Παρουσίαση βιβλίου: «Ο Αυτόχειρας Ποιητής Δημήτρης Β.», της Μαρίας Φαφαλιού

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

«Σ’ αμφίδρομη αστραπή κρέμεται η αγάπη/

σαν πετρολουλουδο στο χείλος του γκρεμού.

Κι αν τ’ όνειρο έχει ωριμάσει μέσα σου

κι οι γύρω σου τ’ αρνιούνται

ψάξε για νέο ορίζοντα».

Το εξαιρετικό βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες απ’ τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», παρουσιάζεται σήμερα εδώ. Κι αυτό που έχει σημασία να υπογραμμίσω απ’ την αρχή κι ισχύει γενικότερα για τον τρόπο που γράφει η συγκεκριμένη συγγραφέας, είναι ότι κάθε φορά που διαβάζω κάτι δικό της διαπιστώνω με πόσο σεβασμό, ευαισθησία και προσοχή αντιμετωπίζει το εκάστοτε θέμα της: τους ανθρώπους δηλαδή, τις ιστορίες των οποίων φέρνει στο φως. Και πιστεύω πως κάποιες απ’ αυτές τις ιστορίες θα τις σκέπαζε η λήθη του χρόνου, αν εκείνη δε μάζευε στοργικά τα θραύσματά τους για ν’ αποτυπώσει τη συνολική εικόνα.

Αυτό το βιβλίο λοιπόν, που είναι ουσιαστικά μια ανθολογία, εκπληρώνει ένα παλιό «χρέος», αποτίει φόρο τιμής στον πρωταγωνιστή του τον αυτόχειρα ποιητή Δημήτρη Β., ανιψιό του σπουδαίου ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου και φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτό κείμενο του έτερου νέου ποιητή, Πέτρου Βρεττάκου, για την ποίηση του πρώτου. Για να δούμε όμως τι εξηγεί η κυρία Φαφαλιού για τις προθέσεις της: «Ποιος, αλήθεια, ήταν αυτός ο ωραίος άνθρωπος, ο αυτόχειρας ποιητής Δημήτρης Β.; Ελπίζω ότι οι αναγνώστες θα τον γνωρίσουν μέσα από τα έργα του, πέρα απ’ τα δικά μου λόγια. Θα γνωρίσουν έναν άνθρωπο που, στο Δρομοκαΐτειο όπου νοσηλευόταν, όλοι είχαν να λένε πόσο ευγενής, πόσο καλοσυνάτος, πόσο συμπονετικός ήταν…» Και πόσο μορφωμένος όπως διαπίστωσα διαβάζοντας τα ποιήματα του, θαυμάζοντας το εύρος των γνώσεών του.

Παρακάτω, ξεχώρισα αυτό το σημείο στον Πρόλογο της συγγραφέως: «Πιστεύω ότι η υπόθεση της φροντίδας των ψυχικά πασχόντων είναι μια σειρά από «δεν προλάβαμε», μια σειρά από αναβολές και παραλείψεις, μια σειρά από μικρά ή μεγάλα τραύματα στην ψυχή του α-σθενούς…» Και καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι εννοεί όσα άτομα εμπλεκόμαστε ως ειδικοί με το χώρο της ψυχικής υγείας, συνδεθήκαμε με ανθρώπους που γνωρίσαμε και θρηνήσαμε την απώλεια τους.

Συνεχίζοντας επισημαίνει ότι: «(…) ο Δημήτρης με τη στάση ζωής και με το έργο του έγινε ένας πρέσβης, δίαυλος επικοινωνίας των «μέσα» με τους «έξω». Μίλησε ανοιχτά για την ψυχική ασθένεια. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη το 1991, αφού είπε το όνομα και το επώνυμο του, συνέχισε: «Είμαι ψυχικά ασθενής για δεκαπέντε χρόνια. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να το αναφέρω γιατί, κοιτάξτε να ιδείτε, αυτό μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε. Δεν είναι θέμα ότι είναι μια σφραγίδα ανεξίτηλη που μπαίνει στον κάθε άνθρωπο και δε βγαίνει». Πόσο ρηξικέλευθη άποψη για την εποχή του… Μη ξεχνάτε ότι αυτά τα δήλωσε γενναία δημόσια, τρεις δεκαετίες πριν. Γνωρίζοντας ότι ακόμη και σήμερα κυριαρχεί ο στιγματισμός έναντι των ατόμων με ψυχιατρική εμπειρία, σκεφτείτε τι συνέβαινε τότε. Κι όμως πήρε το ρίσκο να εκτεθεί για να σπάσει τα στερεότυπα που ένιωσα ότι αποτύπωσε σ’ ένα άτιτλο ποίημα, με τους ακόλουθους στίχους:

«…δε με βλέπεις πια

παρά σαν μία

οδυνηρή πραγματικότητα

που σε τρομάζει…»

Και παρά το ότι το βιβλίο της κυρίας Φαφαλιού καταγράφει τη δική του προσωπική διαδρομή στον ιδρυματικό χώρο, δεν παύει ν’ αποτελεί κι ένα ντοκουμέντο για την πορεία της ψυχιατρικής στη χώρα μας. Διάβασα για παράδειγμα, κείμενα του Δημήτρη Β., που μου έφεραν στο νου εκείνα του Ρώμου Φιλύρα όταν εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο (παράλληλες οι διαδρομές της οδύνης, βλέπετε, κι όμως τέμνονται πού και πού), κι άλλα που απέπνεαν αισιοδοξία όταν αναδύθηκε η προοπτική της ζωής στην κοινότητα, σ’ ένα διαμέρισμα πια, στο κέντρο. «Γιατί δε μπορεί κάποιος να είναι καλά άμα δεν έχει στόχους στη ζωή του», όπως είχε εξομολογηθεί κάποτε στη συγγραφέα ο αυτόχειρας ποιητής.

Θα ‘ταν παράλειψη να μην αναφέρω κάπου εδώ, ότι έχω διαβάσει και το σχετικό άρθρο του συγγραφέα Γρηγόρη Χαλιακόπουλου για τον αυτόχειρα ποιητή στην «Εφημερίδα των Συντακτών», που φυσικά συμπεριλαμβάνεται στις πηγές που χρησιμοποιεί η συγγραφέας (κι εξηγεί στον πρόλογο, όπως το συνηθίζει, τη μεθοδολογία της), μαζί με φωτογραφίες τόσο του ποιητή όσο και έργων του, απ’ το αρχείο του.

Έψαξα επίσης μήπως βρω βιντεοσκοπημένο το «Ο τροβαδούρος», το ποίημα δηλαδή του Δημήτρη Β., που μελοποίησε ο Λουδοβίκος των Ανωγείων και παίχτηκε σε τηλεοπτική εκπομπή, αλλά δεν κατέστη εφικτό, έτσι αντιγράφω εδώ τους στίχους:

«Την ξέρετε την κόρη την καλή

που κάθε μέρα στο παζάρι πάει:

πλεξούδα έχει χτενίσει το μαλλί

και σαν πριγκιποπούλα περπατάει.

Στο χέρι της πανέρι γιασεμιά

που μοιάζουν

-μπρος την ομορφιά της-

μαραμένα

κι είναι του κόσμου η αγάπη μια :

η κόρη με τα μάτια τα θλιμμένα.

Θα βρω φιλί να δίνει τη χαρά, μακριά απ’ το στεναγμό

θα βρω λιμάνι

και με του ονείρου μου

τα δυνατά φτερά

θα βγάλω

την πριγκίπισσα σεργιάνι».

Παίρνοντας πάντως στα χέρια μου αυτό το βιβλίο, να ομολογήσω και το εξής: πρόσεξα το εξώφυλλο που δίνει την αίσθηση ενός προσωπικού τετραδίου σημειώσεων, εκμυστηρεύσεων ίσως. Και κάπως έτσι αισθάνθηκα κι όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα και κατάλαβα γιατί σχεδιάστηκε έτσι. Και θα καταλάβετε κι εσείς, όταν το πάρετε στα χέρια σας.

Για τον επίλογο τώρα, κράτησα δύο αποσπάσματα από συνεντεύξεις που έδωσε ο Δημήτρης Β.; «Να τι ήθελα να πω στους έξω, σ’ εκείνους που έχουν την ευθύνη για το χώρο στον οποίο ζούμε. Απλώς να μας βοηθήσουν, να εργαστούνε με περισσότερη συνέπεια και να συνειδητοποιήσουν ότι κάθε λεπτό που περνάει μέσα στο Ίδρυμα δεν είναι ένα λεπτό χαμένο – είναι ένα λεπτό πονεμένο στις περισσότερες περιπτώσεις. Κι είναι μια πράξη που όλοι θα τη θαυμάζουνε, αν καταφέρουνε να βελτιώσουν τις συνθήκες…

(…) Αυτό που χρειαζόμαστε πρώτα-πρώτα είναι: Αγάπη. Χρειαζόμαστε ανθρώπους να ενδιαφερθούν, το κυριότερο, για μας. Και μετά, αν υπάρξει το ενδιαφέρον, νομίζω και τα κονδύλια, όλα, θα βρεθούν. Αν μας κοιτάξουν με διαφορετικό μάτι».-