Xωρίς τύψεις

Ήταν ψηλός, ξερακιανός, με βαθουλωμένα μάγουλα. Είχε μόνιμα καρφωμένο στο στόμα ένα γλυκόπικρο χαμόγελο και δυο μάτια κολυμπήθρες του Σιλωάμ. Ζούσε μονάχος σε μια παλιά μονοκατοικία στα Κάτω Πετράλωνα, περιστοιχισμένος απ’ την οργιώδη βλάστηση του μικρού του κήπου. Κανείς δεν ήξερε τι έκανε τα πρωινά. Όσο νωρίς κι αν ξυπνούσαν οι γείτονες, εκείνος είχε ήδη φύγει, άγνωστο για που. Δεν τον είδαν ποτέ στη στάση του λεωφορείου, αλλά ούτε και φαινόταν άνθρωπος που έχει αυτοκίνητο. Φορούσε σκούρα παλιομοδίτικα ρούχα χειμώνα-καλοκαίρι και τους σκανδάλιζε τ’ απογεύματα, με το να κάθεται ώρες στην αιώρα του κήπου, μη κάνοντας απολύτως τίποτα. Και να πεις ότι παρατηρούσε κανέναν; Ούτε τα ονόματα των γειτόνων δεν ήξερε. Και γιατί να τα ξέρει δηλαδή, αφού δεν τους μιλούσε ποτέ; Που και που όμως έγνεφε σα να χαιρετούσε μερικούς απ’ αυτούς. Αλλά και πάλι, δεν ήταν σίγουρο.

Άφηνε πάντα ολάνοιχτα τα παράθυρα και φαινόταν έτσι τα λιγοστά έπιπλα των δωματίων. Μόνο αυτά, όμως. Γιατί κατά τ’ άλλα, ούτε φωτογραφίες υπήρχαν πουθενά, ούτε ενθύμια από ταξίδια, ούτε βιβλία, ούτε κάδρα. Ακόμα κι αν έσπαζες το κεφάλι σου να βγάλεις συμπέρασμα για τη ζωή του, τίποτα δεν θα κατάφερνες. Έμοιαζε σα να μην έχει ζωή. Ίσως μάλιστα ούτε λέξη ανθρώπου να μην είχε ακουστεί ποτέ στο σπίτι του, αφού κανείς δεν τον επισκεπτόταν. Κι οι γείτονες όσο κι αν κρυφάκουσαν, δεν τον τσάκωσαν να μιλάει μόνος του…

Μοναδική εξαίρεση σ’ όλο το σκηνικό, κάτι γράμματα που λάβαινε συχνά-πυκνά. Γράμματα από διάφορους ανθρώπους κι από πολλά μέρη του κόσμου. Αν δεν ήταν ο κυρ-Κώστας, -ο ταχυδρόμος ντε-, ακόμη θα νόμιζαν ότι είναι ξένος. Όμως όχι, εκείνος τους το ΄πε καθαρά: Μανούσο τον λένε. Έλληνας είναι οπωσδήποτε. Αλλά και Κανένα να τον λέγανε πάλι αυτό δε θ’ άλλαζε τίποτα.

Το χειμώνα, όταν τα σύννεφα κατέβαιναν χαμηλά κι ο ορίζοντας έκλεινε, καθόταν στο περβάζι, στο παράθυρο και κοίταζε τη βροχή. Ήρεμος, ανέκφραστος. Σα να μην περίμενε πια καμιά έκπληξη. Λες και τα ερωτήματά του είχαν προ πολλού απαντηθεί.

Πρωτόρθε στα Κάτω Πετράλωνα πριν δυο χρόνια περίπου. Προσπάθησαν τότε οι γείτονες να τον πλησιάσουν, αλλά μάταια. Του μιλούσαν αλλά ήταν σα να μην τους άκουγε ή σαν να μην τον ενδιέφερε να τους ακούσει. Έτσι αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Στου κουφού την πόρτα… Οπωσδήποτε είχε κάτι να κρύψει. Αν ήταν καλός άνθρωπος το σπίτι του θα’ ταν ανοιχτό. Όπως το δικό τους. Αλλά δεν.

Ο καθένας πίστευε λοιπόν ό,τι ήθελε γι’ αυτόν τον ακατανόητο. Με το που φαινότανε πάντως κάνας αστυνομικός στη συνοικία, ο νους τους στο ίδιο πρόσωπο πήγαινε. Και για να λέμε την αλήθεια, πολύ απογοητεύονταν όταν το όργανο της τάξης ξεμάκραινε, χωρίς ν’ ασχοληθεί ούτε λεπτό μαζί του. Κάτι τέτοια βλέπανε και σηκωνότανε η τρίχα τους. Εμ εκεί που κατάντησε η αστυνομία, πως να μην είναι όλοι οι κακούργοι έξω;

Πάντως είχαν αποκτήσει οι ώρες τους ενδιαφέρον με το να τον σχολιάζουν νυχθημερόν. Αυτό όμως δεν ήταν απ’ τα πράγματα που θα παραδέχονταν ποτέ. Μόνο, μερικές φορές περνούσε απ’ το μυαλό τους η σκέψη σαν ενοχλητική μύγα την ώρα της μεσημεριανής ξεκούρασης… Κι έκαναν έτσι δα με το χέρι τους και την απόδιωχναν. Χωρίς τύψεις.

Όταν το πρώτο απόγευμα μετά από μήνες δεν τον είδαν στην αιώρα, παραξενεύτηκαν. Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν κλεισμένα με το μάνταλο, φάκα. Κι απ’ το μικρό άνοιγμα που σχημάτιζαν οι γρίλιες δε φαινόταν καμιά κίνηση. Ούτε το βράδυ άναψε μέσα φως, ούτε ακούστηκε κανένας θόρυβος. Απόλυτη σιωπή.

Όλοι στη γειτονιά κοιμήθηκαν ανήσυχα εκείνη τη νύχτα. Με το που ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, άρχισαν τα ψου-ψου να δίνουν και να παίρνουν. Δεν έλειπε ποτέ και το πρόγραμμά του ήταν συγκεκριμένο όσο να πεις. Γι’ αυτό τους παραξένεψε τόσο εκείνη η απουσία. Δεν μπορεί, κάτι κακό θα συνέβαινε. Ο νους τους πήγαινε σε αρρώστια ή ακόμα χειρότερα, σε θάνατο. Ή έτσι ήθελαν τουλάχιστον να δηλώνουν, κρύβοντας πίσω απ’ το επιτηδευμένο ενδιαφέρον την πρόστυχη περιέργειά τους. Κοίταζαν το παράθυρο. Μισόκλειστο, όπως ακριβώς και χτες. Ολόκληρο «συμβούλιο» έγινε μπας και βγάλουν άκρη, αλλά δεν ήταν εύκολο. Τελικά ένας-δυό πήραν πρωτοβουλία και προέτρεψαν και τους άλλους να περιμένουν. Να δείξει το πράγμα…

Κι όμως. Κάποιος τους, πέρασε το κατώφλι του ξένου σπιτιού στα σκοτεινά. Γιατί η νύχτα δυστυχώς ή ευτυχώς, όλους τους κρύβει. Και σπλαχνικούς και ξεδιάντροπους. Σημασία έχει πως το άλλο πρωί, αν μη τι άλλο, έμαθαν ότι εκείνος δεν ήταν μέσα. Τώρα, ποιος το πρωτόπε σε ποιον; Άγνωστο. Κανείς Δε θυμόταν. Ή βρε αδερφέ, κανείς δεν ενδιαφερόταν να θυμάται. Αυτά θα κοίταζαν;

Έπειτα -θα πέρασε μια βδομάδα- αποφάσισαν να μπουν όλοι μαζί. Να δουν τι συμβαίνει. Κι αν ήταν απαραίτητο, να ειδοποιήσουν την Αστυνομία. Να τον αναζητήσουν… Τι κι αν δεν τους έδινε σημασία ποτέ; Σαν πιστοί Χριστιανοί, είχαν χρέος να νοιαστούν. Κάτι τέτοιο είχε κάνει κι ο Καλός Σαμαρείτης. Το θυμόταν απ’ αυτά που τους διάβαζε ο παπάς τις Κυριακές. Μερικοί βέβαια ψέλλισαν ότι ίσως δεν ήταν σωστό αλλά προτίμησαν απλώς να απέχουν. Το βρήκαν προτιμότερο απ’ το να τα βάλουν με τους πολλούς, που ήδη άρχισαν να μπαίνουν…

Έτριξε η καγκελόπορτα του κήπου, σα να διαμαρτυρόταν για τις τόσες παρουσίες. Έτριξε και το μάνταλο του παραθυριού αλλά άνοιξε. Τα τζάμια ήταν σπασμένα. Θρύψαλα. Το σπίτι τους παραδόθηκε κι άρχισαν το σουλάτσο στα σπλάχνα του. Έψαχναν σαν μανιακοί. Μαζί κι ο κυρ-Κώστας, ο ταχυδρόμος.

Όλα πέρασαν απ’ τον έλεγχό τους: τα λιγοστά του κατσαρολικά, τα τριμμένα του ρούχα, τα μπουκάλια με τα φάρμακά του. Όλα. Δεν τους ευχαρίστησε τίποτα απ’ αυτά όμως, γιατί τίποτα απ’ αυτά δεν τους βοήθησε να τρυπώσουν στη ζωή του. Συνέχισαν να ψάχνουν. Πιο εντατικά. Σαν τα όρνια που γυρεύουν πτώματα. Δεν ήταν παράξενο λοιπόν που άφησαν ένα στεναγμό ανακούφισης, όταν επιτέλους τα βρήκαν. Φώναξαν τον κυρ-Κώστα, που έμεινε άναυδος. Όλα τα γράμματα που του ‘φερνε τόσους μήνες με τα χέρια του, ήταν εκεί. Στη μαξιλαροθήκη τα είχε. Ανέγγιχτα! Κλειστά!

Ένα σούσουρο σκέπασε όλους τους άλλους θορύβους. Μα τι είδους άνθρωπος ήταν; Ακούς εκεί να μην ανοίγει τους φακέλους. Που ξανακούστηκε; Να λαβαίνεις ένα γράμμα και να το κρατάς κλειστό; Να μη λαχταράς να μάθεις τα νέα που σου φέρνει, τις λύπες και τις χαρές εκείνων που σου γράφουν. Που ξανακούστηκε;

Δεν το σκέφτηκαν καθόλου. Ο καθένας τους άρχισε ν’ ανοίγει κι από ένα. Καυγάδες γίνονταν δε για τους φακέλους που είχαν γυναίκα αποστολέα. Εμ, εκεί ήτανε το ζουμί. Στη μάνα και στις φιλενάδες. Διάβαζαν, διάβαζαν κι η ανησυχία τους μεγάλωνε μην και δεν προλάβουν να τα διαβάσουν όλα. Είχαν τη μοναδική ευκαιρία να μάθουν. Να χώσουν τα δάχτυλα και τα μάτια τους αδιακρίτως στα μυστικά του. Δε θα την άφηναν φυσικά να πάει χαμένη.

Απ’ την άλλη όσο διάβαζαν, τόσο πιο δυνατοί αισθανόταν. Γιατί σαν κι αυτούς ήταν κι εκείνος. Καθρέφτης τους. Τους έκανε καλό που το μάθαιναν, μετά από τόσο καιρό που ζούσαν με την αγωνία του. Και θα’ ταν σχεδόν ευτυχισμένοι αν δεν… εμφανιζόταν από κάπου στα ξαφνικά. Εμφανίστηκε όμως. Κι η καγκελόπορτα δεν έτριξε για να τους ειδοποιήσει. Τους έπιασε στα πράσα. Τα κατάλαβε όλα με μιας.

Οι γείτονες πάγωσαν. Κατάπιαν τη μιλιά τους. Ποιος ξέρει. Μπορεί και να τους σκότωνε ο αφιλότιμος. Όλα πρέπει να τα περιμένει κανείς από έναν τέτοιο άνθρωπο. Ο χρόνος έμοιαζε να ’χει πετρώσει. Τα δευτερόλεπτα τους έγδερναν σαν δίσεκτα χρόνια. Αργά-αργά.

Όταν εκείνος πια αποφάσισε να προχωρήσει προς το μέρος τους, έκαναν πίσω φοβισμένοι. Άπλωσε το χέρι… και τα μάτια τους πετάχτηκαν έξω απ’ τις κόγχες. Ύστερα… τους χαιρέτησε όλους με τα ονόματά τους, ο μπάσταρδος! Όλους. Και τον κυρ-Κώστα. Τελείωσε, κι έσκυψε το κεφάλι, Σα να ντρεπόταν, Σα ν’ αηδίαζε. Αλλά το χαμόγελο, χαμόγελο. Σκοτεινό και σαρδόνιο, όπως κι η αφεντιά του.

Ξεχώρισε ήσυχα μετά, χωρίς να βιάζεται, μόνο τους κλειστούς φακέλους, -τους λιγοστούς που είχαν απομείνει-, τους έχωσε στη φαρδιά τσέπη του μαύρου του παλτού και βγήκε. Ούτε πίσω του κοίταξε. Μόνο η καγκελόπορτα έτριξε.

Έκαναν ώρα να μιλήσουν. Και τι να έλεγαν; Ήταν τέτοια η έκπληξη και η οργή τους, που καμιά φράση Δε θα μπορούσε να περιγράψει ότι ένιωθαν. Ακούς εκεί να τους χαιρετήσει με τα ονόματά τους το καθίκι, ο υποκριτής! Σουλατσάριζε μπρος τους σαν παρθένα χαμηλοβλεπούσα κι όλα τα παρατηρούσε απ’ την αιώρα του ο τσόγλανος. Και ας σφύριζε αδιάφορα.

Το μίσος που κυριάρχησε στη γειτονιά για καιρό ήταν τέτοιο, που πολλοί έλεγαν ότι αν περνούσε από κει να πάρει τα υπόλοιπα πράγματά του, κανείς δε θα τον γλύτωνε απ’ τα χέρια τους. Αλλά δεν πέρασε. Ξεχάστηκε με τον καιρό το περιστατικό. Μόνο να, ύστερα από μήνες κάποιος τον είδε στην Κοκκινιά. Ήταν ξαπλωμένος σε μια αιώρα. Στην αυλή μιας μικρής μονοκατοικίας με κήπο. Φορούσε τα ίδια παλιομοδίτικα ρούχα, κι όπως είπαν οι γείτονες, λάβαινε κάτι γράμματα που και που. Σχέσεις πάντως, με κανέναν δεν είχε. –

Αικατερίνη Τεμπέλη

Δημοσιεύθηκε από

aikaterinitempeli

Η Αικατερίνη Τεμπέλη γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά έζησε μερικά απ’ τα πιο ενδιαφέροντα χρόνια της ζωής της στη Θεσσαλονίκη και στο Ηράκλειο, όπου σπούδασε αντίστοιχα Ψυχολογία και Κοινωνική Εργασία. Στην Αθήνα εκπαιδεύτηκε στην οικογενειακή θεραπεία (Μονάδα Οικογενειακής Θεραπείας-ΨΝΑ) και στην βραχεία ψυχοθεραπεία. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής για 2 χρόνια στο “Θέατρο των Αλλαγών” και μονωδίας για 3 χρόνια στο “Ολυμπιακό Ωδείο” Ηρακλείου. Εργάστηκε για πάνω από μια δεκαετία στο ραδιόφωνο (Ράδιο Κρήτη, 9,84, Studio 19, ΕΡΑ Ηρακλείου, 102-ΕΡΤ 3 κ.ά.) ως παραγωγός και παρουσιάστρια ραδιοφωνικών εκπομπών, καθώς και σε γνωστά περιοδικά κι εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Το 1993 κέρδισε το Α' Πανελλήνιο βραβείο, σε γραπτό διαγωνισμό της Deutsche Welle, με θέμα το ρατσισμό κι εκπροσώπησε τη χώρα μας στην Κολωνία. Τον επόμενο χρόνο, το 1994, πήρε Διάκριση στον Παγκρήτιο Διαγωνισμό Ποίησης. Σήμερα ζει στην Αθήνα και ταξιδεύει πάντα στις ζωές των άλλων. Τις νύχτες γράφει στίχους, που μελοποιεί συνήθως ο Παναγιώτης Λιανός. "Το ποτάμι στον καθρέφτη" είναι το τρίτο της βιβλίο και κυκλοφορεί απ' την "Άνεμος εκδοτική". Προηγήθηκαν "Η σκόνη των άστρων" (2010) και το "Βενετσιάνικο χρυσάφι" (2007) . Και τα δύο εκδόθηκαν απ' τις εκδόσεις "Μοντέρνοι Καιροί".

18 σκέψεις σχετικά με το “Xωρίς τύψεις”

  1. Καλησπέρα Roadartist και σ’ ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο σου. Θα περάσω μια βόλτα κι απο σένα, γιατί νομίζω πως πέρασε καιρός απ’ την τελευταία φορά που τα είπαμε. Να ‘σαι καλά!

  2. Στεριανή ζάλη, ειλικρινά μ’ εντυπωσίασε η τόσο όμορφη και σωστή κυρίως φράση σου… Θα σου αφήσω λοιπόν, ένα μικρό και ταπεινό «ευχαριστώ» για τα καλά σου λόγια. Είναι παλιό διήγημα, γραμμένο …κάποτε… στην Κρήτη. Ήταν η κατάληλη στιγμή νομίζω για να βγει απ’ το συρτάρι. Όσο για τους κλειστούς ανθρώπους, δεν πειράζει αν η κοινωνία δεν τους συγχωρεί, όσο θα βρίσκουν μια άλλη στέγη για να απλώσουν κάτω απ’ αυτήν τα όνειρα τους και να κοιτάξουν απ’ την αιώρα τους τ’ αστέρια ξανά… Κι αργά ή γρήγορα, θα βρεθεί κάποιος, που θα καταλάβει τη Σιωπή τους.

  3. Δεν ξέρω από που να αρχίσω, αλλά το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου, είναι πως κάθε τι που διαβάζω απο σένα, μου φαίνεται διαφορετικό. Άλλο ύφος έχεις στο βιβλίο σου, άλλο εδώ στο «Χωρίς Τυψεις», άλλο στο «Παίζουμε ένα παιχνίδι». Κι ενώ υπάρχει μια ευδιάκριτη λεπτή γραμμή που ενώνει όλα αυτά, μερικές φορές νομίζω πως κάθε φορά μια άλλη Αικατερίνη γράφει. Η πολυπλοκότητα αυτή είναι που με κρατάει στη σιωπή μου και δεν βρίσκω κάτι να σου γράψω. Αλλά σήμερα, όπως βλέπεις, δεν ήρθα μόνο για ένα «γεια». Κι ας μου άφησες κι αυτό το περιθώριο. Όσο για το Γιώργο, μην ανησυχείς. Στο διπλανό κτήριο μένει. Δεν θα τον άφηνα κι εγώ να οδηγήσει μετά απ’ όσο ήπιαμε (στην υγειά σου). Και πως να κλείσω δεν ξέρω. Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί τόσο καιρό δεν σου έγραφα και δεν είμαι σίγουρος καν, αν πρέπει να ευχαριστώ το Γιώργο για την μεσολάβηση ή αν καλύτερο θα ήταν να έχω μείνει στη σκιά μου. Ας γράψω λοιπόν ότι σε διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον, γιατί μπορεί να μην υπάρξει άλλη ευκαιρία για να στο πω. Καλημέρα.

  4. Γεια σου Ερμή. Καλώς ήρθες. Λυπάμαι μόνο, που τώρα είδα το μήνυμα σου κι όχι νωρίτερα, γιατί καταλαβαίνω πως δεν θα σου ήταν εύκολο να το γράψεις. Σ’ ευχαριστώ για την υπέρβαση που έκανες κι ελπίζω να κατέληξες ήδη, στο ότι ήθελες να την κάνεις. Επιτρέπεται πάντως εδώ, να αμφιταλαντεύεσαι όσο θέλεις και να έρχεσαι όποτε θέλεις, μιας και απ’ ότι βλέπω δεν έχεις blog ώστε να σου ανταποδώσω την επίσκεψη. Σ’ ευχαριστώ ακόμα, που έχεις διαβάσει τόσα πράγματα δικά μου, γιατί πάντα εκτιμώ τους ανθρώπους που μου αφιερώνουν μέρος του χρόνου τους, για οποιοδήποτε λόγο κι αν το κάνουν. Για την πολυπλοκότητα που αναφέρεις, δεν μπορώ να πω ότι πέφτεις έξω αλλά απ’ την άλλη, νομίζω πως με τα κείμενα συμβαίνει ότι και με τους ανθρώπους. Αλλιώς είμαστε με κάποιον, στη συμπεριφορά μας εννοώ, κι αλλιώς με κάποιον άλλο. Κάπως έτσι γίνεται και με τις φράσεις που γράφονται με διαφορετικές αφορμές και εμπνεύσεις, αν θες. Καλό μήνα και να ξέρεις ότι χάρηκα που πέρασες, αλλά το ζητούμενο είναι να χάρηκες περισσότερο εσύ. Να είσαι καλά, αν δεν τα ξαναπούμε.

  5. Καλημέρα Αικατερίνη. Ήρθα να σχολιάσω το διήγημα που σήμερα κατάφερα να το διαβάσω. Έχει αυξηθεί η δουλειά και ήθελα να έχω ηρεμία για να πω δυο λόγια. Σκέφτηκα λοιπόν, ότι είναι μεγάλη η ανάγκη όλων μας τελικά, να νιώθουμε πως είμαστε όπως όλοι οι άλλοι. Αλλά ταυτόχρονα, θέλουμε και να ξεχωρίζουμε και δεν ξέρω αν στο τέλος καταφέρνουμε να ζήσουμε όπως θέλουμε. Αυτό. Μου άρεσε πολύ η ιστορία. Κι αν και υποσχέθηκα στον Ερμή, να μην ξαναγράψω τίποτα για κείνον, θα πω μόνο ότι συμφωνώ μ’ αυτό που σου έχει πει, ότι δηλαδή αυτό το κείμενο είναι αλλιώτικο απ’ το βιβλίο. Σ’ ευχαριστώ που ενδιαφέρθηκες, για το αν έφτασα καλά σπίτι κι αν θέλεις, λύσε μου την απορία, υπάρχουν όντως άνθρωποι που μπορούν να κρατηθούν και να μην ανοίξουν ένα γράμμα; Δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω προσωπικά. Αυτά. Συγνώμη που έγραψα πολλά. Καλημέρα και πάλι.

  6. «δεν ξέρω αν στο τέλος καταφέρνουμε να ζήσουμε όπως θέλουμε…»
    Κεφαλαιώδες ερώτημα Γιώργο Κ. και απάντηση ίσως και να μην υπάρχει.

    Όσο για τα γράμματα, δεν ξέρω αν υπάρχουν κι άλλοι. Ένας υπάρχει σίγουρα πάντως, όπως ήδη διάβασες.

    Μη ζητάς συγνώμη, επειδή ξεδίπλωσες τις σκέψεις σου. Προς Θεού. Μακάρι να το έκαναν όλοι εδώ. Καλό ξημέρωμα να ‘χεις.

  7. πολύ όμορφη ιστορία. όμορφα γραμμένη.
    και το κλασικό ερώτημα παραμένει μετέωρο
    «εγώ είμαι οι άλλοι και οι άλλοι είναι εγώ;»
    τελευταία με απασχολεί πολύ πόσο βλέπουμε τον εαυτό μας στους άλλους, πως άραγε να καθρεφτίζομαι στους άλλους και άλλα τέτοια.. συναδελφικά 🙂
    με μεγάλη χαρά που «έπεσα πάνω σου», σε χαιρετώ!

  8. Σε μένα πάντως oblivion, το καθρέφτισμα σου, έδωσε χαρά. Αν αυτό μετράει. Κι επίσης με απασχολεί το ίδιο ερώτημα, αλλά θα το ‘χεις διαπιστώσει κι εσύ, πως δεν είναι όλοι πρόθυμοι να μας απαντήσουν σ’ αυτό. Αλλά δεν πειράζει. Εμείς θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε να καταλάβουμε 😉 Θα τα ξαναπούμε σίγουρα.

  9. αυτο ειναι…..η αιωρα…αιωρα και ο κηπος….κηπος…..κουραγιο που το εχει να συνεχισει να «ανασαινει» !!!πολυ μου αρεσε το κειμενο!!!

  10. Το «Χωρίς Τύψεις», επέλεξε ο Πέτρο Καλαμίθρα να φιλοξενήσει στο ιστολόγιο του και με τιμά ιδιαιτέρως η επιλογή του. Το ίδιο έκανε και η Σοφία Χαριτάκη. Αυτές τις μέρες κάτι μαγικό συμβαίνει με σας εκεί έξω.. Χαίρομαι, το εκτιμώ και σας ευχαριστώ.

Σχολιάστε