«Η πρώτη αλήθεια» της Simona Vinci: Ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται και στο ψυχιατρείο της Λέρου, με ήρωα βασισμένο στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο

Time to read 9 minutes

Το συγκεκριμένο, πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο βιβλίο, το διάβασα την περίοδο που απουσίαζα από εδώ κι είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι δεν έχει μεταφραστεί τόσα χρόνια στα ελληνικά. Αυτός είναι λοιπόν ο πρώτος λόγος για τον οποίο γράφω τη σημερινή ανάρτηση, επειδή δηλαδή αξίζει να μάθετε ότι υπάρχει αυτή η έκδοση, κι ο δεύτερος είναι ότι έτσι, όσα από ‘σας ξέρετε ιταλικά, θα μπορέσετε να το ψάξετε και να το διαβάσετε, αν το θελήσετε (εκδόθηκε το 2016, απ’ τον οίκο Einaudi).

Το βιβλίο ξεκινά με την περιγραφή μιας τρομερής φωτογραφίας που δημοσίευσε το 1970 το περιοδικό L ‘Espresso, με τίτλο: «Μα είναι για το καλό του». Απεικόνιζε ένα γυμνό κοριτσάκι, δεμένο στο κρεβάτι του ψυχιατρικού νοσοκομείου Villa Azzurra στο Grugliasco στην επαρχία του Τορίνο, κι όπως έχει πει η συγγραφέας σε συνεντεύξεις της, ταυτίστηκε μ’ αυτό το κοριτσάκι: «Αν είχα γεννηθεί μόλις πέντε χρόνια πριν από το 1970, σε ένα άλλο κοινωνικό πλαίσιο, μπορεί να ήμουν αυτό το γυμνό παιδί, δεμένο σε μια κούνια που στριμώχνονταν στην άκρη της αβύσσου...»

Η συνέχεια, εκτυλίσσεται στο ψυχιατρείο της Λέρου, στο 16ο περίπτερο για την ακρίβεια, την περίοδο που εθελοντές άρχισαν να καταφθάνουν απ’ την Ευρώπη μαθαίνοντας τα πάντα για την εκεί φρίκη απ’ το δημοσίευμα του άρθρου των John Meritt και του John Wildgoose, στην εφημερίδα Observer, επιθυμώντας φυσικά ν’ αλλάξουν την κατάσταση. Μαζί τους η ηρωίδα της που κουβαλάει μόνο ένα σακίδιο με την Οδύσσεια και τον Ροβινσώνα Κρούσο, συν έναν φάκελο με φωτοτυπίες μερικών μαθημάτων που είχε δώσει ο Μισέλ Φουκώ και μια φωτογραφική μηχανή. Κι υπάρχει σ’ αυτό το βιβλίο κι ήρωας, που ονομάζεται Στέφανος, βασισμένος, όπως βλέπετε άλλωστε και στον τίτλο, στον ποιητή, Γιάννη Ρίτσο:

«- Τον ήρωα σας το Στέφανο τον εμπνευστηκατε από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο: φοβηθήκατε να χρησιμοποιήσετε έναν πραγματικό χαρακτήρα στο μυθιστόρημά σας, να του αποδώσετε πράξεις, σκέψεις, λόγια;

-«Πολύ φοβήθηκα, και στην πραγματικότητα τον ονόμασα αλλιώς. Δανείστηκα γεγονότα από τη ζωή του, αλλάζοντας τις εποχές. Τόλμησα να γράψω τα ποιήματα αυτού του «μικρού» ποιητή, ενός λογοτεχνικού δηλαδή χαρακτήρα, κλέβοντας και ξαναδουλεύοντας στίχους των ποιημάτων του Ρίτσου, αλλά προσπαθώντας να μην επικαλύπτονται υπερβολικά οι δύο φιγούρες»…

Κι ο τίτλος πάντως, του βιβλίου, σε στίχο του σπουδαίου ποιητή μας βασίζεται κι είναι απ’ το ποίημα «Υποθήκη», που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Πέτρες επαναλήψεις κιγκλίδωμα» (εκδόσεις «Κέδρος», 1975).

Γενικά, κάθε γραμμή αυτού του βιβλίου, αποδεικνύει πόσο ενδελεχώς μελέτησε το θέμα της η συγγραφέας. Όσα αναφέρει για το ανιδείκευτο τότε προσωπικό, για την κατάσταση των 1153 γυμνών, ρακένδυτων, αποστεωμένων ψυχικά πασχόντων, πολλοί εκ των οποίων νοσηλεύονταν χωρίς καν να είναι γνωστό το όνομά τους, για τις διεκπαιρεωτικές διαγνώσεις, για το χώρο που ήταν κλεισμένοι οι άνθρωποι που θεωρούνταν ανίατοι κι επικίνδυνοι, με αποτέλεσμα να τους πετούν φαγητό απ’ έξω για να τραφούν και να τους πλένουν από μακριά με το λάστιχο, είναι όλα ακριβέστατα. Nα ένα μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«στριμώχνονταν όλη μέρα στη τσιμεντένια αυλή, κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο, σχεδόν όλοι καλυμμένοι με περιττώματα, με πληγές στα χέρια ή στα πόδια, πολλοί εντελώς γυμνοί και με θαμπά μάτια, σαν να είχαν επιζήσει τα σώματα αλλά δεν είχαν…»

Και το ίδιο συμβαίνει και μ’ όσα αναφέρει για τους πολιτικούς κρατούμενους που ζούσαν έγκλειστοι στο Παρθένι, που ζωγράφισαν την εκκλησία Αγία Κιουρά, κ.ο.κ.

Η περίληψη του βιβλίου, αναφέρει τα εξής: «Το 1992 η Άντζελα, μια νεαρή Ιταλίδα ερευνήτρια, αποβιβάστηκε στο νησί της Λέρου. Ήταν έτοιμη να φροντίσει, όπως οι συνάδελφοί της από όλη την Ευρώπη, και όπως οι γιατροί και οι νοσοκόμες του νησιού, τη συνεχιζόμενη φρίκη, που αποκάλυψε στον κόσμο πριν από μερικά χρόνια ο βρετανικός Τύπος, το «ένοχο μυστικό της Ευρώπης», «ένα νησί-τρελοκομείο» όπου στο παρελθόν ένα δικτατορικό καθεστώς είχε απελάσει πολιτικούς αντιπάλους από όλη την Ελλάδα, κάνοντάς τους να ζουν μαζί με τους ψυχικά ασθενείς. Όσοι από αυτούς δεν έχουν πεθάνει στο μεταξύ είναι όλοι ακόμα εκεί, μεταμορφωμένοι σε ανθρώπινα ναυάγια. Ανησυχητικά, ακατανόητα είναι τα σημάδια που καλωσορίζουν το κορίτσι. Ποιος είναι ο Βασίλειος, ο Μοναχός, και γιατί είναι πεπεισμένος ότι έθαψε «ό,τι απέμεινε από τον Θεό» ψηλά; Και ανάμεσα στους συνεργάτες της, ποια είναι πραγματικά η μυστηριώδης, επίμονη Λίνα, που φαίνεται να έχει έμφυτη σχέση με το νησί; Κάθε μυστήριο θα έχει μια απάντηση στο θησαυροφυλάκιο των ιστοριών των ξεχασμένων και των ηττημένων, των αποκλεισμένων από την ιστορία, στο «αρχείο των ψυχών» που το βιβλίο θα αναβιώσει για τον αναγνώστη: ιστορίες τραγικής, αδίστακτης ομορφιάς, όπως αυτή του ποιητή Στέφανου, της Τερέζας και του παιδιού με την πέτρα στο στόμα. Με το «Η πρώτη αλήθεια» που, από τον τίτλο, από στίχο του Γιάννη Ρίτσου, παραπέμπει σε μια αλήθεια απόλυτης αξίας πέρα ​​και μέσα από τα γεγονότα του βιβλίου, τα οποία διαδραματίζονται σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, και της ζωής των χαρακτήρων που παρουσιάζονται στον αναγνώστη, η Simona Vinci επιστρέφει στο μυθιστόρημα μετά από πολλά χρόνια, και επιστρέφει με μια ευτυχία και ελευθερία που δεν είχε επιτευχθεί ποτέ πριν».

Κι η ίδια διευκρίνιζε :

«Αν λέω ότι είναι μια ιστορία φαντασμάτων, είναι επειδή πιστεύω στα φαντάσματα. Παραμένω στην αρχική σημασία της λέξης, την ελληνική, φάντασμα από το ρήμα φαντάζω : εμφανίζομαι, δείχνω. Τα φαντάσματα είναι παρουσίες που έχουν την ικανότητα να εμφανίζονται κατά βούληση, που επιμένουν πέρα ​​από το χώρο και το χρόνο και με την ενοχλητική παρουσία-απουσία τους προειδοποιούν, χρησιμοποιούν τον φόβο που καταφέρνουν να ενσταλάξουν για να δώσουν ένα μάθημα: αυτό που ήταν μπορεί να είναι ξανά, οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Το παρελθόν δεν θάβεται ούτε αποσυντίθεται, αλλά συνεχίζει να ζει, με τον ενίοτε οδυνηρό και καταστροφικό απόηχό του μέσα σε αυτούς που ακολουθούν».

Simona Vinci

Πέρα απ’ το πολύ ενδιαφέρον θέμα του, το βιβλίο έχει φυσικά και μεγάλη λογοτεχνική αξία, γι’ αυτό άλλωστε βραβεύτηκε κιόλας. Κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον με το στυλ του, αφού είναι τόσο μυθιστόρημα όσο κι αυτοβιογραφία κατά κάποιο τρόπο, φλερτάρει επίσης με το ρεπορτάζ, την ποίηση, κ.ο.κ. Με την ευρηματική του τετραμερή πλοκή και τη μεταφυσική του ενίοτε ατμόσφαιρα, θέτει ερωτήματα για «μυστήρια» που απαιτούν άπλετο φως για να λυθούν και μας συστήνει ήρωες που παλεύουν με τους δικούς τους δαίμονες, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο επιτυχημένα μα όλους τους συνδέει το ίδιο νήμα: η τρέλα.

Η Vinci, λοιπόν, μετά τη Λέρο, στην οποία η ηρωίδα της επιστρέφει 17 χρόνια μετά και τα βρίσκει όλα αλλαγμένα, μας μεταφέρει στα μέρη της παιδικής της ηλικίας, στο Μπούντριο, στην επαρχία της Μπολόνια, μια πόλη γεμάτη «ματουτσίνι», πρώην έγκλειστους δηλαδή, στα δύο ψυχιατρικά ινστιτούτα της περιοχής, όπου και συνανταμε μια άλλη ηρωίδα της με τραγικό παρελθόν, την Εβελίνα.

Η συγγραφέας μας βάζει επίσης, στο σπίτι της, για να γνωρίσουμε τη μητέρα της (σε μια διήγηση που πλησιάζει την αυτοβιογραφία) η οποία άκουγε φωνές, έβλεπε φαντάσματα, κ.ο.κ. Βέβαια, όπως έχει πει, έχει συμβουλευτεί, μετά από υπόδειξη του εκδότη της και το βιβλίο του William Styron, «Darkness Visible: A memoir of darkness», επομένως είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς που τελειώνουν τα πραγματικά στοιχεία και που εισάγονται τα μυθοπλαστικά.

Όσο για το τελευταίο σκέλος αυτού του ταξιδιού που αφορά την ψυχική ασθένεια και στους βίαιους τρόπους αντιμετώπισής της, λαμβάνει χώρα στη Σιέρα Λεόνε, στη Freetown και μας συστήνει μερικούς εξ’ αυτών που έζησαν ως ασθενείς, στο Kissy, στο εκεί δηλαδή Ψυχιατρικό Νοσοκομείο.

Έψαχνε από κάπου να ξεκινήσει η Vinci για να γράψει αυτό το βιβλίο, και να πώς ακριβώς έγιναν όλα:

«Είχα την ιδέα να γράψω κάτι που να έχει να κάνει με ψυχικές ασθένειες, αλλά ακόμα δεν ήξερα τι, κυνηγούσα ιστορίες. Έφτασα στο νησί San Servolo, στη Βενετία, με οδηγό την εικόνα μιας γυναίκας που προχωρούσε στο νερό της θάλασσας. Ήθελα ένα νησί. Αλλά ακόμα δεν ήξερα ποιο και γιατί. Μόλις είχα τελειώσει τη δουλειά στο Strada Provinciale Tre, το τελευταίο μου μυθιστόρημα πριν από αυτό, και ήμουν ακόμα στην άκρη ενός δρόμου, ανάμεσα στα φορτηγά, με αυτή τη χαμένη γυναίκα που δεν ξέρει ακριβώς από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Έμαθα για την ιστορία της Λέρου τυχαία, σε ένα φόρουμ ψυχιατρικής, στην ανώνυμη μαρτυρία ενός άνδρα (ή μήπως ήταν γυναίκα;) που διηγήθηκε την εμπειρία του ως εθελοντής στο άσυλο της Λέρου μαζί με τους Basaglians (ενν: όσους ασπάζονταν τις ιδέες του Basaglia) τη δεκαετία του 1990. Και τότε κατάλαβα ότι αυτό ήταν το νησί και αυτή ήταν η ιστορία. Πήρα ένα αεροπλάνο, ένα πλοίο μετά και πήγα. Στη συνέχεια, η τεκμηρίωση διήρκεσε μέχρι την τελευταία γραμμή της σύνταξης και πάλι απ’ την αρχή,, μέσα από ατελείωτες αναθεωρήσεις…»

Οι φωτογραφίες της Antonella Pizzamiglio (που έχουν εκτεθεί και στην Ελλάδα), τη συνόδευσαν, μεταμορφωμένες στη συνέχεια σε αφηγηματικό υλικό. Κι η πρώτη εικόνα που της ήρθε στο μυαλό όπως έχει πει κι εδώ κι αναφέρετεται παραπάνω, ήταν: «αυτή μιας γυναίκας που κολυμπά σε μια χειμερινή θάλασσα, και απομακρύνεται από την ακτή…» Ίσως γι’ αυτό ήταν άλλο το αρχικό εξώφυλλο, αλλά τελικά επιλέχτηκε το συγκεκριμένο που βλέπετε, όπως εξηγεί η ίδια: «πρόκειται για φωτογραφία που τραβήχτηκε από ένα όμορφο γλυπτό του Γάλλου καλλιτέχνη Étienne-Maurice Falconet που φυλάσσεται και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι και χρονολογείται από το 1757. «Seated Cupid», είναι ο τίτλος». Εγώ πάντως κράτησα αυτήν την εικόνα, απ’ την περιγραφή του 16ου περιπτέρου της Λέρου:

«Οι τρελοί κοίταζαν την πόλη και η πόλη έκανε ότι δεν έβλεπε τους τρελούς.

Ακόμα και τώρα είναι έτσι: το κτίριο παραμένει ακίνητο στη θέση του, με τις τέσσερις επί δεκαεπτά σειρές ορθάνοιχτων ματιών και στομάτων, το ταλαιπωρημένο δέρμα και αυτή τη ζοφερή σκιά που δεν το αφήνει ποτέ, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, σε οποιοδήποτε γεωγραφικό πλάτος κι αν βρίσκεται ο ήλιος. Οι καυτές ακτίνες μπορούν να χτυπήσουν μόνο την τσιμεντένια αυλή, αλλά το κτίριο είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε να φαίνεται σκιασμένο, ανά πάσα στιγμή και από οπουδήποτε στο νησί το παρατηρήσετε. Μια οπτική ψευδαίσθηση που μοιάζει με κατάρα ή μια αέναη προειδοποίηση…»

Ο βασικός λόγος βέβαια που αποφάσισε να γράψει αυτό το βιβλίο, τις συγκεκριμένες ιστορίες κι όχι άλλες, ήταν η δική της μάχη με τις κρίσεις πανικού που την κρατούσαν στο σπίτι, κάποιες εικόνες, σαν οράματα που έβλεπε εκείνο το διάστημα (κι όταν έμαθε για τη Λέρο ήταν «σαν να πήραν σώμα αυτές οι εικόνες»), και η ανάλυση που ακολούθησε (Γιουγκιανής κατεύθυνσης) αναζητώντας μια «πιστοποίηση της κανονικότητας» για να δώσει νόημα σ’ όλα αυτά. Η απάντηση του ψυχαναλυτή της είναι απαραίτητη για την κατανόηση ολόκληρου του μυθιστορήματος, όπως έγραψε η Lucia Faggion στο περιοδικό «Ristretti» (Σεπτέμβριος-Οκτωβριος 2016), απ’ όπου άντλησα κάποιες πληροφορίες, και ίσως αυτή είναι ακριβώς η «πρώτη αλήθεια»: «Η κανονικότητα δεν υπάρχει πουθενά κι έπειτα τι σημαίνει να είσαι φυσιολογικός; Δεν υπάρχει απάντηση, γιατί είναι η ερώτηση λάθος» ._

.

*Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, προέρχεται από εδώ.

.

Πηγές:

  

Δημοσιεύθηκε από

aikaterinitempeli

Η Αικατερίνη Τεμπέλη γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά έζησε μερικά απ’ τα πιο ενδιαφέροντα χρόνια της ζωής της στη Θεσσαλονίκη και στο Ηράκλειο, όπου σπούδασε αντίστοιχα Ψυχολογία και Κοινωνική Εργασία. Στην Αθήνα εκπαιδεύτηκε στην οικογενειακή θεραπεία (Μονάδα Οικογενειακής Θεραπείας-ΨΝΑ) και στην βραχεία ψυχοθεραπεία. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής για 2 χρόνια στο “Θέατρο των Αλλαγών” και μονωδίας για 3 χρόνια στο “Ολυμπιακό Ωδείο” Ηρακλείου. Εργάστηκε για πάνω από μια δεκαετία στο ραδιόφωνο (Ράδιο Κρήτη, 9,84, Studio 19, ΕΡΑ Ηρακλείου, 102-ΕΡΤ 3 κ.ά.) ως παραγωγός και παρουσιάστρια ραδιοφωνικών εκπομπών, καθώς και σε γνωστά περιοδικά κι εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Το 1993 κέρδισε το Α' Πανελλήνιο βραβείο, σε γραπτό διαγωνισμό της Deutsche Welle, με θέμα το ρατσισμό κι εκπροσώπησε τη χώρα μας στην Κολωνία. Τον επόμενο χρόνο, το 1994, πήρε Διάκριση στον Παγκρήτιο Διαγωνισμό Ποίησης. Σήμερα ζει στην Αθήνα και ταξιδεύει πάντα στις ζωές των άλλων. Τις νύχτες γράφει στίχους, που μελοποιεί συνήθως ο Παναγιώτης Λιανός. "Το ποτάμι στον καθρέφτη" είναι το τρίτο της βιβλίο και κυκλοφορεί απ' την "Άνεμος εκδοτική". Προηγήθηκαν "Η σκόνη των άστρων" (2010) και το "Βενετσιάνικο χρυσάφι" (2007) . Και τα δύο εκδόθηκαν απ' τις εκδόσεις "Μοντέρνοι Καιροί".

One thought on “«Η πρώτη αλήθεια» της Simona Vinci: Ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται και στο ψυχιατρείο της Λέρου, με ήρωα βασισμένο στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο”

Σχολιάστε