«Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» από το ομότιτλο διήγημα του Μ. Καραγάτση : graphic novel των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

«Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη», είναι ένα απ’ τα αλληγορικά σατυρικά διηγήματα του Μ. Καραγάτση, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες, σε εφημερίδα της εποχής το 1935 και συμπεριλήφθηκε πολύ αργότερα στη συλλογή «Το μεγάλο συναξάρι» αλλά και στην ανθολογία «Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης» (κυκλοφορούν απ’ τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»). Κι ήταν αυτό που επιλέχτηκε το 2015, για να συνεχίσει την εξαιρετική δουλειά των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη, πάνω σε μια πρωτότυπη σειρά κόμικς που ξεκίνησαν το 2011 στις εκδόσεις «Τόπος», με το «Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά» και συνέχισαν το 2012 με το «Γιούσουρι και άλλες φανταστικές ιστορίες», το οποίο ήταν εμπνευσμένο από κείμενα των Καβάφη, Καρυωτάκη, Καρκαβίτσα, Ροδοκανάκη, Νικολαΐδη, Κύπριου και Παπαδιαμάντη.

Μιας κι η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα είναι προ των πυλών, σκέφτηκα ότι είναι μια καλή ευκαιρία να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και να σας γράψω λίγα λόγια γι’ αυτό το graphic novel, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Χρήστος (ως άλλος Χριστός), άτομο εξαρτημένο από τη χρήση ουσιών, όπως ήδη θα καταλάβατε απ’ τον τίτλο. Η κατάδυση του Καραγάτση στο κοινωνικό περιθώριο τον ανέδειξε ως πρωταγωνιστή αυτής της ιστορίας, που διαδραματίζεται στον Πειραιά τη δεκαετία του 1930. Κι ο Θανάσης Πέτρου, καταφέρνει ν’ αναπαραστήσει την ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής με τον τρόπο που χειρίζεται τα χρώματα, έχοντας κάνει τη δική του έρευνα, όπως εξηγούσε σ’ αυτήν την συνέντευξη απ’ την οποία θα μάθετε κι άλλες λεπτομέρειες για τη συνεργασία του με το Δημήτρη Βανελλη, που έχει γράψει το μεστό σενάριο κι αυτού κι άλλων βιβλίων τους, κι ήταν ο άνθρωπος που διάβασε πολύ, προκειμένου να διαλέξει αυτό το διήγημα από άλλα.

Ο Άρης Μαραγκόπουλος στον πρόλογο του εξηγεί ότι: «Η μεγάλη βδομάδα του πρεζακη» είναι ένα κόμικς που κινείται στα όρια κοινωνικής κριτικής και σάτιρας» και συνεχίζει παρακάτω κάνοντας έναν σαφή διαχωρισμό αφού «η λογοτεχνική σάτιρα έχει διαφορετικές «απαιτήσεις» απ’ τη σάτιρα ως γενικότερο γραμματολογικό, θεατρικό, κτλ, είδος: «Από τη στιγμή που το έργο της συνδέεται με τη λογοτεχνική απόλαυση του αναγνώστη, εξ ορισμού εκφράζεται αφενός με θέσεις που τη δικαιολογούν και αφετέρου με μορφή που την καθιστά λογοτεχνικά αξία άγνωστη…»

Πέρα απ’ τη λογοτεχνική διάσταση βέβαια, έχει σημασία κι η προσέγγιση του Καραγάτση πάνω στο ζήτημα των εξάρτησης, κι όπως θα διαπιστώσετε χωρίς να στιγματίζει τον ήρωά του, αναδεικνύει έξοχα τις κοινωνικές αιτίες (σε μια εποχή μάλιστα που δεν περίσσευε κι η ευαισθησία για τα συγκεκριμένα άτομα), αλλά και στηλιτεύει ταυτόχρονα τις πολύπλευρες θεσμικές ευθύνες. Πρόκειται βέβαια για μια προσέγγιση σαφώς σύμφωνη, με την ιδεολογική του τοποθέτηση και μέσω αυτής καταφέρνει να μας κάνει να συμπάσχουμε με το σταυρωμένο ποικιλοτρόπως, Χρήστο Νεζερίτη . Και για να παραπέμψω πάλι στον Άρη Μαραγκοπουλο: «Ο Μ. Καραγάτσης το θίγει με προσοχή (ενν: το θέμα του εθισμού), σχεδόν με τρυφερότητα, και το ίδιο κάνουν και οι συγγραφείς του παρόντος τόμου. Η ιστορία, παρόλο που ως ιστορικό φόντο έχει ένα απώτερο παρελθόν, διαβάζεται θαυμάσια στο σήμερα. Η λύτρωση δε θα έρθει από τους διεφθαρμένους θεσμούς, η λύτρωση δε θα έρθει από τη μισανθρωπία, η λύτρωση θα έρθει από την κατανόηση και την αλληλεγγύη…»

Περισσότερα θα μάθετε παρακολουθώντας το video της παρουσίασης του βιβλίου, στην οποία συμμετείχε κι ο Γιώργος Μπότσος, ένας ακόμη άνθρωπος που μ’ ενδιαφέρει η δουλειά του με τα κόμικς.

Εγώ θα σημειώσω μόνο, το ότι πρόσεξα σε μια φράση δύο λέξεις με έντονα (bold) γράμματα (οι μοναδικές μέσα σ’ όλο το βιβλίο που υπογραμμίζονται με τέτοιο τρόπο απ’ το Δημήτρη Βανέλλη) κι αυτές βρίσκονται στην εξής πρόταση του Μ. Καραγάτση: «Όταν λοιπόν δεν υπάρχει έγκλημα για να το καταστείλει η αστυνομία, τότε τι κάνει; Τότε… το δημιουργεί!»

Μέχρι να τα ξαναπούμε, να είστε καλά.-

Αρχειακό υλικό: «Οι θεραπευτικές κοινότητες στην Ελλάδα. Το ιστορικό της ίδρυσης, προβλήματα και προοπτικές», του Φοίβου Ζαφειρίδη — Άρθρο του 1998

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Ξεκαθαρίζοντας κατά καιρούς το ομολογουμένως πολύ μεγάλο αρχείο μου (στο οποίο, σποραδικά, συμβάλλουν κι άλλοι άνθρωποι), ψάχνω κι επιλέγω απ’ αυτό για να μοιραστώ με τη σειρά μου μαζί σας ό,τι θεωρώ πως μπορεί να σας ενδιαφέρει. Σ’ αυτήν την κατηγορία λοιπόν, εντάσσεται και το σημερινό άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αντί», στις 18 Δεκεμβρίου 1998 (τεύχος 676, περίοδος Β’).

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)
(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Ο Φοίβος Ζαφειρίδης, που υπήρξε και δικός μου Καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, περιέγραφε σ’ αυτό, το ιστορικό της ίδρυσης των θεραπευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα και φυσικά της «ΙΘΑΚΗΣ» που είχαμε πολύ αργότερα φυσικά, επισκεφτεί όσα άτομα παρακολουθούσαμε τα μαθήματά του. Εξηγούσε επίσης τα προβλήματα που υπήρχαν και τις προοπτικές που αναδύονταν. Ποια ήταν η συνέχεια, το έδειξε η ιστορία…

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Προς τιμήν του πάντως, να σημειώσω, ότι είχε φροντίσει επίσης, ώστε να παρακολουθούμε, ελάχιστα άτομα βέβαια (δύο ή τρεις από ‘μας, αν θυμάμαι σωστά, που είχαμε ενδιαφερθεί τότε) και γι’ αρκετούς μήνες, τις συναντήσεις των ΝΑ (Ναρκομανείς Ανώνυμοι) της Ομάδας Θεσσαλονίκης, που φυσικά είχαν εντελώς άλλη φιλοσοφία ανάρρωσης (αυτήν των 12 βημάτων). Κι η εμπειρία ήταν ομολογουμένως, απ’ τις πιο συγκλονιστικές της ζωής μου. Οι δύο τελευταίες φωτογραφίες είναι από τότε και δείχνουν το μικρό τετράπτυχο που υπήρχε στο χώρο και μοιραζόταν. Η ανάρτηση τέλος, δε γίνεται τυχαία σήμερα. Την Κυριακή θ’ ανέβει μία ακόμη σχετική με το ζήτημα των εξαρτήσεων, με την οποία θα κλείσω κι αυτήν την περίοδο και θα τα ξαναπούμε πια μετά το Πάσχα.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ-ΠΟΡΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ 12ΧΡΟΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ: Παρασκευή 7/4, 6.00 μ.μ, Σταδίου 29, Υπουργείο Εργασίας

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΗ 12ΧΡΟΝΗ

ΛΑΪΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΟΛΩΝΟΥ-ΑΚ.ΠΛΑΤΩΝΟΣ-ΣΕΠΟΛΙΩΝ

Το «Άγγιξέ με» κι ο Γιώργος Τριανταφύλλου, στο 1ο Συνέδριο του ΕΛ. ΕΚ. ΙΝ.

Σήμερα, πριν από λίγο μάλιστα, πληροφορήθηκα τα ευχάριστα νέα απ’ το Γιώργο Τριανταφύλλου. Η ταινία μας, το «Άγγιξέ με» (εδώ θα βρείτε περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτήν), θα προβληθεί στο 1ο Συνέδριο του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Αναλυτικής Ψυχοθεραπείας Ομάδας και Οικογένειας (ΕΛ. ΕΚ. ΙΝ.), που θα έχει ως θέμα του «Το Σώμα. Αναπαραστάσεις, ασθένειες, πάθη, πολιτισμικές κι ανθρωπολογικές εκφάνσεις».

Εκείνος θα κάνει εισήγηση την τελευταία μέρα, στις 14/5 δηλαδή στις 7 μ.μ., κι όπως εξήγησε στο προφίλ του: «Η εργασία που θα εκπονήσω θα περιλαμβάνει την προβολή της ταινίας μου «Άγγιξέ με» και αμέσως μετα ομιλία και συζήτηση γύρω από τις κοινωνικές προεκτάσεις των θεμάτων της ταινίας. Η εισήγηση μου θα ολοκληρωθεί με την υλοποίηση βιωματικής άσκησης που θα αφορά τον προσωπικό χώρο ασφαλείας μας και την μετάβαση μας στον κοινωνικό χώρο».

Το συνέδριο θα πραγματοποιηθεί στις 12,13 και 14 Μαΐου στο Εθνικό Ίδρυμα Έρευνών (Βασιλέως Κωνσταντίνου 48 Αθήνα) και αν όλα πάνε καλά, θα είμαστε κι άλλοι άνθρωποι εκεί να τον ακούσουμε και να παρακολουθήσουμε κι όλες τις άλλες, εξίσου ενδιαφέρουσες φυσικά, εισηγήσεις.

Παρουσίαση βιβλίου: «Στην τρέλα» της Joy Sorman

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Το βιβλίο που επέλεξα να σας παρουσιάσω σήμερα εδώ, κυκλοφόρησε πρόσφατα απ’ τις Εκδόσεις «Πόλις», τιτλοφορείται «Στην τρέλα», το υπογράφει η Joy Sorman και το έχει μεταφράσει η Αριάδνη Μοσχονά. Στο οπισθόφυλλό του, εξηγούνται πάρα πολλά πράγματα για το περιέχομενό του, αλλά πριν το παραθέσω, θα σας γράψω μερικά άλλα για να καταλάβετε περισσότερα για το πλαίσιο της κατάστασης, όσον αφορά τις ψυχιατρικές εξελίξεις στη Γαλλία. Περιληπτικά λοιπόν, γι’ αρχή να ξέρετε, και παρακάτω θα εξηγήσω κι άλλα, ότι τα χρυσά χρόνια της Ψυχιατρικής (το διάστημα δηλαδή απ’ το 1960-1990, όπου αμφισβητήθηκε ο εγκλεισμός, προωθήθηκε η τομεοποίηση, κ.ο.κ.), έχουν περάσει πια κι ότι πλέον «τα κοινωνικοιατρικά κέντρα δεν διαθέτουν θέσεις και πόρους, ότι οι κινητές μονάδες κατ’ οίκον δεν επαρκούν, ενώ τα θεραπευτικά κέντρα προσωρινής υποδοχής είναι ανεπαρκώς εξοπλισμένα και διόλου φιλόξενα». Μ’ έναν νόμο δε, του 2005 οι ψυχικές διαταραχές έχουν ενταχθεί στο πεδίο της αναπηρίας (το μηνιαίο επίδομα ανέρχεται στα 900 ευρώ), μ’ ό,τι συνεπάγεται αυτό. Επιπρόσθετα, το σχέδιο Vigipirate (σχέδιο εθνικής προστασίας απέναντι στα τρομοκρατικά χτυπήματα), έχει αποκλείσει τους έγκλειστους στα ψυχιατρεία (όπου πολλοί παραμένουν πια και για κοινωνικούς λόγους), ακόμη περισσότερο απ’ την έξω ζωή, μιας κι απαγορεύονται κι οι επισκέψεις π.χ., στα Μουσεία, για ‘κείνους.

Όσον αφορά τώρα το συγκεκριμένο βιβλίο, για να το γράψει η συγγραφέας, Τζόυ Σορμάν, επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη και για έναν ολόκληρο χρόνο «το περίπτερο 4Β» ενός ψυχιατρείου στη Γαλλία και σημείωνε τις εντυπώσεις της, που θα μάθετε ποιες είναι. Για την κατάσταση των ψυχιατρικών ιδρυμάτων της συγκεκριμένης χώρας είχα γράψει στο παρελθόν αυτήν την ανάρτηση που έχει σημασία να γνωρίζετε και εξηγώ επίσης και το εξής: ότι από το 2009 το Υπουργείο Δικαιοσύνης κι ακολούθησε και το Υπουργείο Υγείας, έχουν πάρει κάποια μέτρα για ν’ αποτρέψουν τις αυτοκτονίες των κρατουμένων στις φυλακές, καθώς και των εγκλείστων στα ψυχιατρικά ιδρύματα, χορηγώντας τους «προστατευτικά κιτ» που περιέχουν χάρτινες πυτζάμες μιας χρήσης, καθώς και πυρίμαχα στρώματα κι αδιάβροχα σεντόνια. Παρ’ όλα αυτά, δύο κρατούμενοι των γαλλικών φυλακών κατάφεραν ν’ αυτοκτονήσουν χρησιμοποιώντας τα, τα πρώτα χρόνια μάλιστα που τους δόθηκαν. Ως τώρα έχουν χορηγηθεί 1.100 όπως διάβασα κι η Σορμάν συνάντησε στο ψυχιατρείο άτομο με τέτοια «ενδυμασία» (χάρτινες πυτζάμες δηλαδή) και γράφει πώς της φάνηκε όλο αυτό. Από το 2010, ασκείται μεγάλη κριτική γι’ αυτά τα «αντι-αυτοκτονικά κιτ» κι η γενική γραμματέας του σωφρονιστικού συνδικάτου CGT Celine Verzelletti είχε πει μάλιστα σε συνέντευξή της στη «Nouvelle Observateur», ότι «όχι μόνο δεν είναι αποτελεσματικά, αλλά αν χρησιμοποιηθούν γι’ αυτοκτονία είναι και χειρότερα απ’ οτιδήποτε άλλο» και κατέληξε στο «Europe 1» λέγοντας ότι «η μόνη λύση που βλέπω είναι ότι δεν πρέπει πλέον να τα διανέμουμε». Αλλά απ’ ότι φαίνεται, στα ψυχιατρεία εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται.

Σε άλλο πάλι, σημείο του βιβλίου η Σορμάν εξηγεί ποια είναι τα 7 μενού που σερβίρονται στο «περίπτερο 4Β», ώστε «ο καθένας να λαμβάνει την προσωπική του μερίδα ανάλογα με τις ιατρικές οδηγίες, τις θρησκευτικές και πολιτισμικές πρακτικές…», κι είναι τα εξής: «κανονικό, ψιλοκομμένο, πολτοποιημένο, 1.800 θερμίδων, χωρίς χοιρινό, χωρίς ζάχαρη, χορτοφαγικό». Υπάρχουν επίσης στο χώρο του ψυχιατρείου καθαριστήριο, κομμωτήριο-κέντρο αισθητικής, καφετέρια (με βιβλιοθήκη, επιτραπέζια παιχνίδια, εφημερίδες, κ.α.), παρεκκλήσι, γυμναστήριο, συνδικαλιστικό στέκι, εργαστήριο εργοθεραπείας, κήποι, κτλ, τα δωμάτια είναι μονοκλινα και σπάνια γίνονται καθηλώσεις. Αλλά πριν εντυπωσιαστείτε ίσως διαβάζοντας όλα αυτά και θεωρήσετε ότι οι συνθήκες διαβίωσης είναι πολύ καλύτερες σε σχέση με ελληνικά ψυχιατρικά ιδρύματα που έχετε δει ή και δουλέψει σ’ αυτά, να υπογραμμίσω ότι στην πραγματικότητα ο ιδρυματισμός θριαμβεύει όπως και σε κάθε άλλη κλειστή δομή και οποιαδήποτε πτυχή της καθημερινότητας των εγκλείστων και συνακόλουθα των νοσηλευτών, ελέγχεται απόλυτα κι είναι αυστηρά προκαθορισμένη. Σε σημείο τέτοιο δηλαδή που μοιάζει να μην έχουμε κάνει βήματα βελτίωσης απ’ την εποχή που ο Ίρβινγκ Γκόφμαν δημοσίευσε το εμβηματικό του έργο για τα «Άσυλα» και αν δεν είναι αυτό δυστοπία (έχω βαρεθεί να βλέπω ν’ αναμασάται συνεχώς η λέξη, αλλά εδώ ταιριάζει απόλυτα) δε ξέρω τι είναι.

Η συγγραφέας εξηγεί πόσους κανόνες, την ύπαρξη των οποίων δεν υποπτευόταν καν, παραβίασε και να τι λέει και μια νοσηλεύτρια, για παράδειγμα: «(…) Και η παραμικρή πρωτοβουλία πρέπει να εγκρίνεται από τον υπολογιστή, πριν από κάθε απόφαση πρέπει να εξετάζεται ο φάκελος του ασθενούς. Έχουμε το δικαίωμα να τον πάμε στην καφετέρια; Έχει το δικαίωμα να τηλεφωνήσει; Έχουμε το δικαίωμα να τον πάμε μια βόλτα στο πάρκο αγκαζέ και να καθίσουμε στον ήλιο; Μας έχουν κατασχέσει κάθε ελευθερία αξιολόγησης. Δέκα φορές τη μέρα, πρέπει να επιστρέφουμε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να πατάμε την καρτέλα του ασθενούς και να πειθαρχούμε στις εντολές του γιατρού που νομοθετεί εξ αποστάσεως ακόμη και για τις πιο ανώδυνες ενέργειες της καθημερινότητας. Η ζωή είναι πλέον συνταγογραφημένη, το τηλέφωνο ή το τσιγάρο εξαρτώνται από μια ιατρική συνταγή, ακόμα και ο επιτρεπόμενος αριθμός των τσιγάρων εξαρτώνται από μια ιατρική συνταγή, ακόμη κι ο επιτρεπόμενος αριθμός μπουκαλιων νερού, διότι οφείλουμε επίσης να εντοπίσουμε την πολυδιψία εκείνου που πίνει ακατάσχετα, για να γεμίζει το στομάχι του νερό ώστε να μειώνει τη δράση των φαρμάκων…» Και μένει έτσι χρόνος για ουσιαστικές σχέσεις, μεταξύ του προσωπικού και των νοσηλευομένων που ως φορείς εξουσίας τους διαχειρίζονται μονίμως; Φιλοσοφικό καθαρά το ερώτημα, όπως καταλαβαίνετε. Κι όμως, οι σχέσεις είναι περισσότερο από κάθε τι άλλο, θεραπευτικές: «Οι ασθενείς στερούνται την οικογένειά τους, τους φίλους τους, το σύντροφο τους, είμαστε οι τελευταίοι που μπορούμε να τους προσφέρουμε λίγη στοργή. Αν αρνηθούμε να τους αγαπήσουμε», λέει ο βουδιστής νοσηλευτής Μπαρναμπέ, «θα πεθάνουν...» Αλλά, στο ψυχιατρείο δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια κι ούτε βέβαια, όλοι οι εργαζόμενοι σκέφτονται σαν τον Μπαρναμπέ…

Το βιβλίο αυτό λοιπόν αξίζει να το διαβάσετε για όλους αυτούς τους λόγους και φυσικά για όσα διηγούνται οι άνθρωποι που συνάντησε εκεί η συγγραφέας. Άνθρωποι που κακοποιήθηκαν απ’ τους γονείς τους όπως ο Φρανκ: «μικρός, ήμουνα δυσλεκτικός κι ο πατέρας μου με ξυλοφόρτωνε· ήτανε δερματολόγος, κι ετσι ήξερε πού ακριβώς να χτυπήσει για να αφήνει όσο το δυνατόν περισσότερα σημάδια. Με κοπάναγε για το παραμικρό, επειδή είχα χρησιμοποιήσει παραπάνω χαρτί τουαλέτας…» Άνθρωποι, όπως η Μαρία που λέει: «Αλλοτε η θρησκεία, και τώρα η ψυχιατρική, μας καταδιώκουν. Ξέρετε, με τους ψυχιάτρους, το θέμα δεν είναι αν τους συμπαθώ ή όχι, αλλά το ότι θεωρούν πως δουλειά τους είναι να αναζητάνε τα προβλήματα, να θέλουν να καταλάβουν γιατί και πώς είναι κάποιος ψυχικά διαταραγμένος ενώ δεν τους έχει ζητήσει κανένας τίποτα, έχουν το βλέμμα τους συνεχώς στραμμένο πάνω μας. Κι οι νοσοκόμες, έχετε δει πώς με κοιτάζουν αφ’ υψηλού, εμένα σκασίλα μου, τις κοιτάζω με ύφος Ζαν ντ’ Αρκ. Δείτε τους αυτούς τους ιεροεξεταστές, τους ψυχιάτρους που κυνηγάνε τους δήθεν μη φυσιολογικούς, τους πειραγμένους και τους ανώμαλους, πολύ περισσότερο απ ό,τι νοιάζονται για το δικό μας πόνο, πιστέψτε με…»

Κι η Σορμάν συνεχίζει κι εξηγεί συγκινητικά, πόσο τραυματικό ήταν για τη Μαρία να της στερήσουν την ομορφιά της, να της κόψουν τα μαλλιά της με τέτοιο τρόπο (γιατί έτσι βόλευε την κομμώτρια), ώστε να φανούν οι γκρίζες της ρίζες και να την κοροϊδέψει επιπλέον κάποιος νοσηλευτής, παρομοιάζοντάς τη με «γέρικη χελώνα». Είτε σωματική είναι η κακοποίηση, είτε συναισθηματική, το τραύμα συνδέεται με την ανάπτυξη ψυχιατρικών συμπτωμάτων, όπως ξέρουμε πια κι είναι φοβερό να σε τραυματίζει κι ο χώρος κι οι άνθρωποι που θα έπρεπε να είναι φροντιστικοί απέναντί σου. Η ματαίωση, η ακύρωση, η αντικειμενοποίηση, η απανθρωποποίηση, δυστυχώς εννοούνται επίσης και συνυπολογίζονται μαζί με την επιτήρηση, την τιμωρία, την απρόσωπη διοικητική Μέδουσα, τις οικονομικές περικοπές, τη μείωση του προσωπικού (αντιστοιχούν δύο νοσηλευτές σε δεκατρείς ασθενείς), τις «θεραπείες» ηλεκτροσόκ, το δωμάτιο απομόνωσης (που υπερχρησιμοποιειται), κ.ο.κ.

Σας έγραψα όλα αυτά κι όμως στην ουσία να ξέρετε ότι δεν έχω πάει και πολύ πέρα απ’ τη σελίδα 45 με τα σχόλιά μου και κράτησα για μένα, πάμπολλά ακόμη σημεία που ξεχώρισα. Σκεφτείτε λοιπόν πόσα ακόμη θ’ ανακαλύψετε απ’ αυτό το βιβλίο, που μπορεί να είναι γραμμένο με λογοτεχνικό ύφος, αλλά δεν ρομαντικοποιεί σε καμία περίπτωση το ψυχιατρείο και τον εγκλεισμό και η κριτική του είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Σας αφήνω λοιπόν εγώ κάπου εδώ, παραθέτοντας τα στοιχεία του οπισθοφύλλου κι εξηγώντας ότι το έργο του εξωφύλλου είναι της Βάλλυς Νομίδου:

«Κάθε Τετάρτη, και για έναν ολόκληρο χρόνο, η συγγραφέας επισκέπτεται το «περίπτερο 4Β» ενός ψυχιατρείου, συναντώντας τους ασθενείς και το νοσηλευτικό προσωπικό. Η Τζόυ Σορμάν παρατηρεί, συλλέγει, περιγράφει: το ντεκόρ («καθαρό, φωτεινό, μοντέρνο και δίχως ζωή, μια διαρρύθμιση λειτουργική, οικονομική, σύμφωνα με τους κανόνες της διοικητικής αισθητικής»), τους ήχους («ένας ατέρμονος θόρυβος κλειδιών που μπαίνουν σε κλειδαριές δίνει τον ρυθμό»), τα γεύματα, τη χορήγηση των φαρμάκων, το διάλειμμα για τσιγάρο σε προκαθορισμένες πάντοτε ώρες, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα χρώματα, τις μυρωδιές. Φωτογραφίζει τα σταθερά μοτίβα αυτού του κλειστού σύμπαντος: το ειδικό δωμάτιο απομόνωσης, την υποχρεωτική ενδυμασία, τη μοναδική τηλεφωνική συσκευή στον διάδρομο, τη διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας, τη μεθοδολογία και τη χρησιμοποίηση της διάγνωσης. Η συγγραφέας -μια διακριτική επισκέπτρια- συνομιλεί για ώρα με κάποιους, ανταλλάσσει δυο-τρεις κουβέντες με κάποιους άλλους, υποβάλλει ερωτήσεις, ακούει, συμπεριφέρεται αδέξια μερικές φορές, προσπαθεί να καταλάβει. Τι είναι η τρέλα; Πώς φτάνει κανείς σε αυτήν; Από τι πάσχουν οι ασθενείς; Πώς γίνεται η εισαγωγή και η νοσηλεία τους; Ποιος και πώς θα ασχοληθεί με τη φροντίδα τους; Μέσω μιας αφήγησης που βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και τροφοδοτείται από τα λόγια των μεν και των δε, η Σορμάν σκιαγραφεί ένα βαθύ και ουσιαστικό πορτρέτο της σύγχρονης ψυχιατρικής. Μιλά για την ιστορία της ψυχιατρικής, την αποϊδρυματοποίηση, και ερευνά την ίδια τη φύση της τρέλας και τη σχέση της με τον «κανονικό» κόσμο. Οι ασθενείς αποκλείονται από την «κανονικότητα» και εγκλείονται, όχι τόσο για να ανακουφιστεί ο πόνος τους, αλλά επειδή ενοχλούν: «Θα κλείσουν πιο άνετα μέσα έναν άνθρωπο που ουρλιάζει στον δρόμο και σπάει μια στάση λεωφορείου με σιδηρολοστό παρά κάποιον που μιλάει χαμηλόφωνα στα δέντρα, μολονότι αυτός ο τελευταίος ίσως να πάσχει περισσότερο». Η ψυχιατρική δομή περισυλλέγει όσους δεν βρίσκουν πουθενά αλλού τη θέση τους και αποτελεί συχνά αντανάκλαση των δυσλειτουργιών και των παραλείψεων του εξωτερικού, «κανονικού» οικονομικού, πολιτικού και επιστημονικού κόσμου. Το βιβλίο εξετάζει τη λειτουργία ενός θεσμού ο οποίος έπεσε, όπως και όλο το νοσοκομειακό σύστημα, θύμα των δημοσιονομικών περικοπών και των κυρίαρχων γραφειοκρατικών και οικονομικών αντιλήψεων που εκδιώκουν καθετί το ανθρώπινο προς όφελος της αποτελεσματικότητας. Ενός θεσμού που πριμοδοτεί την απαρέγκλιτη εφαρμογή των πρωτοκόλλων, αντί να αφουγκράζεται και να εμβαθύνει. «Η Αντριέν δεν έχει τη δικαιοδοσία να φροντίζει τους ασθενείς· εάν το κάνει, η διοίκηση αποκαλεί αυτή την απόκλιση ολίσθημα ως προς τις αρμοδιότητες, και την αποδοκιμάζει». Σε αυτό το πολύ ωραίο, αξιόπιστο και αναλυτικό βιβλίο, η «τρέλα», χάρη στη γραφίδα της Τζόυ Σορμάν, αποκτά τη μορφή ποιήματος σε πρόζα, έπους ή μελαγχολικού τραγουδιού. Διότι αυτοί που αποφεύγουμε πλέον να τους αποκαλούμε «τρελούς» δεν έχουν στη διάθεσή τους τίποτε άλλο πέρα από τις λέξεις τους και τη φαντασία τους για να ορθώσουν ένα προστατευτικό ανάχωμα απέναντι στους «δαίμονες» που τους πολιορκούν. Να γιατί αυτή η κατάδυση στην τρέλα ηχεί και ως αλληγορία για τη λογοτεχνία, που αποτελεί αναγκαιότητα, οξύτερη ενδεχομένως στους τρελούς, αλλά ζωτικής σημασίας για όλους. (Laurence Houot, France Info/Culture, 20.3.2021)»

Το «Δώδεκα» του Παναγιώτη Πετρόπουλου στο Θέατρο «Δρόμος», κάθε Τετάρτη στις 9 μ.μ.

Το έργο «Δώδεκα» του Παναγιώτη Πετρόπουλου, παίζεται αυτό το διάστημα στο Θέατρο «Δρόμος», σε σκηνοθεσία του φίλου Εμμανουήλ Γ. Μαύρου. Πρωταγωνιστούν οι: Νίκος Πανόπουλος και ο έτερος φίλος, Γιάννης Αποστολίδης. Την αφήγηση κάνουν η Ήρα Δαμίγου και ο Σάββας Πογιατζής. Τα κουστούμια επιμελήθηκαν η φίλη Ρένα Σανταμούρη κι η Μάγδα Καλορίτη και τα Σκηνικά – Art Director υπογράφουν η Ρένα με την RS Architecture + Design Studio. Η μουσική είναι του Allen Grey κι οι φωτισμοί της Χριστίνας Φυλακτοπούλου.

Η περίληψη που ακολουθεί φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και περισσότερα για όλους τους συντελεστές, αλλά και για το έργο, θα μάθετε απ’ τον ιστότοπο του θεάτρου που θα βρείτε εδώ.

Περίληψη του έργου:

«Όταν μιλάμε για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε κανέναν μας δεν έρχεται στο μυαλό το όνομα του Ρότζερ Κέισμεντ ( Roger Casement ).

Για ποιο λόγο;

Ποιος ήταν άραγε αυτός ο άνθρωπος;

Για ποιους κατατρεγμένους αγωνίστηκε;

Γιατί καταδικάστηκε;

Ο πατέρας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ρότζερ Κέισμεντ μέσα από το κελί του, εξομολογείται την πολυτάραχη ζωή του στον καθολικό εφημέριο της φυλακής, Πατέρα Κάρεϊ, λίγες ώρες πριν την εκτέλεση του. Έχει δώδεκα ώρες καιρό για να τα πει όλα…

Πως μπορεί να χωρέσει μια ζωή σε δώδεκα ώρες για να μην επαναληφθεί η ιστορία της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από εταιρείες και κυβερνήσεις; Ο άνθρωπος που αγωνίστηκε για την αξιοπρέπεια των ιθαγενών του Κονγκό και της Αμαζονίας, ο επαναστάτης Ιρλανδός, ο ομοφυλόφιλος. Μια ζωή γεμάτη αγώνες, καρδιοχτύπια, προδοσία και μια ιστορία που επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς εξελικτικούς τρόπους.

Έχει δώδεκα ώρες μόνο!

Δώδεκα…»