Nευρώσεις, φοβίες, υστερία: η προέλευση των σχετικών λέξεων. «Ψυχο-παθο-λογίες» του Κάρολου Μπρούσαλη

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο, πηγή: εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής», 21/11/2004)

Όπως σας έγραφα πρόσφατα, ξεκαθαρίζω αυτό το διάστημα το προσωπικό μου αρχείο κι ό,τι θεωρώ αξιόλογο, το μοιράζομαι μαζί σας. Η σημερινή ανάρτηση λοιπόν, είναι κατά κάποιον τρόπο συμπληρωματική αυτής που θα βρείτε εδώ και τιτλοφορείται «Mad, lunatic, cretin, schizophrenic: Το λεξιλόγιο της τρέλας…». Κι ο λόγος είναι ότι στο άρθρο του «Ψυχο-παθο-λογίες», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής», στις 21/11/2004, ο κύριος Κάρολος Μπρούσαλης, δημοσιογράφος και συγγραφέας, εξηγούσε την προέλευση των λέξεων που χρησιμοποιούνται ακόμη στον Ψ χώρο, πότε πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα κι ανέφερε κι άλλες, που τελικά δεν ευδοκίμησε η χρήση τους στο γραπτό και προφορικό λόγο.

Αρχίζει λοιπόν ως εξής ο κύριος Μπρούσαλης: «Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι, για την ύπαρξη κι εδραίωση του κράτους, ο φόβος ήταν απαραίτητος. Τιμούσαν το δαίμονα Φόβο και τον αδερφό του, Δείμο, προσωποποίηση του τρόμου. Και οι δύο ήταν παιδιά του θεού Άρη και της ερωμένης του, θεάς Αφροδίτης. Το ουσιαστικό «φόβος» προέρχεται από το ποιητικό ρήμα «φέβομαι» που σημαίνει «τρομάζω και τρέπομαι σε φυγή» και που διαθέτει μόνο ενεστώτα και παρατατικό. Ο φόβος δημιούργησε το ρήμα «φοβέω-ώ» (φοβερίζω), μέσο του οποίου είναι το «φοβέομαι-ούμαι».

Με την ανάπτυξη της ψυχιατρικής, οι επιστήμονες αναζήτησαν νέες λέξεις για να ονομάσουν έννοιες που προϋπήρχαν αλλά δεν είχαν περιγραφεί. Προτάθηκε ο όρος «φοβοπάθεια» που και σήμερα υπάρχει αλλά δεν πολυχρησιμοποιείται. Προτιμήθηκε η γαλλική πρακτική. Από τη λέξη «φόβος», οι Γάλλοι έπλασαν τη λέξη phobie. Εμείς την είπαμε «φοβία». Σημαίνει τον παθολογικό φόβο που κυριεύει «νευρασθενικά» ή «υστερικά» άτομα για ασήμαντη αιτία.

Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος πιθανολογεί ότι η αρχαία λέξη «νεύρον» είναι συγγενής με τα επίθετα νέος και νεαρός. Σήμαινε αυτό που συνδέει τους αρμούς του σώματος και κατά συνεκδοχή τη δύναμη και τον τόνο αλλά και τις ίνες των φυτών. Μεταγενέστερα, με την ανάπτυξη της Ιατρικής χαρακτηρίστηκε ως αισθητήριο όργανο.

Η νεότερη επιστήμη ανακάλυψε παθήσεις των νεύρων και τις είπε «νευρώσεις«. Στα 1844, ο Απόστολος Μεγακλής πρότεινε τη λέξη νευροπάθεια. Όμως, η εισβολή νέων λέξεων σημειώθηκε στα 1892. Προτάθηκε τότε η «νευροσθένεια» που τον επόμενο χρόνο διορθώθηκε σε νευρασθένεια (πάθηση του νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από ψυχογενείς διαταραχές). Τότε πλάστηκαν και «νευροψυχώσεις» που γέννησαν τον «νευροψυχικό» (1894) και τον «νευρωσιακό» (που έγινε «νευρωσικός»), ενώ αργότερα δημιουργήθηκε και ο «νευρωτικός» (αυτός που προκαλεί πάθηση των νεύρων αλλά και ο νευροπαθης). Από το 1888 υπήρχε η Νευροπαθολογία. Στα 1892, πλάστηκαν και οι λέξεις «νευροκομείο», «ψυχοκομείο» και «φρενοκομείο», που επέζησε. Το «τρελοκομείο» υπήρχε από το 1840″.

Και συνεχίζει πιο κάτω: «Καθαρά ψυχολογική εκδήλωση φόβου είναι η «αγοραφοβία» με τον πάσχοντα να φοβάται να κυκλοφορήσει σε πολυσύχναστους χώρους. Τη λέξη εισηγήθηκε στα 1879 ο Γεώργιος Καραμήτσας, μεταγλωττίζοντας το γαλλικό agoraphobie που αποτελεί σύνθεση των ελληνικών λέξεων «αγορά» και «φόβος».

Βρίσκεται σε συνάφεια με την «ερημοφοβία«, την ψυχοπαθολογική εκδήλωση φόβου σε κάποιον που βρέθηκε σε ανοιχτό χώρο. Η λέξη πλάστηκε το 19ο αιώνα ως μετάφραση του γαλλικού maladie d’ espace. Αντίθετη προς τις δύο αυτές παθήσεις είναι η «κλειστοφοβία«, ο φόβος κάποιου όταν βρίσκεται σε κλειστό χώρο, όπως για παράδειγμα σε ασανσέρ. Η λέξη αποτελεί εξέλιξη της «κλεισιοφοβίας» που εισηγήθηκε ο Α. Γ. Μαυρουκάκης στην εφημερίδα «Άστυ», στις 22 Ιουλίου του 1894″.

Κι όσον αφορά την υστερία πλάστηκε κι αυτή από δημοσιογράφο της προαναφερθείσας εφημερίδας, όπως εξηγεί ο κύριος Μπρούσαλης, στα 1891, που απλά μεταγλώττισε κι εκείνος στα ελληνικά τη γαλλική λέξη hysterie. «Οι Γάλλοι την πήραν από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό «υστέρα» που σημαίνει «μήτρα» και προέρχεται από το θηλυκό του επιθέτου «ύστερος». Από το 1889, μιλούσαν για την ασθένεια της «υστεροκαταληψίας» και από το 1897 για την «υστεροεπιληψία», ενώ ο «υστεροεπιληπτικός» υπήρχε από το 1879. Και οι τρεις αυτές λέξεις χάθηκαν…»