Mora Ferenc Muzeum: Γεύση από Κίνα στο Szeged της Ουγγαρίας

Mora Ference Museum (φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Τα roadtrip στα Βαλκάνια και την Ευρώπη είναι φυσικά πολύ πιο προσιτά από οικονομικής πλευράς, σε σχέση μ’ ένα ταξίδι στην Κίνα (που μοιάζει μάλλον απίθανο για τα περισσότερα άτομα), κι έτσι αισθάνθηκα τυχερή πέρυσι τον Αύγουστο, όταν είδα ότι το Μουσείο Mora Ferenc στο Szeged της Ουγγαρίας, φιλοξενούσε πολλά αντικείμενα απ’ αυτή τη χώρα, στην περιοδική του έκθεση.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Γενικώς πρόκειται για ένα πολύ αξιόλογο Μουσείο με διάφορα τμήματα που μπορείτε να επισκεφτείτε κι ίσως γράψω και γι’ αυτά άλλη στιγμή, αλλά σήμερα όπως ήδη θα καταλάβατε το θέμα μας θα αφορά μόνο τα κινέζικα εκθέματα που του δάνεισε το Μουσείο της Σανγκάης και φυσικά το στρατό από τερακότα. Ο στρατός βρέθηκε όταν ανακαλύφθηκε ο τάφος του πρώτου Κινέζου αυτοκράτορα της δυναστείας Τσιν, Qin Shi Huangdi (Τσιν Σι Χουάνγκ ή Γινγκ Ζενγκ), ο οποίος είχε κυβερνήσει από το 221 έως το 210 π.Χ. Το μαυσωλείο του αυτοκράτορα βρίσκεται στην επαρχία Shaanxi και ήρθε στο φως εντελώς τυχαία τον Μάρτιο του 1974 όταν ο Yang Zhefa (κάποιοι αμφισβητούν ότι ήταν ο πρώτος) και τα έξι αδέρφια του που ήταν αγρότες (έγιναν διάσημοι αργότερα κι υπέγραφαν αυτόγραφα για το προς ζην μέχρι τα βαθιά γεράματα), καθώς έσκαβαν για ν’ ανοίξουν ένα πηγάδι προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν την ξηρασία που έπληττε τότε την περιοχή, βρήκαν θραύσματα από ανθρώπινες φιγούρες, φτιαγμένες από πηλό. Και δεν ήταν καθόλου χαρούμενοι γι’ αυτό.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Θα γράψω περισσότερα για το θέμα παρακάτω, αλλά προς το παρόν να εξηγήσω πως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αντικείμενα, της έκθεσης (που ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2024), ήταν αυτή η ολόσωμη ταφική πανοπλία που βλέπετε στην επόμενη φωτογραφία κι είναι φτιαγμένη από περίπου 2.000 κομμάτια γυαλισμένου νεφρίτη, που συνδέονται με χρυσές κι ασημένιες κλωστές. Τέτοιες πανοπλίες χρησιμοποιούνταν μόνο για την ταφή των υψηλόβαθμων αξιωματούχων, έχουν βρεθεί μόνο ελάχιστες (μόλις περισσότερες από 20) κατά τη διάρκεια ανασκαφών και σπάνια εκτίθενται εκτός Κίνας, όπως μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Όχι μόνο αυτή είναι κατασκευασμένη από το ειδικό ορυκτό, αλλά και έτερα μικροαντικείμενα από νεφρίτη τοποθετήθηκαν στα εννέα στόμια του σώματος του νεκρού για να αποτρέψουν την αναχώρηση της ψυχής. Η φωτογραφία της συγκεκριμένης πανοπλίας υπήρχε και στα εισιτήρια εισόδου της περιοδικής έκθεσης, πράγμα που συνηγορεί στη σπουδαιότητα του εκθέματος. Ίσως με μια τέτοια να τάφηκε ο πρώτος Αυτοκράτορας της Κίνας, πιθανολογούν οι ειδικοί.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Η έκθεση γενικότερα, ταξίδεψε τους επισκέπτες μέσω τεσσάρων ενοτήτων. Η πρώτη ενότητα διερευνούσε την καθημερινή ζωή μέσα από κεραμικά τάφου που σχεδιάστηκαν για να αντιπροσωπεύουν το περιβάλλον του νεκρού. Η επόμενη ενότητα παρουσίαζε τα αντικείμενα κυριαρχίας: σφραγίδες, όπλα κατάκτησης και αντικείμενα από νεφρίτη (όπως ήδη ανέφερα) που συμβόλιζαν την εξουσία. Βλέπετε επίσης στην ακόλουθη φωτογραφία μια μπρούτζινη άμαξα σε μικρογραφία που μοιάζει μ’ αυτή ακριβώς με την οποία περιόδευε ο Αυτοκράτορας.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Το τελευταίο τμήμα της έκθεσης, που εγκαινιάστηκε τη Νύχτα των Μουσείων, επικεντρώθηκε στη σχέση της αρχαίας Κίνας με τον έξω κόσμο, με τον Δρόμο του Μεταξιού που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Χαν. Υπήρχαν επίσης αντικείμενα ανθρώπων που ζουν στα σύνορα της Κίνας, συμπεριλαμβανομένων των Ασιατών Ούννων.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Πέρα απ’ αυτά τα εκθέματα βέβαια, το ενδιαφέρον του κοινού συγκέντρωσαν οι πολεμιστές που είναι κατασκευασμένοι από τον ίδιο πηλό με τον στρατό από τερακότα και είναι αληθινοί σε μέγεθος, σχήμα και λεπτομέρειες (8.000 περίπου βρέθηκαν τότε, της περιόδου γύρω στο 220 π.Χ), κι όπως ήδη εξήγησα υπήρχαν κοντά στον τάφο του Qin Shi Huangdi, του πρώτου αυτοκράτορα της Κίνας, σε τέσσερις συνολικά υπόγειους θαλάμους (λάκκους). Καθένα απ’ αυτά τα γλυπτά είχε διαφορετικά ζωγραφισμένα πρόσωπα (ύποπτα τέλεια βέβαια) και ρούχα αλλά μόλις ήρθαν σ’ επαφή με τον αέρα τα χρώματα σχεδόν εξαφανίστηκαν πέφτοντας σαν σκόνη στο έδαφος. Σε λίγα γλυπτά πάντως διακρίνονται ακόμη κι έτσι μπορούμε να καταλάβουμε πως έμοιαζαν αρχικά.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Ο κοίλος κορμός των πολεμιστών ήταν φτιαγμένος από πηλό, τα χέρια και τα πόδια είχαν κατασκευαστεί με τον ίδιο τρόπο και ακολούθως είχαν προσαρμοστεί στο σώμα. Η κάθε μορφή πλενόταν στη συνέχεια από τους αγγειοπλάστες που προσάρμοζαν και χειροποίητα ρούχα, τα οποία ήταν φτιαγμένα για να αντιστοιχούν σε διάφορους τύπους στολών. Η τελική εκδοχή του κορμού χωρίς κεφάλι στέγνωσε σε κλίβανο με άνθρακα του οποίου η θερμοκρασία έπρεπε να φτάσει τους χίλιους βαθμούς κελσίου για περίοδο πέντε ημερών. Τα κεφάλια διαμορφώθηκαν ξεχωριστά από εξειδικευμένους τεχνίτες, από λεπτό στρώμα πηλού για να σχηματίσουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα ιδιαίτερα χτενίσματα και φυσικά τις εκφράσεις του κάθε προσώπου.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Κατά τη διάρκεια των εργασιών της ανασκαφής ανακαλύφθηκαν γραφές σε κρυφές πτυχές των γλυπτών. Αυτά τα γραπτά μπορούν να θεωρηθούν ένα είδος πιστοποιητικών σημάτων ποιότητας, τα οποία αφαιρούν το πέπλο της ανωνυμίας από τα γλυπτά και παρέχουν τα ονόματα 87 διαφορετικών ανθρώπων που ήταν επικεφαλείς κι είχαν ως αποστολή τη δημιουργία τους. Καθένας τους είχε μαζί του 10 επιδέξιους τεχνίτες, οι οποίοι δούλευαν πάνω στα γλυπτά. Αυτή η ομάδα, με τον κάθε επικεφαλή ήταν σε θέση να παράγει ένα γλυπτό το πολύ το μήνα. Οι εργασίες είχαν αρχίσει 11 χρόνια πριν το θάνατο του αυτοκράτορα και όσον αφορά τα πρόσωπα των στρατιωτών, πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν μεταξύ άλλων και διάφοροι δούλοι, αλλά κυρίως στρατιώτες. Κανένα γλυπτό δεν είναι όμοιο με άλλα, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του προσώπου (και γεννιέται εδώ ένα ερώτημα σχετικά με το πόση ατομικότητα χωράει σ’ ένα στρατό, έστω κι τέτοιου είδους).

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Όσον αφορά τα μαλλιά των στρατιωτικών, μπορούμε να αναγνωρίσουμε απ’ αυτά τα τυπικά χτενίσματα, τις τάξεις των ανώτερων αξιωματικών και στρατηγών. Συνοδεύονται με όμορφα καλύμματα κεφαλής ή είναι χτενισμένα σε σχήμα που να θυμίζει πουλί. Και με την ευκαιρία να σημειώσω εδώ πως βρέθηκαν στην ανασκαφή και μπρούτζινοι κύκνοι κι άλλα πουλιά που συμβόλιζαν τη μακροζωία.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Από τις στάσεις των πολεμιστών τώρα, είναι φανερό ότι συνήθιζαν να κρατούν όπλα στα χέρια τους. Ωστόσο, μόνο λίγα όπλα, αληθινά μάλιστα, βρέθηκαν. Οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι τα όπλα κλάπηκαν, όταν ο στρατός από τερακότα λεηλατήθηκε από τον επαναστάτη ηγέτη Manga γύρω στο 206 π.Χ. Με μια προσεκτική εξέταση των χεριών των πολεμιστών μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι κάποιοι από αυτούς έχουν τα χέρια καλά κλεισμένα σε γροθιά, ενώ άλλοι έχουν πιο χαλαρά δάχτυλα σαν να κρατούσαν π.χ. ένα δόρυ (βρέθηκαν άλλωστε και βαλλίστρες στο δεύτερο θάλαμο, όταν έγιναν οι ανασκαφές, καθώς και ξίφη στον πρώτο) κι άλλοι έχουν σφίξει ή λυγίσει μόνο μερικά δάχτυλα. Κι επειδή υπήρχαν και ιππείς βλέπετε και την ακόλουθη φωτογραφία.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Τα άλογα για το ιππικό επιλέχθηκαν από την καλύτερη ράτσα της εποχής με ιδιαίτερη έμφαση στην ταχύτητα και την αντοχή. Οι Τσιν άλλωστε, είχαν συχνές επαφές με νομάδες κατά μήκος των δυτικών συνόρων. Το μήκος στα σώματα των αλόγων, που αποτελούσαν ουσιαστικά μέρος του στρατού από τερακότα, έφτανε το 170-220 εκατοστά που αντιστοιχούσαν στις τότε μεγαλύτερες διαστάσεις. Αυτά τα ζώα με δυνατό σκελετό που φέρουν σέλα (κι έχει σημασία αυτό), δεν εμφανίζουν πάντως ιδιαίτερα ανατομικά χαρακτηριστικά.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Και για το τέλος, άφησα το κεντρικό πρόσωπο, πίσω απ’ όλα αυτά, τον αυτοκράτορα δηλαδή, του οποίου ο τάφος δεν έχει ανοιχθεί ποτέ (εδώ αναφέρονται κάποιοι απ’ τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό κι εδώ θα βρείτε ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ), ενώ μεγάλα τμήματα της νεκρόπολης που περιβάλλει το μαυσωλείο έχουν εξερευνηθεί. Στο βιβλιαράκι που συνόδευε τη συγκεκριμένη έκθεση κι ήταν ένα είδους οδηγός στον οποίο βασίστηκα κι εγώ για να γράψω την ανάρτηση, υπήρχαν φυσικά πολλές πληροφορίες και για ‘κεινον, που ενοποιησε την Κίνα. Αντί να τις γράψω όμως, σας προτείνω να δείτε κι αυτό το ντοκιμαντέρ που σχετίζεται με το προηγούμενο που αναφέρω κι αποτυπώνει και το κλίμα της εποχής του.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Κι υπάρχει επίσης κι αυτό το συναρπαστικό βιβλίο του John Man, αν θέλετε να εντρυφησετε περισσότερο στα του πήλινου στρατού. Γιατί; Επειδή, δεν είναι όλα όπως φαίνονται τόσο σχετικά με την ανακάλυψή του (όπως ήδη υπαινίχθηκα στην αρχή έχοντας υπόψη μου το περιεχόμενό του) όσο και σχετικά με την αξιοποίηση του. Έτσι, μεταξύ άλλων, όπως γράφει στον πρόλογό του: «Η άποψή μας γι’ αυτούς (τους στρατιώτες) παραμορφώνεται από γεγονότα: από τη φωτιά που τους κατέστρεψε, από το πέρασμα του χρόνου που τους απογύμνωσε από τα χρώματα, από την επιθυμία να τους δούμε παρατεταγμένους στο χώρο της παρέλασης – μια προοπτική που κανείς δεν είχε ποτέ μέχρι το άνοιγμα του πρώτου θαλάμου το 1979. Ίσως το πιο εκπληκτικό πράγμα για τον Στρατό είναι η σύγχρονη σημασία του. Εμφανίστηκε στο φως της δημοσιότητας μόνο επειδή ο χαρακτήρας και τα επιτεύγματα του Πρώτου Αυτοκράτορα ταίριαζαν στην εποχή, όπως ορίζονταν από τον εμπνευσμένο, αυταρχικό, αδίστακτο, οικοδόμο του έθνους τον Μάο Τσε Τουνγκ, με αποτέλεσμα ο Στρατός να ξεφύγει από τον αρχικό του σκοπό που ήταν η άμυνα ενάντια στα κακοήθη πνεύματα, και να φτάσει να υποστηρίξει το έθνος, στο παρελθόν και στο παρόν».

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Δεν είναι αρκετοί λόγοι αυτοί για να διαβάσετε το βιβλίο; Αναμφίβολα ναι. Όσο για μένα, μέχρι την επόμενη φορά που θα τα πούμε από ‘δω, κρατάω πολλά στη μνήμη μου απ’ αυτήν την επίσκεψη στην τόσο όμορφη πόλη της Ουγγαρίας.-

*Όλες οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν από μένα και κάποιες έχουν ανέβει και στον προσωπικό λογαριασμό που διατηρώ στο Instagram.

Αφιέρωμα στο Σάντορ Μάραϊ…

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Δεν μπορεί να απαιτεί κανείς από έναν συγγραφέα να περιφέρεται μονίμως με επίσημο ένδυμα, να παίρνει μονίμως τραγικές πόζες… Έρχεται μια στιγμή, που δεν έχει καμιά όρεξη να παραμείνει πιστός στο ανθρώπινο είδος.

Σάντορ Μάραϊ (απόσπασμα απ το βιβλίο “Εμείς κι αυτός”, μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Ωκεανίδα, 2008)

Ο Σάντορ Μάραϊ (Sándor Márai) γεννήθηκε στις 11 Απριλίου του 1900 στην Κάσσα της Ουγγαρίας η οποία μετά τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας το 1918 δόθηκε στην Τσεχοσλοβακία και δεν είναι άλλη απ’ την σημερινή πόλη Košice της ανατολικής Σλοβακίας. Βρέθηκα εκεί τον περασμένο Ιούλιο, τράβηξα μερικές φωτογραφίες το άγαλμά του (υπάρχει κι ένα Μουσείο αφιερωμένο σε ‘κείνον και το έργο του), διαπίστωσα ότι δεν είναι και πάρα πολλές οι σχετικές πληροφορίες που βρίσκουμε στα ελληνικά (κι όσες υπάρχουν είναι σκόρπιες), κι αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αφορμή για τη σημερινή ανάρτηση. Θα σας γράψω λοιπόν, όσα περισσότερα μπορώ για τη ζωή του και θα συγκεντρώσω στο τέλος συνδέσμους που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Ο Μάραϊ καταγόταν από ντόπια, πλούσια οικογένεια, που ανήκε στη μεσαία τάξη. Ήταν ο μεγαλύτερος απο τέσσερα παιδιά και μεγάλωσε με μια κληρονομιά ισχυρών κοινωνικών, πνευματικών και οικογενειακών αξιών, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στα γραπτά του (η πρώτη του ιστορία δημοσιεύτηκε όταν ήταν μόλις 15 ετών), για την «παλιά» και τη «νέα» Ευρώπη. Πριν γράψει για παράδειγμα, τα Απομνημονεύματα της Ουγγαρίας, πέρασε ένα σημαντικό μέρος της ζωής του σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, όπως η Φρανκφούρτη, το Βερολίνο, το Παρίσι. Αυτή η πτυχή του βίου του είναι απαραίτητη για την κατανόηση της φιλοσοφικής του γραφής, καθώς η εμπειρία και η γνώση που είχε από πρώτο χέρι διαφόρων πολιτισμών και πνευματικών κύκλων πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο του επέτρεψαν να γράψει εκτενώς για τη Δυτική Ευρώπη που γνώριζε, αλλά και για την Ευρώπη που δημιουργήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής καθεστώτων σοβιετικού τύπου στην Ουγγαρία κι αλλού. Όπως ο ίδιος ο Μάραϊ αναγνώριζε, αυτά δεν ήταν μόνο τα απομνημονεύματα της Ουγγαρίας, αλλά και της Ευρώπης στο σύνολό της .

Το 1919, φοβούμενος πολιτικές καταστολές, μετακόμισε στη Γερμανία και άρχισε να σπουδάζει δημοσιογραφία. Εργάστηκε κατόπιν ως δημοσιογράφος στην περίφημη «Frankfurter Zeitung» και μετά από δύο χρόνια ζωής στο Παρίσι, εγκαταστάθηκε στη Βουδαπέστη (όπου και πάλι βιοπορίστηκε απ’ τη δημοσιογραφία, όντας συντάκτης της «Budapesti Napló»), το 1928. Στο μεταξύ παντρεύτηκε μια Εβραία, τη Λόλα Μάτσνερ (Lola Matzner), που γνώρισε τυχαία σε ένα καφέ του Βερολίνου. Μίλησαν, πήγαν σε μια όπερα και λίγους μήνες αργότερα παντρεύτηκαν, άκρως αντισυμβατικά, με πολιτικό γάμο. Το 1939 η Λόλα γέννησε έναν γιο, τον Κριστόφ, ο οποίος πέθανε μετά από μερικές εβδομάδες, από εσωτερική αιμορραγία. Ήταν μια τρομερή απώλεια και για τους δύο τους. Η γραφή τον βοήθησε να βρει και πάλι μια διέξοδο.

Υπήρξε επίσης κριτικός λογοτεχνίας κι ήταν εκείνος που έγραψε πρώτος άρθρα για τον Φραντς Κάφκα, μυθιστορήματα του οποίου μετέφρασε στα ουγγρικά. Παράλληλα, έγραφε και τα δικά του βιβλία. Τα μυθιστορήματά του γνώρισαν άμεση επιτυχία («The Rebels», 1930, «Casanova in Bolzano», 1940, «Embers», 1942).

Απέκτησε φήμη λοιπόν τη δεκαετία του ’30 ως παραγωγικός δραματουργός και μυθιστοριογράφος, δημοσιεύοντας συνολικά δεκαέξι βιβλία μόνο εκείνη τη δεκαετία. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, απάντησε στο αυταρχικό καθεστώς της Ουγγαρίας και στη συμμαχία με τη ναζιστική Γερμανία, όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, «στρεφόμενος εντελώς προς τα μέσα, προς το έργο μου». Η παραγωγή των δεκατεσσάρων βιβλίων του κατά τα χρόνια του πολέμου μαρτυρεί αυτή την «εσωτερική μετανάστευση». Οκτώ άλλα βιβλία εμφανίστηκαν από το 1945 έως το 1948.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Το 1948 η Ουγγαρία τέθηκε υπό τον κομμουνιστικό ζυγό: ο Σαντόρ Μάραϊ καταδικάστηκε από τις νέες δυνάμεις ως «αστός συγγραφέας» και αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί, πρώτα στην Ελβετία, μετέπειτα στην Ιταλία (εργάστηκε τότε στο «Radio Free Europe«), πριν εγκατασταθεί οριστικά στις Ηνωμένες Πολιτείες (αρχικά στη Νέα Υόρκη και μετέπειτα στο Σαν Ντιέγκο), με τη σύζυγό του Λόλα, το 1979.

Το 1956 μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Ουγγαρία, έδειξε την αντίθεσή του στον κομμουνισμό αρνούμενος να αφήσει τα έργα του να εκδοθούν στις «κατεχόμενες» χώρες.

Στην Καλιφόρνια συνέχισε να γράφει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, απομνημονεύματα, πάντα στα ουγγρικά. Kέρδισε το βραβείο Kossuth, αλλά έξω από τη χώρα γέννησής του, το έργο του δυσκολευόταν να βρει κοινό.

Έμεινε χήρος το 1986, και μετά το θάνατο και του θετού του γιου το 1987, ζώντας σε μια διαρκώς επιδεινούμενη απομόνωση, αυτοκτόνησε (αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι) σε ηλικία 89 ετών στις 21 Φεβρουαρίου 1989. Οι στάχτες του σκορπίστηκαν στον Ειρηνικό.

Το έργο του, που παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άγνωστο εκτός Ουγγαρίας κατά τη διάρκεια της ζωής του, ανακαλύφθηκε εκ νέου τη δεκαετία του ’90, το 1998 συγκεκριμένα, όταν ο Roberto Calasso του εκδοτικού οίκου «Adelphi» κυκλοφόρησε μια ιταλική μετάφραση του «Embers» («Οι στάχτες») που έγινε best seller. Λίγο αργότερα, το μυθιστόρημα εμφανίστηκε στα γερμανικά και ένας κριτικός της «Die Zeit» δήλωσε ότι «ο Marai ανήκε στην εταιρεία του Joseph Roth, του Stefan Zweig, του Robert Musil» και «ακόμη και του Thomas Mann και του Franz Kafka».

Ο Σάντορ Μάραϊ παρουσιάστηκε στους αγγλόφωνους αναγνώστες το 2001 με τη μετάφραση της Carol Brown Janeway του ίδιου βιβλίου. Σήμερα τα έργα του, που οι κριτικοί λένε ότι διακρίνονται από θεατρικότητα, μεταφράζονται σε πολλές χώρες, μεταφέρονται στον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο κι εκείνος θεωρείται εν κατακλείδι, ως μια σημαντική μορφή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα.

Στα ελληνικά κυκλοφόρησαν απ’ τις εκδόσεις “Ωκεανίδα» τα βιβλία του: “Οι στάχτες” (2000), “Η κληρονομιά της Έστερ”, (2001), “Η παράσταση στο Μπολτσάνο” (2002), “Εμείς κι αυτός” (2008). Αποσπάσματα απ’ το μυθιστόρημα: «Η παράσταση στο Μπολτζάνο» θα βρείτε εδώ, κάποια μικρά αποσπάσματα υπάρχουν επίσης εδώ κι εδώ μπορείτε να διαβάσετε την πολύ μικρή ιστορία “Ο αριθμός τηλεφώνου”.

Αν κι επέμενε ότι δεν ήταν ποιητής, όπως θα διαβάσετε εδώ, έγραψε δύο απ’ τα πιο δημοφιλή ουγγρικά ποιήματα, το «Funeral Oration» και το «Angel from Heaven».

Όσο για μένα, που πολύ με συγκινεί και το ποίημά του «Credo (Quia Absurdum)», πιστεύω ότι κάλυψα κάποια κενά για τον συγκεκριμένο συγγραφέα γράφοντας τα παραπάνω, και την επόμενη φορά που θα βρεθώ στο Κόσιτσε, ίσως μπω και στο Μουσείο του…

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

.

*Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν από μένα στο Košice της Σλοβακίας στις 22/7/2023 κι έχουν ανέβει στον προσωπικό λογαριασμό που διατηρώ στο Instagram.

ΠΗΓΕΣ:

1. https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=19217

2. https://www.elogos.gr/chapter1/chapter0008.htm

3. https://scorpiafilla.blogspot.com/2014/11/sandor-marai.html

4.http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2009/07/35.html

5. https://www.imdb.com/name/nm0617252/

6. https://fresques.ina.fr/europe-des-cultures-en/fiche-media/Europe00333/sandor-marai-memoir-of-hungary.html

7.https://herito.pl/en/autor/sandor-marai/

8.https://www.bookforum.com/print/1504/characters-in-sandor-marai-s-novels-behave-like-actors-hiding-their-true-selves-from-readers-but-could-marai-see-behind-the-masks-of-his-own-creations-2976

9.https://kafkadesk.org/2021/03/09/sandor-marai-and-the-fight-against-totalitarianism-and-nihilism/

10.https://kafkadesk.org/2019/10/08/sandor-marai-and-the-memory-of-exile/