Ίταλο Καλβίνο: 100 χρόνια από τη γέννησή του

«Η εικόνα του συγγραφέα [του Ιταλού εκτός Ιταλίας] αλλάζει επειδή στην Ιταλία θεωρείται κανείς ως σύνολο των δραστηριοτήτων του, στο πλαίσιο μιας κουλτούρας που αποτελείται από πολλά πράγματα κι από πολλά σημεία αναφοράς, ενώ στο εξωτερικό είναι μόνο τα μεταφρασμένα βιβλία που φτάνουν σαν μετεωρίτες, μέσω των οποίων οι κριτικοί και το κοινό πρέπει να σχηματίσουν μια ιδέα για τον πλανήτη από τον οποίο έχουν απομακρυνθεί/αποκόπηκαν»

Italo Calvino

Φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του Italo Calvino (1923-1985) και γι’ αυτό διαβάζετε σήμερα τη συγκεκριμένη ανάρτηση. Για να μπορέσω να τη συντάξω, ξεκίνησα να διαβάζω ξανά τα έργα του απ’ το τέλος του Οκτώβρη, συμβουλεύτηκα κι άλλες πηγές, ανέτρεξα στο αρχείο μου και για το σκοπό μου εντέλει θεώρησα καλή ιδέα να παρουσιάσω το βιβλίο της Angela Μ. Jeannet που τιτλοφορείται «Under the Radian Sun and the Crescent Moon-Italo Calvino’s storrytelling» (εκδόσεις University of Toronto Press, July 2020), το οποίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά κι εξετάζει εξονυχιστικά τα στοιχεία της μυθοπλασίας του μεγάλου συγγραφέα, ανατέμνωντας με μεγάλο σεβασμό το σύνολο του έργου του. Η μετάφραση κι αλλού απόδοση συγκεκριμένων αποσπασμάτων έγινε επομένως από μένα (που δεν είμαι επαγγελματίας μεταφράστρια, αλλά κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ) και δεν ήταν καθόλου εύκολο να καταλήξω στις συγκεκριμένες επιλογές. Ας ξεκινήσω όμως απ’ την αρχή.

Στην εισαγωγή λοιπόν, εξηγείται ότι: «Αυτό το βιβλίο εξετάζει τον πυρήνα της συγγραφικής πρακτικής του Calvino, από την οπτική γωνία μιας ιστορικής στιγμής που έχει επιβεβαιώσει την κατάρρευση μεγάλων τμημάτων του οικοδομήματος του πολιτισμού μας και την αποτυχία των περισσότερων πειραμάτων που βασίστηκαν στα εννοιολογικά θεμέλια αυτού του πολιτισμού. Θα προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε μερικές από τις φωνές που άκουσε ο Calvino και τις «φωνές» που δημιούργησε για να απευθυνθεί στο κοινό που φανταζόταν. Ένα σταθερό νήμα σε αυτόν τον τόμο είναι το ερώτημα -διερευνημένο αλλά ποτέ οριστικά απαντώμενο- των διασυνδέσεων του Calvino με άλλους λογοτέχνες που έγραφαν στα ιταλικά. Είχε πολύ βαθιές ρίζες στην ιταλική παράδοση, αλλά ήταν επίσης λεπτός κριτικός και ανατροπέας της, και η βαθιά σχέση του μαζί της εξηγεί την αμφιθυμία του απέναντι στους διάφορους -ισμούς που τον έχουν διεκδικήσει. Για όλους τους αναγνώστες του Calvino, το κύριο νήμα στον φανταστικό του λαβύρινθο είναι η αγάπη του για την αφήγηση και η πίστη του στη δύναμή του…»

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Ποιες ήταν λοιπόν αυτές οι «φωνές» που προαναφέρονται; «Οι φωνές που μιλούν στον Calvino είναι οι φωνές των εφήβων, των ποιητών και των ναΐφ τοποθετημένων σε άγνωστα περιβάλλοντα, που κοιτάζουν τον προβληματικό κόσμο τους και τον εαυτό τους σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς αυτολύπηση ή παράπονο. Αποδέχονται ότι πρέπει να ζουν με τις αντιφάσεις και τις ασάφειες της εμπειρίας, και κινούνται αδιάφορα ανάμεσα στα αντικείμενα του σύμπαντος τους, χρησιμοποιώντας τη φαντασία τους ως εργαλείο για να εξερευνήσουν μια ολοένα βαθύτερη αμφιβολία…»

Το δελτίο τύπου του εκδοτικού οίκου University of Toronto Press (July 2020), εξηγεί περισσότερα για τη συγκεκριμένη έκδοση: «Αν και ο Italo Calvino (1923-1985) είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους και μεταφρασμένους Ιταλούς μυθιστοριογράφους του αιώνα, ένα ολοκληρωμένο αναλυτικό έργο στα αγγλικά, των γραπτών του, δεν ήταν διαθέσιμο μέχρι τώρα. Σε αυτή τη νέα μελέτη, η Angela Μ. Jeannet προσφέρει ένα πλούσιο και ζωντανό κριτικό πορτρέτο που ενσωματώνει τον Calvino τον δημιουργικό συγγραφέα με τον Calvino τον κριτικό στοχαστή, δύο ρόλους που ο ίδιος ο μυθιστοριογράφος έβλεπε ως στενά συνδεδεμένους. Το «Under the Radiant Sun and the Crescent Moon» εξετάζει την πολιτιστική και λογοτεχνική μήτρα του περίπλοκου φανταστικού σύμπαντος του Calvino, εστιάζοντας στο πάθος του για την αφήγηση και στα διάφορα στάδια της εξέλιξης του έργου του. Ο Calvino έζησε σε έναν πολιτισμό που υπέστη βαθιές μεταμορφώσεις. Η Jeannet ανιχνεύει τις σημαντικές δημιουργικές επιρροές και γεγονότα στη ζωή του και τη σημασία τους για τη γραφή του, από την καλλιεργημένη αστική του ανατροφή και ανάγνωση των Μοντερνιστών μέχρι την αντιπαράθεσή του με τον μεταπολεμικό βιομηχανισμό, την καταναλωτική κουλτούρα της δεκαετίας του 1960 κι έπειτα. Σε όλη τη μελέτη η Jeannet φέρνει στο φως τις απόψεις του Calvino για τη λειτουργία της αφήγησης στη λογοτεχνία και την κοινωνία και τις ισχυρές του συνδέσεις με την ιταλική ποιητική παράδοση. Εξερευνά επίσης πτυχές του έργου του Calvino που αξίζουν περισσότερης προσοχής, συμπεριλαμβανομένων των κριτικά παραμελημένων ιστοριών του Μαρκοβάλντο και του μεταφορικού ρόλου του θηλυκού στον φανταστικό κόσμο του».

Και στο βιβλίο αναφέρεται ότι: «Η αντισυμβατική ανατροφή του ήταν αυστηρή, νηφάλια και διαποτίστηκε από αφοσίωση στις φυσικές επιστήμες. Οι περισσότεροι συγγενείς του Calvino ήταν επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένης της μητέρας του, η οποία ήταν από τη Σαρδηνία. Ήταν ένθερμη υπερασπίστρια της καθαρότητας της ιταλικής γλώσσας και σοσιαλίστρια με ακλόνητη αντίθεση στην οργανωμένη θρησκεία. Από την πλευρά του πατέρα του, ο Calvino ανήκε επίσης σε μια πολύ μικρή μειονότητα στην Ιταλία, τους Βαλδένσους, των οποίων η εκπαιδευτική παράδοση είχε τις ρίζες της στον προτεσταντισμό που απορρόφησε ο Italo κατά τη διάρκεια της πρώιμης σχολικής του εκπαίδευσης. Λόγω των επαγγελμάτων τους, των διασυνδέσεών τους (ο πατέρας του Calvino ήταν μασόνος) και των πεποιθήσεών τους, οι Calvinos διατήρησαν μια κοσμοπολίτικη πνευματική προοπτική σε μια εποχή που η Ιταλία πνιγόταν από απομονωτικές δυνάμεις που προέρχονταν από τη φασιστική ιδεολογία. Ο Calvino, λοιπόν, κληρονόμησε μια κριτική στάση απέναντι στις πλειοψηφικές θέσεις και μια δυσπιστία σε όλα τα καταπιεστικά συστήματα και σε όλα τα ανεξέταστα σύμβολα/αξιώματα. Αυτό έγινε σαφές όταν εκτέθηκε στους αυταρχικούς τρόπους του φασισμού και αργότερα του επίσημου ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος».

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Κι ο ίδιος πώς διαμορφώθηκε ως προσωπικότητα; Τι ρόλο έπαιξαν οι δικές του αναγνώσεις; Τοποθετούσε γενικά, σταθερά πρώτα στη λίστα του, λοιπόν, τα έργα που ταξινομούνται ως παιδική λογοτεχνία, δηλαδή των: Collodi, Kipling, Stevenson, Defoe και, ναι, τα κόμικς.

Συγκεκριμένα, ο Calvino δήλωσε περισσότερες από μία φορές, σε άρθρα και συνεντεύξεις ότι: «Οποιαδήποτε λίστα [ανάγνωσης], νομίζω, πρέπει να ξεκινά με τον Πινόκιο, τον οποίο πάντα θεωρούσα πρότυπο αφήγησης». Όχι μόνο ο Collodi έδωσε την πρώτη εμπειρία της μυθοπλασίας για το παιδί Calvino, αλλά το παράδειγμά του ήταν θεμελιώδες για τον μελλοντικό συγγραφέα από γλωσσική, δομική και θεματική άποψη. Πάνω απ’ όλα, ο Collodi έδειξε κάτι που επρόκειτο να γίνει θεμελιώδες δόγμα για τον Calvino, ότι η λογοτεχνία είναι πρώτα και κύρια αφήγηση. Ο Collodi έδωσε επίσης την εξίσου ουσιαστική απόδειξη ότι είναι δυνατή η συμφιλίωση των αντίθετων θέσεων, αφού το μυθιστόρημά του επιβεβαίωσε ότι η δραστηριότητα αφήγησης είναι ταυτόχρονα παιχνιδιάρικη και σοβαρή, άσκοπη και διδακτική, το σημάδι της ιδιωτικής φαντασίας και του συλλογικού φανταστικού, εν ολίγοις, μια σύνθετη και αναγκαία εκδήλωση της ανθρώπινης ύπαρξης».

Κι εμάς μας ενδιαφέρουν οι επιρροές που είχε δεχτεί, αφού αποτέλεσαν τη βάση για τη μετέπειτα εξέλιξη του ίδιου και του έργου του και πολλές απ’ αυτές τις επιρροές είναι εμφανεστατες στο βιβλίο «Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς» (τη μετάφρασή του είχε κάνει ο αείμνηστος Ανταίος Χρυσοστομίδης και κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις «Καστανιώτης» το 2003).

Κι όσο για τον ίδιο: «Σε αυτοβιογραφικά σημειώματα που φαίνεται να ήταν πιο σημαντικά γι’ αυτόν από ό,τι ήθελε να πιστέψουν οι άλλοι, ο Calvino σχεδίασε την αυτοπροσωπογραφία του ως ανθρώπου με λίγα λόγια, του οποίου οι επικοινωνιακές και εκφραστικές ανάγκες βρήκαν πολύ σύντομα το αποκλειστικό τους μέσο στον γραπτό λόγο. (…) Δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο από έναν συγγραφέα που έκανε τους χαρακτήρες του να βρουν τρόπους επικοινωνίας μέσω όλων των ειδών αντισυμβατικών μέσων, όπως τα ταρό και το σκάκι, αφού είχαν χτυπηθεί από μυστηριώδεις αφασίες…»

Στο ερώτημα γιατί να τον διαβάζουμε και γιατί είναι μεγάλος συγγραφέας απάντησε ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, μεταφραστής δώδεκα βιβλίων του, σε μια συνέντευξη που έδωσε στο Βασίλη Κ. Καλαμαρά για το ένθετο «Βιβλιοθήκη» της τότε «Ελευθεροτυπίας» (τεύχος 283, 28/11/2003): «Γιατί είναι μεγάλος ο Ίταλο Καλβίνο; Πρώτον, γιατί κανένα βιβλίο δε μοιάζει με τα προηγούμενα του. Δεύτερον, γιατί ακολούθησε όλα τα μεγάλα ρεύματα της εποχής του, χωρίς μαϊμουδισμούς και χωρίς να μιμείται κανέναν. Τρίτον γιατί είχε μια μοναδική φαντασία. Και τέταρτον, γιατί είχε μια γλώσσα που θυμίζει γόνιμη γυναίκα».

Ο Italo Calvino με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, το 1984 στην Αθήνα (φωτογραφία: προσωπικό αρχείο, απ’ το ένθετο «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας»).

Και για τις γυναίκες, την παρουσία του θηλυκού στα έργα του θα μάθετε πολλά απ’ το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αφού «η αφηγηματική φωνή στον Καλβίνο είναι αναμφίβολα μια αντρική φωνή» όπως παραδέχεται η συγγραφέας, αλλά «οι μεταφορές του για ό,τι επιδιώκεται και είναι ανέφικτο είναι πάντα γυναικείες σε μορφή. Οι πόλεις που ζουν στη μνήμη και την επιθυμία έχουν ονόματα γυναικών, σαγηνευτικά και μυστηριώδη. Η αρχετυπική Πόλη, η βασίλισσα των πόλεων, είναι αυτή που άφησε ο αφηγητής όταν ήταν παιδί, η Βενετία…»

Και φυσικά στο βιβλίο εξετάζονται τα ουράνια σώματα που βλέπετε και στον τίτλο του κι έχουν ιδιαίτερη θέση στη μυθοπλασία του Calvino, δηλαδή ο ήλιος κι η σελήνη. Ήταν άλλωστε ένας συγγραφέας που ασχολήθηκε με το σύμπαν και τη ζωή γενικότερα κι αρκεί να θυμηθούμε τα «Κοσμοκωμικά» για να το αποδείξουμε. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι το μόνο βιβλίο που ο ίδιος ο Calvino μετέφρασε στα ιταλικά ήταν τα «Γαλάζια άνθη» του Raymond Queneau (κάποια στιγμή θα γράψω μερικά πράγματα και για το OuLiPo). Είχε συνεργαστεί με την εφημερίδα Unita, τον εκδοτικό οίκο Einaudi και παρενέβαινε με άρθρα του στον ιταλικό τύπο μέχρι το τέλος της ζωής του. Το Doppio Zero φιλοξενεί ένα εκπληκτικά διαφωτιστικό Καλβινικό αλφάβητο (στα ιταλικά) που θα βρείτε εδώ και στο οποίο αναλύονται διάφορες πτυχές του έργου του. Το διάβασα παράλληλα με το βιβλίο που σας προτείνω, αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για ‘κεινον και πρόκειται πραγματικά για εξαιρετική δουλειά.

Αντί επιλόγου, επέλεξα ένα προφητικό απόσπασμα διαχρονικής αξίας με τόσες πολλές συνδηλώσεις για την εποχή μας (αλλά και χρήσιμο ακόμη και για την αυτο-ίαση μας), από μια διάλεξη που έδωσε ο μεγάλος συγγραφέας στο ‘Αμχερστ της Μασαχουσέτης στις 25 Φεβρουαρίου 1976, στο πλαίσιο ενός συμποσίου για την ευρωπαϊκή πολιτική. Τη μετάφραση είχε κάνει ο Θανάσης Γιαλκέτσης και συμπεριλαμβανόταν στο τεύχος της «Βιβλιοθήκης» που αναφέρω και παραπάνω: «Ως τελική παρατήρηση θα ήθελα να πω ότι ακόμη και αν σήμερα είναι αδύνατο σε οποιονδήποτε να αισθανθεί αθώος, αν σε κάθε πράγμα που κάνει ή λέει κάποιος μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε ένα μυστικό κίνητρο, εκείνο του λευκού ανθρώπου ή του αρσενικού ή αυτού που καρπώνεται ένα ορισμένο εισόδημα ή αυτού που συμμετέχει σ’ ένα δεδομένο οικονομικό σύστημα ή αυτού που υποφέρει από ένα ορισμένο νευρωτικό σύμπλεγμα, αυτό δε θα ‘πρεπε να μας οδηγήσει σ’ ένα καθολικό αίσθημα ενοχής ούτε σε μια καθολική στάση κατηγορίας. Όταν αντιλαμβανόμαστε την ασθένεια μας ή τα μυστικά μας κίνητρα, έχουμε ήδη αρχίσει να τα θέτουμε σε κρίση. Αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο δεχόμαστε τα κίνητρά μας και ζούμε την κρίση μας. Και αυτή είναι η μοναδική δυνατότητα που έχουμε για να γίνουμε διαφορετικοί από αυτό που είμαστε, δηλαδή ο μοναδικός τρόπος για ν’ αρχίσουμε να επινοουμε έναν νέο τρόπο ύπαρξης»._

«Η πρώτη αλήθεια» της Simona Vinci: Ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται και στο ψυχιατρείο της Λέρου, με ήρωα βασισμένο στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο

Time to read 9 minutes

Το συγκεκριμένο, πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο βιβλίο, το διάβασα την περίοδο που απουσίαζα από εδώ κι είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι δεν έχει μεταφραστεί τόσα χρόνια στα ελληνικά. Αυτός είναι λοιπόν ο πρώτος λόγος για τον οποίο γράφω τη σημερινή ανάρτηση, επειδή δηλαδή αξίζει να μάθετε ότι υπάρχει αυτή η έκδοση, κι ο δεύτερος είναι ότι έτσι, όσα από ‘σας ξέρετε ιταλικά, θα μπορέσετε να το ψάξετε και να το διαβάσετε, αν το θελήσετε (εκδόθηκε το 2016, απ’ τον οίκο Einaudi).

Το βιβλίο ξεκινά με την περιγραφή μιας τρομερής φωτογραφίας που δημοσίευσε το 1970 το περιοδικό L ‘Espresso, με τίτλο: «Μα είναι για το καλό του». Απεικόνιζε ένα γυμνό κοριτσάκι, δεμένο στο κρεβάτι του ψυχιατρικού νοσοκομείου Villa Azzurra στο Grugliasco στην επαρχία του Τορίνο, κι όπως έχει πει η συγγραφέας σε συνεντεύξεις της, ταυτίστηκε μ’ αυτό το κοριτσάκι: «Αν είχα γεννηθεί μόλις πέντε χρόνια πριν από το 1970, σε ένα άλλο κοινωνικό πλαίσιο, μπορεί να ήμουν αυτό το γυμνό παιδί, δεμένο σε μια κούνια που στριμώχνονταν στην άκρη της αβύσσου...»

Η συνέχεια, εκτυλίσσεται στο ψυχιατρείο της Λέρου, στο 16ο περίπτερο για την ακρίβεια, την περίοδο που εθελοντές άρχισαν να καταφθάνουν απ’ την Ευρώπη μαθαίνοντας τα πάντα για την εκεί φρίκη απ’ το δημοσίευμα του άρθρου των John Meritt και του John Wildgoose, στην εφημερίδα Observer, επιθυμώντας φυσικά ν’ αλλάξουν την κατάσταση. Μαζί τους η ηρωίδα της που κουβαλάει μόνο ένα σακίδιο με την Οδύσσεια και τον Ροβινσώνα Κρούσο, συν έναν φάκελο με φωτοτυπίες μερικών μαθημάτων που είχε δώσει ο Μισέλ Φουκώ και μια φωτογραφική μηχανή. Κι υπάρχει σ’ αυτό το βιβλίο κι ήρωας, που ονομάζεται Στέφανος, βασισμένος, όπως βλέπετε άλλωστε και στον τίτλο, στον ποιητή, Γιάννη Ρίτσο:

«- Τον ήρωα σας το Στέφανο τον εμπνευστηκατε από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο: φοβηθήκατε να χρησιμοποιήσετε έναν πραγματικό χαρακτήρα στο μυθιστόρημά σας, να του αποδώσετε πράξεις, σκέψεις, λόγια;

-«Πολύ φοβήθηκα, και στην πραγματικότητα τον ονόμασα αλλιώς. Δανείστηκα γεγονότα από τη ζωή του, αλλάζοντας τις εποχές. Τόλμησα να γράψω τα ποιήματα αυτού του «μικρού» ποιητή, ενός λογοτεχνικού δηλαδή χαρακτήρα, κλέβοντας και ξαναδουλεύοντας στίχους των ποιημάτων του Ρίτσου, αλλά προσπαθώντας να μην επικαλύπτονται υπερβολικά οι δύο φιγούρες»…

Κι ο τίτλος πάντως, του βιβλίου, σε στίχο του σπουδαίου ποιητή μας βασίζεται κι είναι απ’ το ποίημα «Υποθήκη», που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Πέτρες επαναλήψεις κιγκλίδωμα» (εκδόσεις «Κέδρος», 1975).

Γενικά, κάθε γραμμή αυτού του βιβλίου, αποδεικνύει πόσο ενδελεχώς μελέτησε το θέμα της η συγγραφέας. Όσα αναφέρει για το ανιδείκευτο τότε προσωπικό, για την κατάσταση των 1153 γυμνών, ρακένδυτων, αποστεωμένων ψυχικά πασχόντων, πολλοί εκ των οποίων νοσηλεύονταν χωρίς καν να είναι γνωστό το όνομά τους, για τις διεκπαιρεωτικές διαγνώσεις, για το χώρο που ήταν κλεισμένοι οι άνθρωποι που θεωρούνταν ανίατοι κι επικίνδυνοι, με αποτέλεσμα να τους πετούν φαγητό απ’ έξω για να τραφούν και να τους πλένουν από μακριά με το λάστιχο, είναι όλα ακριβέστατα. Nα ένα μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«στριμώχνονταν όλη μέρα στη τσιμεντένια αυλή, κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο, σχεδόν όλοι καλυμμένοι με περιττώματα, με πληγές στα χέρια ή στα πόδια, πολλοί εντελώς γυμνοί και με θαμπά μάτια, σαν να είχαν επιζήσει τα σώματα αλλά δεν είχαν…»

Και το ίδιο συμβαίνει και μ’ όσα αναφέρει για τους πολιτικούς κρατούμενους που ζούσαν έγκλειστοι στο Παρθένι, που ζωγράφισαν την εκκλησία Αγία Κιουρά, κ.ο.κ.

Η περίληψη του βιβλίου, αναφέρει τα εξής: «Το 1992 η Άντζελα, μια νεαρή Ιταλίδα ερευνήτρια, αποβιβάστηκε στο νησί της Λέρου. Ήταν έτοιμη να φροντίσει, όπως οι συνάδελφοί της από όλη την Ευρώπη, και όπως οι γιατροί και οι νοσοκόμες του νησιού, τη συνεχιζόμενη φρίκη, που αποκάλυψε στον κόσμο πριν από μερικά χρόνια ο βρετανικός Τύπος, το «ένοχο μυστικό της Ευρώπης», «ένα νησί-τρελοκομείο» όπου στο παρελθόν ένα δικτατορικό καθεστώς είχε απελάσει πολιτικούς αντιπάλους από όλη την Ελλάδα, κάνοντάς τους να ζουν μαζί με τους ψυχικά ασθενείς. Όσοι από αυτούς δεν έχουν πεθάνει στο μεταξύ είναι όλοι ακόμα εκεί, μεταμορφωμένοι σε ανθρώπινα ναυάγια. Ανησυχητικά, ακατανόητα είναι τα σημάδια που καλωσορίζουν το κορίτσι. Ποιος είναι ο Βασίλειος, ο Μοναχός, και γιατί είναι πεπεισμένος ότι έθαψε «ό,τι απέμεινε από τον Θεό» ψηλά; Και ανάμεσα στους συνεργάτες της, ποια είναι πραγματικά η μυστηριώδης, επίμονη Λίνα, που φαίνεται να έχει έμφυτη σχέση με το νησί; Κάθε μυστήριο θα έχει μια απάντηση στο θησαυροφυλάκιο των ιστοριών των ξεχασμένων και των ηττημένων, των αποκλεισμένων από την ιστορία, στο «αρχείο των ψυχών» που το βιβλίο θα αναβιώσει για τον αναγνώστη: ιστορίες τραγικής, αδίστακτης ομορφιάς, όπως αυτή του ποιητή Στέφανου, της Τερέζας και του παιδιού με την πέτρα στο στόμα. Με το «Η πρώτη αλήθεια» που, από τον τίτλο, από στίχο του Γιάννη Ρίτσου, παραπέμπει σε μια αλήθεια απόλυτης αξίας πέρα ​​και μέσα από τα γεγονότα του βιβλίου, τα οποία διαδραματίζονται σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, και της ζωής των χαρακτήρων που παρουσιάζονται στον αναγνώστη, η Simona Vinci επιστρέφει στο μυθιστόρημα μετά από πολλά χρόνια, και επιστρέφει με μια ευτυχία και ελευθερία που δεν είχε επιτευχθεί ποτέ πριν».

Κι η ίδια διευκρίνιζε :

«Αν λέω ότι είναι μια ιστορία φαντασμάτων, είναι επειδή πιστεύω στα φαντάσματα. Παραμένω στην αρχική σημασία της λέξης, την ελληνική, φάντασμα από το ρήμα φαντάζω : εμφανίζομαι, δείχνω. Τα φαντάσματα είναι παρουσίες που έχουν την ικανότητα να εμφανίζονται κατά βούληση, που επιμένουν πέρα ​​από το χώρο και το χρόνο και με την ενοχλητική παρουσία-απουσία τους προειδοποιούν, χρησιμοποιούν τον φόβο που καταφέρνουν να ενσταλάξουν για να δώσουν ένα μάθημα: αυτό που ήταν μπορεί να είναι ξανά, οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Το παρελθόν δεν θάβεται ούτε αποσυντίθεται, αλλά συνεχίζει να ζει, με τον ενίοτε οδυνηρό και καταστροφικό απόηχό του μέσα σε αυτούς που ακολουθούν».

Simona Vinci

Πέρα απ’ το πολύ ενδιαφέρον θέμα του, το βιβλίο έχει φυσικά και μεγάλη λογοτεχνική αξία, γι’ αυτό άλλωστε βραβεύτηκε κιόλας. Κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον με το στυλ του, αφού είναι τόσο μυθιστόρημα όσο κι αυτοβιογραφία κατά κάποιο τρόπο, φλερτάρει επίσης με το ρεπορτάζ, την ποίηση, κ.ο.κ. Με την ευρηματική του τετραμερή πλοκή και τη μεταφυσική του ενίοτε ατμόσφαιρα, θέτει ερωτήματα για «μυστήρια» που απαιτούν άπλετο φως για να λυθούν και μας συστήνει ήρωες που παλεύουν με τους δικούς τους δαίμονες, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο επιτυχημένα μα όλους τους συνδέει το ίδιο νήμα: η τρέλα.

Η Vinci, λοιπόν, μετά τη Λέρο, στην οποία η ηρωίδα της επιστρέφει 17 χρόνια μετά και τα βρίσκει όλα αλλαγμένα, μας μεταφέρει στα μέρη της παιδικής της ηλικίας, στο Μπούντριο, στην επαρχία της Μπολόνια, μια πόλη γεμάτη «ματουτσίνι», πρώην έγκλειστους δηλαδή, στα δύο ψυχιατρικά ινστιτούτα της περιοχής, όπου και συνανταμε μια άλλη ηρωίδα της με τραγικό παρελθόν, την Εβελίνα.

Η συγγραφέας μας βάζει επίσης, στο σπίτι της, για να γνωρίσουμε τη μητέρα της (σε μια διήγηση που πλησιάζει την αυτοβιογραφία) η οποία άκουγε φωνές, έβλεπε φαντάσματα, κ.ο.κ. Βέβαια, όπως έχει πει, έχει συμβουλευτεί, μετά από υπόδειξη του εκδότη της και το βιβλίο του William Styron, «Darkness Visible: A memoir of darkness», επομένως είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς που τελειώνουν τα πραγματικά στοιχεία και που εισάγονται τα μυθοπλαστικά.

Όσο για το τελευταίο σκέλος αυτού του ταξιδιού που αφορά την ψυχική ασθένεια και στους βίαιους τρόπους αντιμετώπισής της, λαμβάνει χώρα στη Σιέρα Λεόνε, στη Freetown και μας συστήνει μερικούς εξ’ αυτών που έζησαν ως ασθενείς, στο Kissy, στο εκεί δηλαδή Ψυχιατρικό Νοσοκομείο.

Έψαχνε από κάπου να ξεκινήσει η Vinci για να γράψει αυτό το βιβλίο, και να πώς ακριβώς έγιναν όλα:

«Είχα την ιδέα να γράψω κάτι που να έχει να κάνει με ψυχικές ασθένειες, αλλά ακόμα δεν ήξερα τι, κυνηγούσα ιστορίες. Έφτασα στο νησί San Servolo, στη Βενετία, με οδηγό την εικόνα μιας γυναίκας που προχωρούσε στο νερό της θάλασσας. Ήθελα ένα νησί. Αλλά ακόμα δεν ήξερα ποιο και γιατί. Μόλις είχα τελειώσει τη δουλειά στο Strada Provinciale Tre, το τελευταίο μου μυθιστόρημα πριν από αυτό, και ήμουν ακόμα στην άκρη ενός δρόμου, ανάμεσα στα φορτηγά, με αυτή τη χαμένη γυναίκα που δεν ξέρει ακριβώς από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Έμαθα για την ιστορία της Λέρου τυχαία, σε ένα φόρουμ ψυχιατρικής, στην ανώνυμη μαρτυρία ενός άνδρα (ή μήπως ήταν γυναίκα;) που διηγήθηκε την εμπειρία του ως εθελοντής στο άσυλο της Λέρου μαζί με τους Basaglians (ενν: όσους ασπάζονταν τις ιδέες του Basaglia) τη δεκαετία του 1990. Και τότε κατάλαβα ότι αυτό ήταν το νησί και αυτή ήταν η ιστορία. Πήρα ένα αεροπλάνο, ένα πλοίο μετά και πήγα. Στη συνέχεια, η τεκμηρίωση διήρκεσε μέχρι την τελευταία γραμμή της σύνταξης και πάλι απ’ την αρχή,, μέσα από ατελείωτες αναθεωρήσεις…»

Οι φωτογραφίες της Antonella Pizzamiglio (που έχουν εκτεθεί και στην Ελλάδα), τη συνόδευσαν, μεταμορφωμένες στη συνέχεια σε αφηγηματικό υλικό. Κι η πρώτη εικόνα που της ήρθε στο μυαλό όπως έχει πει κι εδώ κι αναφέρετεται παραπάνω, ήταν: «αυτή μιας γυναίκας που κολυμπά σε μια χειμερινή θάλασσα, και απομακρύνεται από την ακτή…» Ίσως γι’ αυτό ήταν άλλο το αρχικό εξώφυλλο, αλλά τελικά επιλέχτηκε το συγκεκριμένο που βλέπετε, όπως εξηγεί η ίδια: «πρόκειται για φωτογραφία που τραβήχτηκε από ένα όμορφο γλυπτό του Γάλλου καλλιτέχνη Étienne-Maurice Falconet που φυλάσσεται και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι και χρονολογείται από το 1757. «Seated Cupid», είναι ο τίτλος». Εγώ πάντως κράτησα αυτήν την εικόνα, απ’ την περιγραφή του 16ου περιπτέρου της Λέρου:

«Οι τρελοί κοίταζαν την πόλη και η πόλη έκανε ότι δεν έβλεπε τους τρελούς.

Ακόμα και τώρα είναι έτσι: το κτίριο παραμένει ακίνητο στη θέση του, με τις τέσσερις επί δεκαεπτά σειρές ορθάνοιχτων ματιών και στομάτων, το ταλαιπωρημένο δέρμα και αυτή τη ζοφερή σκιά που δεν το αφήνει ποτέ, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, σε οποιοδήποτε γεωγραφικό πλάτος κι αν βρίσκεται ο ήλιος. Οι καυτές ακτίνες μπορούν να χτυπήσουν μόνο την τσιμεντένια αυλή, αλλά το κτίριο είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε να φαίνεται σκιασμένο, ανά πάσα στιγμή και από οπουδήποτε στο νησί το παρατηρήσετε. Μια οπτική ψευδαίσθηση που μοιάζει με κατάρα ή μια αέναη προειδοποίηση…»

Ο βασικός λόγος βέβαια που αποφάσισε να γράψει αυτό το βιβλίο, τις συγκεκριμένες ιστορίες κι όχι άλλες, ήταν η δική της μάχη με τις κρίσεις πανικού που την κρατούσαν στο σπίτι, κάποιες εικόνες, σαν οράματα που έβλεπε εκείνο το διάστημα (κι όταν έμαθε για τη Λέρο ήταν «σαν να πήραν σώμα αυτές οι εικόνες»), και η ανάλυση που ακολούθησε (Γιουγκιανής κατεύθυνσης) αναζητώντας μια «πιστοποίηση της κανονικότητας» για να δώσει νόημα σ’ όλα αυτά. Η απάντηση του ψυχαναλυτή της είναι απαραίτητη για την κατανόηση ολόκληρου του μυθιστορήματος, όπως έγραψε η Lucia Faggion στο περιοδικό «Ristretti» (Σεπτέμβριος-Οκτωβριος 2016), απ’ όπου άντλησα κάποιες πληροφορίες, και ίσως αυτή είναι ακριβώς η «πρώτη αλήθεια»: «Η κανονικότητα δεν υπάρχει πουθενά κι έπειτα τι σημαίνει να είσαι φυσιολογικός; Δεν υπάρχει απάντηση, γιατί είναι η ερώτηση λάθος» ._

.

*Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, προέρχεται από εδώ.

.

Πηγές: