτική του Νομαρχιακού Συμβουλίου της Friuli Venezia Giulia. Κι ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου έγραψε αυτό το κείμενο για ‘κεινον, ώστε όσοι άνθρωποι δεν τον ήξεραν να μπορούν να το διαβάσουν και να μάθουν περισσότερα για ‘κείνον και να καταλάβουν κυρίως γιατί είναι τόσο σπουδαίο το έργο του, στον τομέα της ψυχικής υγείας.

Απ’ το Θόδωρο πληροφορήθηκα επίσης, ότι ο Rotelli ήταν εκείνος που είχε φυτέψει και τα τριαντάφυλλα στο Parco di San Giovanni, στο παλιό Ψυχιατρείο δηλαδή της Τεργέστης (για το οποίο είχα γράψει αυτήν την ανάρτηση εδώ), κι ήταν κάτι που δε θυμόμουν να έχω διαβάσει ή ακούσει στο παρελθόν. Ψάχνοντας λοιπόν αυτήν την ιστορία (γιατί τέτοιες λεπτομέρειες μ’ ενδιαφέρουν και φωτίζουν τους πρωταγωνιστές των γεγονότων από άλλες πλευρές), έμαθα ότι είχε φυτέψει 5000 τριανταφυλλιές, την περίοδο μεταξύ 2005 ως 2010. Και βρήκα ένα σχετικό άρθρο του (αυτό που βλέπετε και στον τίτλο της ανάρτησης), που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Alfabeta Verlag». Το επιμελήθηκε η Agnesa Baini, αποτελείται από 22 κείμενα που καλύπτουν την περίοδο απ’ το 1981 ως το 2017, μαζί με ένα του 1967 και θέτει το καίριο ερώτημα στον τίτλο του «Ποια ψυχιατρική;». Τον πρόλογο έχει γράψει ο Benedetto Saraceno που αποχαιρετά το Rotelli μ’ ένα κείμενο που υπάρχει εδώ.

Γράφει τόσο σημαντικά πράγματα σ’ αυτό το βιβλίο o Rotelli και συμβουλευόμενη το άρθρο του Paolo F. Peloso, θα σας μεταφράσω κάποια σημεία (κάνοντας κυρίως απόδοση, μιας και δεν είμαι μεταφράστρια) όπως το ακόλουθο για παράδειγμα, που δείχνει πως το σύστημα θέτει απλά εμπόδια μερικές φορές αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικά: «Δεν υπάρχει ανάγκη για καταστολή, δεν υπάρχει ανάγκη για βία για να τεθεί ένα τέλος στα πράγματα. Αρκεί να πολλαπλασιάσουμε τους κανόνες, αρκεί να τους κάνουμε διάχυτους και επεμβατικούς αρκετά, για να τους ερμηνεύσουμε στην ηλίθια εκδοχή τους. Το ίδιο έκανε – για παράδειγμα – το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Πάρμα τα χρόνια που ο Basaglia ήταν διευθυντής του ασύλου. Κάποια στιγμή το κόμμα δεν ήθελε να προχωρήσει η αλλαγή και πώς την εμπόδισε; Αρχίζοντας με την απαίτηση του να λέμε ότι οι εθελοντές που έμπαιναν μέσα στο νοσοκομείο έπρεπε να εγγραφούν, να φέρουν την ταυτότητά τους για να συμπληρώσουν μια φόρμα, να πληρώνουν για τα μεσημεριανά γεύματα και τα σνακ… Ότι δεν μπορούσαν (επίσης) πλέον να τρώνε με ασθενείς γιατί αυτό δεν ήταν νόμιμο, δεν ήταν υγιεινό και ούτω καθεξής. Με λίγα λόγια, αρκούσε λίγη γραφειοκρατία για να αποτρέψει τη γέννηση μιας νέας κουλτούρας φροντίδας» (σελ. 158).

Για ποια ψυχιατρική λοιπόν πρέπει να παλέψουμε όλοι οι ενδιαφερόμενοι από κοινού; Για μια που «να φροντίζει, εδώ και τώρα, να μεταμορφώνει τον τρόπο ζωής, να νιώθει τα βάσανα του ασθενούς και ταυτόχρονα να μεταμορφώνει τη συγκεκριμένη καθημερινότητά του» (σελ. 46). Επομένως η απάντηση στο ερώτημα δεν αναζητείται από τον Ροτέλλι ούτε σε «ουτοπίες, ιδεολογίες, καλές προθέσεις, κακές πράξεις», ούτε σε «εγχειρίδια που διαβάζονται και παραμερίζονται», αλλά στην καθημερινή πρακτική: «σε κάποια δευτερεύουσα γωνιά ενός νοσοκομείου, στη σιωπηλή, επαναλαμβανόμενη συνταγή της μακροχρόνιας δράσης των φαρμάκων, στην τηλεοπτική εμφάνιση κάποιου συλλογισμένου γιατρού της ψυχής… Αυτές είναι οι προκλήσεις με τις οποίες εμείς που «κάνουμε» ψυχιατρική (αλλά όχι μόνο εμείς) καλούμαστε καθημερινά να μετρήσουμε τον εαυτό μας ξεκινώντας και από τις καλές πρακτικές για τις οποίες είμαστε, λίγο πολύ, συχνά ικανοί».

Ο Rotelli σ’ αυτό το βιβλίο έγραψε κι άλλα πράγματα και φαίνεται να μιλάει ακόμη και για τις μέρες μας… «Όταν συμβαίνει ένας σεισμός, ή οποιαδήποτε καταστροφή, μετά τον πρώτο πανικό, μετά από κάποιο σάστισμα ή αίσθημα απελπισίας… ξημερώνει, έρχεται η στιγμή που όλοι λειτουργούν, συνεργάζονται, ίσοι, αλληλέγγυοι, σαν ένας μόνο άνθρωπος, το κοινωνικό σώμα δηλαδή μεταμορφώνεται σε ένα είδος συλλογικού αντισώματος. Αυτό διαρκεί, λένε οι μελετητές, μέχρι να φτάσει η «διάσωση»: ο στρατός, οι νομάρχες κ.λπ. Σταδιακά τελειώνει η συνεργασία και η ισότητα, οι θεσμοί ανακτούν τον έλεγχο, όλοι ξεκαθαρίζουν τους λογαριασμούς τους… Κανόνες, συμβόλαιο, δικαιώματα, ανακατασκευάζουν το μονοπάτι του χωρισμού και της ανισότητας» (σελ. 56). Δυστυχώς…

Franco Rotelli (φωτογραφία απ’την εφημερίδα La Republica)

Για να πάμε όμως και σ’ άλλα θέματα, να εξηγήσω ότι στο βιβλίο του πάντως ο Rotelli έχει γράψει άρθρο και για τη Λέρο, όπως θα δείτε αν προσέξετε το εξώφυλλο. Γιατί όσα είδε εκεί ήταν γροθιά στο στομάχι: «Τα στρατόπεδα εξόντωσης είχαν μια λογική: ο πόλεμος κατά των Εβραίων (…), αλλά ποια είναι η λογική εδώ; Τι οδηγεί σε ανθρώπινους σωρούς μες σε βρώμικα κρησφύγετα, στον προσδιορισμό αυτών των συστάδων ανδρών και γυναικών καλυμμένων με κουρέλια, πεταμένων, ο ένας πάνω στον άλλο, σε μια ακάθαρτη δυσωδία;» Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου εξηγεί για την περίοδο εκείνη: «καθοριστική ήταν η συμβολή του στην υπόθεση της Λέρου όταν, στη δεκαετία του 80, η κυρίαρχη ψυχιατρική στη Ελλάδα, τα πανεπιστήμια κλπ, και αρνούνταν και έβγαζαν μιαν, ως εκ της ίδιας της σύστασης τους, ανικανότητα να κάνουν την όποια παρέμβαση στο κολαστήριο που με τις πρακτικές τους είχαν δημιουργήσει, ενώ, την ίδια στιγμή, ακούγονταν φωνές για άμεση διάλυση του ψυχιατρείου με τη μεταφορά των ασθενών σε πολυπληθή οικοτροφεία στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι ΜΚΟ αναλάμβαναν την βιαστική επιλογή ασθενών για την ηπειρωτική Ελλάδα και οι κάτοικοι του νησιού αντιδρούσαν γιατί εισέπρατταν την όποια παρέμβαση ακουγόταν ότι θα γίνει, ως απειλή για την απώλεια των θέσεων εργασίας που είχαν.

Ήταν τότε που ο Ροτέλλι, μετά από επίσκεψή του στη Λέρο τον Δεκέμβριο του 1988, δήλωνε, σε ημερίδα στο Δαφνί, ότι το ζήτημα δεν είναι το κλείσιμο του ψυχιατρείου, το ζήτημα είναι ν΄ αλλάξουμε την ψυχιατρική, πώς κατανοούμε και επικοινωνούμε με τον ψυχικά πάσχοντα, πώς ανοίγουμε μια σχέση μαζί του, πώς μετασχηματίζουμε τους καθετοποιημένους επαγγελματικούς ρόλους. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία πώς μετασχηματίζουμε και «πάμε πέρα από» το ίδρυμα, «από τα μέσα προς τα έξω», στην κοινότητα, με τους ασθενείς, που αποκτούν, πλέον, δικαιώματα και με το ίδιο προσωπικό, που αλλάζει ρόλο, από αυτόν του φύλακα σε αυτόν του θεραπευτή. Ήταν αυτή η γραμμή που πέρασε μέσα από τα προγράμματα Αποϊδρυματοποίησης στο ΚΘΛέρου, τα οποία έγινε δυνατό να υλοποιηθούν κερδίζοντας τη στήριξη μεγάλης μερίδας του προσωπικού και της τοπικής κοινωνίας γενικά…»

Και τι μπορούμε να κάνουμε για να πετύχουμε όλα αυτά; Ο άνθρωπος λοιπόν που φύτευε τριαντάφυλλα, έγραψε κιόλας κάτι σχετικό: «Ίσως οι ιδέες γεννιούνται και μπορούν να αναπτυχθούν σε ένα μέρος, αλλά πρέπει απαραίτητα να εξαπλωθούν παντού». Κι ο Rotelli, όπως σημειώνεται εδώ απ’ τον Pietro Pellegrini, ίσως να ήθελε να φυτέψει άλλα πέντε χιλιάδες τριαντάφυλλα, γιατί «το τριαντάφυλλο που (ακόμη) δεν υπάρχει καλεί μια άλλη εποχή, μια άλλη γενιά, μια νέα ενέργεια, μια νέα αγάπη».

Κι επειδή, όπως αναφέρεται εδώ (σ’ αυτό το εξαιρετικό άρθρο της Fabiana Martini), προειδοποιεί ο Antoine de Saint-Exupéry και γνωρίζουμε καλά όλα μας: «δεν μπορεί κανείς να συνεχίσει να ζει ασχολούμενος μόνο με ψυγεία, πολιτική, ισολογισμούς και σταυρόλεξα. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει κανείς έτσι». Χρειαζόμαστε και τριαντάφυλλα, ομορφιά, ελπίδα, όνειρα. Κι αυτό που μετράει, είναι εκείνο που αποκαλύπτει η αλεπού στον Μικρό Πρίγκιπα: «Είναι ο χρόνος που έχασες για το τριαντάφυλλό σου που έκανε το τριαντάφυλλό σου τόσο σημαντικό».

«Υπάρχουν» επομένως «ακόμη πολλά τείχη να γκρεμιστούν (υλικά αλλά όχι μόνο), αναλαμβάνοντας κάθε φορά την ευθύνη για ό,τι συνεπάγεται αυτή η κατάρρευση (σελ. 158). Υπάρχουν ακόμα πολλά τριαντάφυλλα που πρέπει να φυτευτούν στον κήπο με τις τριανταφυλλιές (σελ. 151), γράφει ο Rotelli, και ακόμη και ένα μπορεί να είναι σημαντικό ενάντια στον άπειρο κίνδυνο να στεγνώσει και να πεθάνει ο κόσμος…» Ακόμη και ένα. Αυτό είναι που πρέπει να φυτέψουμε._

.

ΠΗΓΕΣ:

Έφυγε από τη ζωή ο Φράνκο Ροτέλλι«, του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου

– “QUALE PSICHIATRIA?” 23 scritti di Franco Rotelli«, του Paolo F. Peloso

Un ricordo di Franco Rotelli«, του Pietro Pellegrini

Quelle rose dimostrano che tutto può essere cambiato» της Fabiana Martini

È morto lo psichiatra Rotelli, collaborò alla legge Basaglia che portò alla chiusura dei manicomi«, της Valeria Pini, στην εφημερίδα «La Repubblica», 16/3/2023

«Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση και το σύστημα. Διαπερνώντας οχυρώσεις, χτίζοντας νέα εναλλακτικά παραδείγματα»: Άρθρο μου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» για το νέο βιβλίο του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο(

Με τις ευχαριστίες μου για τη δημοσίευση της κριτικής μου σχετικά με το βιβλίο του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου, «Δρομοκαΐτειο. Λέρος. Δαφνί. Ο ένας τοίχος μετά τον άλλο», στο ένθετο «Νησίδες» της «Εφημερίδας των Συντακτών».

Το βιβλίο κυκλοφορεί απ’ τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων» και ηλεκτρονικά το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

Παρουσίαση του βιβλίου του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου: «Δρομοκαΐτειο – Λέρος – Δαφνί» / Παρασκευή 4/11/2022 στο κτίριο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων

Μόλις κυκλοφόρησε απ’ τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων» το νέο βιβλίο του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου

Διήμερο Βιωματικό Σεμινάριο στη Λέρο: «Προσεγίζοντας την εμπειρία των φωνών» – Παρασκευή 19/11 & Σάββατο 20/11

Την Παρασκευή 19/11 και ώρα 17:00 και Σάββατο 20/11 και ώρα 11:00 θα πραγματοποιηθεί διήμερο εκπαιδευτικό σεμινάριο βιωματικού τύπου υπό την αιγίδα του Κρατικού Θεραπευτηρίου ΓΝ ΚΥ Λέρου και της Ψυχιατρικής κλινικής ΚΘΛ και του δικτύου «Ακουγοντας Φωνές» Ελλαδος. Για εγγραφή και περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στην οργανωτική επιτροπή της εκδήλωσης.

Σκοπός της εκπαίδευσης είναι οι επαγγελματίες υγείας να πάψουν στο μέλλον να αντιμετωπίζουν τις φωνές ή τις λεγόμενες “ψευδαισθήσεις” σαν συμπτώματα ενός “ελαττωματικού εγκεφάλου”, αλλά ως βιώματα με νοήματα που συνδέονται στενά με την προσωπική ιστορία κάθε ατόμου.

Σε αντίθεση με τη συνήθη προσέγγιση των ψυχιάτρων που περιλαμβάνει την καταστολή, με πολλές καταστροφικές προεκτάσεις όπως ο στιγματισμός, η κοινωνική απομόνωση και η αποδυνάμωση, το σεμινάριο θα προσπαθήσει να προσφέρει επιλογές χειραφέτησης του ιεραρχικού μοντέλου “ιατρός – ασθενής” και θα επικεντρωθέι στη σημασία σχηματισμού ομάδων αυτοβοήθειας και αξιοποίησης της πολύτιμης γνώσης των ανθρώπων που έχουν ακούσει φωνές.

Το σεμινάριο απευθύνεται σε επαγγελματίες που δουλεύουν με ανθρώπους που ακούνε φωνές, ανθρώπους με αντίστοιχες εμπειρίες (ακουστικές, οπτικές, οσφρητικές…), σε φίλους ή συγγενείς τους και τέλος είναι ανοιχτό σε όσους ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για αυτές τις εμπειρίες.

«Luoghi di esilio». L’abiezione nella Polis e il trionfo dell’indifferenza: il caso di Leros – Της Δήμητρας Τσέκου

Καιρό τώρα, σκεφτόμουν την πιθανότητα ν’ ανεβαίνουν στο blog κείμενα και σε άλλες γλώσσες, εκτός απ’ τα ελληνικά μιας και έρχονται εδώ πολλοί επισκέπτες από ξένες χώρες, κι η συνάντηση -έστω και μέσω ίντερνετ-, με τη Δήμητρα Τσέκου, βοήθησε ώστε να ευοδωθεί αυτό το σχέδιο. Επιπλέον, γράφει για το προσφυγικό, το πώς θεωρεί ότι βαίνουν τα πράγματα κατά τη γνώμη της και για μένα το συγκεκριμένο θέμα, έχει νόημα να είναι διαρκώς στην επικαιρότητα. Γιατί δεν πρέπει να συνηθίσουμε τη φρίκη ή ν’ αδιαφορούμε για το δράμα τόσων ανθρώπων. Το κείμενο και οι φωτογραφίες που αναδημοσιεύονται σήμερα λοιπόν εδώ, έστω και με κάποια καθυστέρηση (που οφείλεται μόνο στους δικούς χρονικούς περιορισμούς), είναι δικά της κι εστιάζει στην περίπτωση της Λέρου.

Leros, un’isola con 8.500 abitanti, all’estremità sud-orientale dell’Egeo nel Dodecaneso, vicino a Patmos: un’isola la cui storia e identità sono ormai intrecciate strutturalmente all’immagine dell’esclusione sociale e alla malattia mentale, cui si aggiunge ora la condizione disperata dei richiedenti asilo.

A Leros, dove l’hotspot può ospitare un massimo di 700 persone, sono accolti ora circa 2500 rifugiati, 70 dei quali ospitati in una struttura per gruppi vulnerabili che, guardando agli standard greci, può essere definita esemplare, mentre altri 100 (per lo più famiglie) vivono in 18 appartamenti all’interno del contesto del grande edificio. La maggioranza, quella che non può essere accolta all’hotspot, si trova però ora in tende, nell’area adiacente dell’ex ospedale psichiatrico, fra edifici vuoti e fatiscenti, le cui condizioni sono a dir poco miserabili, e dove per altro ancora si trovano in circa 200 sofferenti mentali.

La memoria di uno spazio di violenza, di abbandono e di arbitrio quale quello dell’ospedale psichiatrico di Leros viene oggi riattivata dalle nuove scene di abbandono, sullo sfondo dei frequenti scontri che oppongono oggi una parte della popolazione sia agli operatori che lavorano nell’hotspot sia a coloro che vi sono ospitati. Di fatto si tratta di »quasi rifugiati», poiché le esperienze raccontate alle commissioni territoriali da questi “indesiderati” non sono sufficienti per ottenere il diritto d’asilo. Purtroppo, sono «solo» immigrati e vengono così condotti e reclusi negli hotspot.

In queste settimane la crisi cui assistiamo non è resa atroce solo dal fatto che la struttura che accoglie i migranti è inadeguata da qualsivoglia punto di vista, ma anche dal dato che vede questo spazio di reclusione generare un paradossale senso di sicurezza nella popolazione locale: la necessità di proteggere la propria integrità è diventata pensabile solo a condizione di immaginare che altre persone siano private di ogni possibilità di movimento, o addirittura espulse.

La situazione è peggiorata ancor più durante la pandemia da Coronavirus. Ma, come se tutto ciò non bastasse, si aggiungono ora le misure prese dal governo Mpakogiani che, nel centro di Atene, ha deciso di rendere più profonda la ferita sociale che oppone la popolazione greca ai nuovi arrivati compiendo un gesto dal valore simbolico drammatico. Si tratta della demolizione delle panchine di pl. Victoria al centro di Atene, dove molti dei migranti in cerca di casa riposavano e “alloggiavano” in modo precario. Ora anche questo territorio effimero viene loro negato.

Lo spazio sociale si sta restringendo. Le panchine vengono rimosse, come in altre città d’Europa, il pensiero stesso sembra soffocare fra divieti e decreti che non permettono a questi uomini e a queste donne nemmeno di riposare. Agendo contro centinaia di rifugiati, molti dei quali madri con bambini, le istituzioni greche esprimono il volto più cupo delle contemporanee politiche migratorie, e rendono evidenti le trasformazioni della nozione di cittadinanza. I »senza panchine» sono solo un’altra espressione della disumanità strutturale del nostro presente.

Sarebbe interessante proporre una lettura psicodinamica e interrogarsi sul fatto che la misura che ha creato i »senza panchine» è apparsa a qualcuno un gesto fra i «meno» violenti, quando lo si confronti con le immagini delle espulsioni brutali e o delle persone annegate in mare dopo essere state abbandonate.

Siamo di fatti immersi in una logica di guerra infinita, e la Grecia pensa già al conflitto con la Turchia che si prepara nei mari di Egeo.

I fatti evocati ci portano a ricordare il pensiero di Agamben[1]e di Bauman[2]. Nuda vita. Nuda indicherebbe, un ipotetico grado zero della vita, vita in quanto tale, “semplice esistenza biologica”, e richiama l’immagina opposta di una vita vestita, più o meno umana, più o meno parlante, la vita che conosciamo e incontriamo ovunque, e di cui la prima rappresenterebbe il residuo, o il fondamento, o la parte più intima. Questo concetto, utilizzato ampiamente negli ultimi anni, riflette abbastanza fedelmente ciò al quale assistiamo oggi al centro di Atene, dove la scelta di eliminare le panchine semplicemente cancella ogni immagine di umanità, senza lasciare, ai nuovi indesiderati, alla loro stanchezza, nemmeno la possibilità di un nudo diritto biologico a riposare, a dormire. La popolazione autoctona, sostengono i governatori, avrà però la possibilità di nuovi posti di lavoro, visto che i centri di detenzione amministrativa, caratterizzati dal più basso livello assistenzialistico e pensato sui modelli del controllo sociale, avranno bisogno di manodopera…

Tutto è cambiato dai tempi in cui Foucault[3]scriveva del grande internamento e del progetto dei moderni manicomi: l’Hôtel-Dieu accoglierà solo alienati; Bethlem Royal Hospital a Londra accoglierà solo lunatici, ma nella generalità dei casi i folli, i furiosi, i sifilitici, gli insufficienti mentali saranno mescolati e confusi in quella che diventerà spesso solo una prigione: come appunto nell’ospedale psichiatrico di Leros, uno dei più mostruosi d’Europa.[4]Cosa accadrà in Grecia con i rifugiati?

Immigrati e stranieri sono oggi ammassati, i loro corpi mescolati e chiusi negli hotspot: troppo numerosi e “pericolosi”, sono soggetti da sorvegliare. Sull’isola di Leros vediamo in questi mesi crescere una tragica modalità di comunicazione tra la popolazione e i cittadini stranieri: segnata dal puro distanziamento sociale, come già accaduto altrove, Leros è diventata uno spazio di reclusione e di isola-mento: un’isola di confine, il paese-confine di un’Europa che sembra incapace di pensare modi diversi di accogliere e di proteggere.

In questo orizzonte di abbandono si aggiunge l’avvenimento di qualche notte fa a Moria. ll campo profughi è stato evacuato in seguito a un incendio, divampato in più punti per ragioni ancora da chiarire. Il campo è stato parzialmente evacuato. La struttura al momento dell’incendio accoglieva 12.700 richiedenti asilo (quattro volte più della sua capienza teorica) ed è il più grande d’Europa.

La polis è malata, la polis sanguina e non sa più cosa fare dei suoi morti, della terra in fiamme e delle persone obbligate ad un nuovo esodo, senza destino. Una nuova malattia che distrugge la Città, e non è un’assurda maledizione degli dei o un disastro naturale. Nasce dalle contraddizioni politiche e sociali, innescando il conflitto delle persone con quelle forze che di solito chiamiamo «fato», scrive Savvas Mixail,[5]autore di tanti testi filosofici e antropologici. Seguendo le sue parole proviamo a comprendere perché la città muore a se stessa, escludendo, nell’indifferenza, gli ultimi. Il concetto di miasma è stato sempre uno dei principi regolatori, invocato per dare alla Polis la possibilità di sopravvivere: senza l’eliminazione dello scarto fuori dalle mura della città, i cittadini vivevano sotto il la minaccia di una disintegrazione sempre possibile, sempre vicina. La reclusione nei campi, l’abbandono, la cancellazione delle panchine ne sono lo strano sintomo. È questo che stiamo osservando in modo massiccio anche nel campo di Moria, a Leros, ad Atene e altrove.

[1] Giorgio Agamben (1995), Homo Sacer. Il potere sovrano e la vita nuda. Torino: Einaudi.

[2] Zygmut Bauman (2017), Vite di scarto. Bari, Laterza. Bauman, Z. (2017). Vite di scarto. Bari, Laterza.

[3] Michel Foucault (1972), Histoire de la folie à l’âge classique, Paris, Gallimard.

[4] [Sulle vicende di Leros, isola di detenzione, di esclusione, di torture, cfr. lo splendido romanzo di Simona Vinci (2016), La prima verità. Torino, Einaudi. Nel manicomio di Leros un progetto ispirato a Basaglia avrebbe operato in anni recenti un complesso processo di deistituzionalizzazione].

[5]Μιχαήλ, Σ. (2020), Αντιγόνη Αντί Θεος Αντι Τύραννος, Εκδόσεις Άργα, Ιούλιος.