«A page of madness» (1926): Μια ιαπωνική avant-garde βουβή ταινία για την τρέλα

Χρόνος ανάγνωσης: 7 λεπτά

Η ταινία «Kuretta Ippei» του Teinosuke Kinugasa (Τεϊνοσούκε Κινουγκάσα) — μια ταινία του 1926 γνωστή στη Δύση ως «A Page of Madness» — είναι αυτή που παρουσιάζεται σήμερα εδώ κι η επιλογή μου έχει να κάνει καθαρά με τη θεματολογία της. Την παρακολούθησα αφού διάβασα αυτό το άρθρο και θα σας εξηγήσω όσα περισσότερα πράγματα μπορώ γι’ αυτήν.

Ο σκηνοθέτης της λοιπόν, προσπάθησε να γυρίσει μια πειραματική ταινία ευρωπαϊκού τύπου στην Ιαπωνία και, στην πορεία, δημιούργησε ένα από τα σπουδαία ορόσημα του βωβού κινηματογράφου.

Γεννημένος το 1896, ο Kinugasa ξεκίνησε την ενήλικη ζωή του δουλεύοντας ως onnagata, ηθοποιός δηλαδή που ειδικεύεται στο να παίζει γυναικείους ρόλους. Το 1926, αφού δούλεψε για μερικά χρόνια υπό τον πρωτοπόρο σκηνοθέτη Shozo Makino, αγόρασε μια κινηματογραφική κάμερα και δημιούργησε ένα εργαστήριο στο σπίτι του για να γυρίζει τις δικές του ταινίες. Στη συνέχεια προσέγγισε μέλη της λογοτεχνικής ομάδας Shinkankaku (νέοι ιμπρεσιονιστές) για να τον βοηθήσουν στο να βρει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Ο συγγραφέας Yasunari Kawabata (Γιασουνάρι Καβαμπάτα), ήταν τελικά εκείνος που έγραψε το σενάριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως βάση για το «A Page of Madness». Ο Kawabata (του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1968) είναι ένας απ’ τους συγγραφείς που γνωρίζουμε στην Ελλάδα και που έχουμε διαβάσει βιβλία του. Βρήκα το συγκεκριμένο σενάριο που έγραψε τότε λοιπόν, το διάβασα μεταφρασμένο στ’ αγγλικά απ’ το περιοδικό Prism International και θα σας γράψω μια περίληψη για την ταινία που έχει βασιστεί αρκετά σ’ αυτό, αλλά όχι απόλυτα:

Μια γυναίκα οδηγείται σε ψυχιατρικό άσυλο μετά τον πνιγμό του μωρού της, ενώ ο ναύτης σύζυγος της απουσιάζει. Όταν εκείνος επιστρέφει, αποφασίζει να εργαστεί ως θυρωρός σ’ αυτό το άσυλο, αλλά εκείνη δεν τον αναγνωρίζει. Το ζευγάρι έχει ένα ακόμη παιδί, μια ενήλικη κόρη που πρόκειται να παντρευτεί κι ανησυχεί για την αντίδραση του αρραβωνιαστικού της όσον αφορά την κατάσταση της μητέρας της. Επισκέπτεται το άσυλο και βρίσκει έκπληκτη τον πατέρα της να εργάζεται εκεί. Ένας γενειοφόρος ασθενής της επιτίθεται στους κήπους κι η κόρη φεύγει τρέχοντας. Στη συνέχεια, παρακολουθούμε έναν από τους έγκλειστους να χορεύει και να ξεσηκώνει το άσυλο σε μια ξέφρενη εξέγερση, κατά την οποία η παράφρων μητέρα ρίχνεται στο έδαφος από τον ίδιο γενειοφόρο ασθενή. Ο θυρωρός του επιτίθεται για να την προστατέψει και δέχεται με τη σειρά του επίπληξη απ’ τον διευθυντή του ασύλου. Αργότερα, στο δωμάτιό του, ο θυρωρός ονειρεύεται να κερδίσει ένα έπαθλο λοταρίας ώστε να μπορέσει να το δώσει στην κόρη του ως γαμήλιο δώρο. Προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα του να δραπετεύσει από το άσυλο, αλλά εκείνη φοβάται να φύγει. Ονειρεύεται ότι στη φυγή σκοτώνει τον διευθυντή κι ότι η κόρη του παντρεύεται τον γενειοφόρο ασθενή. Την επόμενη μέρα φαντάζεται ότι δίνει σε όλους τους ασθενείς λαϊκές μάσκες και φοράει μία κι ο ίδιος. Στο τέλος, σφουγγαρίζει το πάτωμα του ασύλου καθώς ο γενειοφόρος ασθενής του υποκλίνεται.

Σύμφωνα με το σενάριο του Kawabata η μητέρα ευθύνεται για τον πνιγμό του μωρού της, το οποίο κρατούσε στην αγκαλιά της όταν προσπάθησε ν’ αυτοκτονήσει πέφτοντας σε μια λίμνη. Η ενήλικη κόρη την έσωσε τραβώντας την, αλλά το μωρό γλίστρησε απ’ την αγκαλιά της μητέρας τους με αποτέλεσμα να βρει φριχτό θάνατο. Ο σύζυγός της ακολούθως την εγκατέλειψε κι αργότερα επέστρεψε και προσελήφθη ως θυρωρός στο ψυχιατρικό άσυλο. Εξηγώ αυτά τα σημεία, μιας και στην ταινία δεν υπάρχουν υπότιτλοι.

Ο σκηνοθέτης με τη σειρά του για να την γυρίσει, όπως διάβασα εδώ, επισκέφτηκε το ψυχιατρικό νοσοκομείο Matsuzawa του Τόκιο (υπάρχει και λειτουργεί ακόμη) κι όσα είδε εκεί προσπάθησε να τ’ αναπαραστήσει σ’ ένα εγκαταλειμμένο στούντιο στο Κιότο. «Τα γυρίσματα» έγραψε αργότερα ο Kawabata σε μεταγενέστερη αυτοβιογραφική ιστορία «για την ταινία συνεχίζονταν μέχρι τα μεσάνυχτα, επειδή ο ηθοποιός (σημ: ο σπουδαίος πραγματικά Masao Inoue) που έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχε προγραμματιστεί να εμφανιστεί στη σκηνή σε δέκα ημέρες». Η ταινία, η οποία τελικά κόστισε περίπου 20.000 γιεν (περισσότερο από τις περισσότερες παραγωγές στούντιο υψηλού προϋπολογισμού της εποχής), προβλήθηκε για πρώτη φορά δημόσια στο Τόκιο στις 10 Ιουλίου 1926 (χωρίς μάλιστα τα συνηθισμένα συνοδευτικά σχόλια ενός ηθοποιού benshi που εξηγούσε συνήθως σημεία της πλοκής) και έλαβε ανάμεικτες κριτικές. Άλλοι την είδαν ως γενναία πειραματική, ελιτίστικη, άλλοι τη θεώρησαν εξαιρετικά προσιτή και ρεαλιστική. Εξαφανίστηκε πάντως αμέσως μετά και ο Kinugasa (που λέγεται ότι είχε σαφώς επηρεαστεί κι απ’ το «The Cabinet of Dr. Caligari» του Robert Wiene) υπέθεσε ότι είχε καταστραφεί σε μια πυρκαγιά στα στούντιο Sho-chiku. Το 1971, ωστόσο, ο σκηνοθέτης βρήκε δύο κόπιες κρυμμένες σε κουτάκια ρυζιού στο παλιό του σπίτι και η ταινία αποκαταστάθηκε με πρόσθετο soundtrack (εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου) και επανακυκλοφόρησε το 1971.

Η ταινία έχει θεωρηθεί ως ένα πολιτικό σχόλιο για την «κρατική καταστολή» καθώς και μια πραγματεία mise-en-abyme για το ρόλο του καλλιτέχνη στη σύγχρονη κοινωνία (σύμφωνα με τον Aaron Gerow). Ο ίδιος ο Kinugasa ισχυρίστηκε ότι εμπνεύστηκε όταν είδε τον αυτοκράτορα Yoshihito (1879–1926), που ταλανιζόταν από νευρολογικές διαταραχές. Όπως επισημαίνουν πάντως τόσο ο Gerow όσο κι άλλοι ερευνητές, η ταινία βγαίνει από έναν κόσμο «που κάλυπτε τις δικές του αντιφάσεις και αυταπάτες για κοινωνική ευπρέπεια, εθνική ιδεολογία, και αφηρημένη τάξη».

Η συγγραφή του σεναρίου έχει συζητηθεί πολύ και ο Aaron Gerow προσδιορίζει τουλάχιστον τέσσερις συγγραφείς (τους: Yasunari Kawabata, Minoru Inuzuka, Banko-Sawada και τον ίδιο τον Kinugasa) και άλλους τέσσερις σημαντικούς συντελεστές (τους: Richii Yokomitsu, Kunio Kishida, Teppei Kataoka, Shinzaburo- Iketani). Ο σκηνοθέτης, να σημειώσω για την ιστορία, ότι κέρδισε αργότερα Χρυσό Φοίνικα και Όσκαρ για μια άλλη του ταινία, το «The Gate of Hell» (1965).

Θεωρώ επίσης χρήσιμο να παραθέσω όσα διάβασα εδώ κι εσείς που θα δείτε την ταινία θα βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα: «Ο Gerow διερευνά την πορώδη φύση των συνόρων μέσα στην ταινία με κάποιες λεπτομέρειες και υποστηρίζει ότι το κυκλικό μοτίβο (μπάλες, τροχοί, τελείες) αντιπροσωπεύει την ασταθή διάκριση μεταξύ λογικής και τρέλας «που υπογραμμίζει τους φόβους σχετικά με τη μοίρα της επανάληψης (για παράδειγμα, ο φόβος ότι ο παράφρων [η μητέρα] θα γεννήσει τον παράφρονα [την κόρη]». Ο φόβος ότι η τρέλα είναι πάντα έτοιμη να καταβροχθίσει τη λογική, αναπαρίσταται ιδιαίτερα στη φιγούρα του θυρωρού που, ενώ φαινομενικά λογικός, καταλαμβάνει μια μάλλον διφορούμενη θέση στο άσυλο και υπάρχει μια υπόθεση –αν και αυτό δεν έχει ποτέ συγκεκριμενοποιηθεί– ότι είτε είναι εκεί όντως είτε όχι (εμφανίζεται μερικές φορές ως διάφανο φάντασμα). Αυτό εκφράζεται ίσως πιο ξεκάθαρα στην τελευταία σκηνή όπου ο θυρωρός φαντάζεται τον εαυτό του να μοιράζει μάσκες σε όλους τους κρατούμενους».

Ο Kawabata, στον οποίο αφήνω τον επίλογο της ανάρτησης (αλλά προσέξτε όχι και της συγκεκριμένης ιστορίας), στο «Ο άνθρωπος που δεν χαμογέλασε» (μεταγενέστερη αυτοβιογραφική ιστορία για τη δημιουργία της ταινίας) έγραψε:

«Θα κάνω την τελευταία σκηνή ονειροπόληση. Απαλές χαμογελαστές μάσκες θα εμφανιστούν σε όλη την οθόνη. Επειδή δεν μπορούσα να ελπίζω ότι θα δείξω ένα λαμπερό χαμόγελο στο τέλος αυτής της σκοτεινής ιστορίας, τουλάχιστον θα μπορούσα να τυλίξω την πραγματικότητα με μια όμορφη, χαμογελαστή μάσκα»…

Η ταινία διαδραματίστηκε σε ψυχιατρείο. Με πονούσε να βλέπω τις άθλιες ζωές των τρελών ανθρώπων που παρακολουθούσαμε κάθε μέρα. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι θα ένιωθα απελπισμένος εκτός κι αν μπορούσα να προσθέσω με κάποιο τρόπο ένα φωτεινό τέλος. Φοβόμουν ότι δεν μπορούσα να βρω ένα αίσιο τέλος γιατί η προσωπικότητά μου ήταν πολύ ζοφερή. Χάρηκα λοιπόν που είχα σκεφτεί τις μάσκες. Ένιωσα μια ευχάριστη αίσθηση όταν φαντάστηκα ότι κάθε άτομο μέχρι το τελευταίο στο ψυχιατρείο, φοράει μια μάσκα γέλιου. Η γυάλινη οροφή του στούντιο έλαμπε πράσινη. Το χρώμα του ουρανού είχε ανοίξει με το φως της ημέρας. Ανακουφισμένος, επέστρεψα στο κατάλυμα μου και κοιμήθηκα ήσυχος…

Ονειρευόμουν σαν να περίμενα το μέλλον, όταν ο κόσμος θα ήταν σε αρμονία και όλοι οι άνθρωποι θα φορούσαν το ίδιο απαλό πρόσωπο με αυτές τις μάσκες…»

Δημοσιεύθηκε από

aikaterinitempeli

Η Αικατερίνη Τεμπέλη γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά έζησε μερικά απ’ τα πιο ενδιαφέροντα χρόνια της ζωής της στη Θεσσαλονίκη και στο Ηράκλειο, όπου σπούδασε αντίστοιχα Ψυχολογία και Κοινωνική Εργασία. Στην Αθήνα εκπαιδεύτηκε στην οικογενειακή θεραπεία (Μονάδα Οικογενειακής Θεραπείας-ΨΝΑ) και στην βραχεία ψυχοθεραπεία. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής για 2 χρόνια στο “Θέατρο των Αλλαγών” και μονωδίας για 3 χρόνια στο “Ολυμπιακό Ωδείο” Ηρακλείου. Εργάστηκε για πάνω από μια δεκαετία στο ραδιόφωνο (Ράδιο Κρήτη, 9,84, Studio 19, ΕΡΑ Ηρακλείου, 102-ΕΡΤ 3 κ.ά.) ως παραγωγός και παρουσιάστρια ραδιοφωνικών εκπομπών, καθώς και σε γνωστά περιοδικά κι εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Το 1993 κέρδισε το Α' Πανελλήνιο βραβείο, σε γραπτό διαγωνισμό της Deutsche Welle, με θέμα το ρατσισμό κι εκπροσώπησε τη χώρα μας στην Κολωνία. Τον επόμενο χρόνο, το 1994, πήρε Διάκριση στον Παγκρήτιο Διαγωνισμό Ποίησης. Σήμερα ζει στην Αθήνα και ταξιδεύει πάντα στις ζωές των άλλων. Τις νύχτες γράφει στίχους, που μελοποιεί συνήθως ο Παναγιώτης Λιανός. "Το ποτάμι στον καθρέφτη" είναι το τρίτο της βιβλίο και κυκλοφορεί απ' την "Άνεμος εκδοτική". Προηγήθηκαν "Η σκόνη των άστρων" (2010) και το "Βενετσιάνικο χρυσάφι" (2007) . Και τα δύο εκδόθηκαν απ' τις εκδόσεις "Μοντέρνοι Καιροί".

Σχολιάστε