Τα καλύτερα και πιο ενδιαφέροντα βιβλία & περιοδικά του 2023*

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Και φέτος θα γράψω την ίδια φράση ακριβώς με πέρυσι: ότι δηλαδή διάβασα περισσότερα βιβλία (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κυκλοφόρησαν όλα το 2023*), απ’ όσα πρόλαβα να γράψω γι’ αυτά. Και θα εξηγήσω ξανά ότι τα βιβλία που διαλέγω να παρουσιάσω, έχει σημασία να ξέρετε, ότι δεν μου τα στέλνει κανένας εκδότης. Τα επιλέγω με μόνο κριτήριο τα ενδιαφέροντά μου κι έτσι θεωρώ ότι ο υποκειμενικός τρόπος που τα προσεγγίζω, αν μη τι άλλο, έχει την προσωπική μου σφραγίδα. Έτσι λοιπόν να εκλάβετε και τη λέξη «καλύτερα» που διαβάζετε στον τίτλο.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Κι έτσι βλέπετε «Το Τούνελ» του Γουίλιαμ Χ. Γκας, που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Καστανιώτη» σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή (πιστεύω ότι πάντα πρέπει να εμφανίζονται στα εξώφυλλα και τα ονόματα των μεταφραστών και κακώς δε γίνεται ορισμένες φορές) και την ποιητική συλλογή «Ένας φορητός παράδεισος» του Roger Robinson που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Κείμενα» σε μετάφραση του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου (ήμουν μάλιστα και στην πολύ ωραία παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στο «Μονόκλ» και συντόνισε ο καλός φίλος Νικόλας Περδικάρης). Πάρα πολύ μου άρεσε επίσης και το νέο βιβλίο του László Krasznahorkai που τιτλοφορείται «Herscht 07769-Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ» και κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Πόλις» σε μετάφραση της Μανουέλα Μπέρκι.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Η πρώτη ανάρτηση πάντως του χρόνου, αφορούσε ένα περιοδικό (μιας και διαβάζω και τέτοια): το «Εκτός» που κυκλοφορεί απ’ τις «Εκδόσεις των Άλλων», με θέμα το Άστυ. Και τον περασμένο Μάρτη έγραφα τις εντυπώσεις μου για το Τεύχος Έκτο του fanzine της «Λοκομοτίβα», για το «Ελεύθεροι στη Μυλόπετρα» του Χρήστου Ποζίδη, μετέφραζα αποσπάσματα από ένα ακόμη τεύχος του ριζοσπαστικού αγγλικού περιοδικού «Asylum» (Sping 2023, Volume 30, Number 1) και παρουσίαζα ένα βιβλίο, στο οποίο συμμετέχω κι εγώ και δεν είναι άλλο απ’ το «Σάμος, μια μέρα…» που κυκλοφόρησε η Βιβλιοθήκη Σάμου.

Τον Απρίλιο φιλοξενούσα την είδηση για μια ακόμη μετάφραση των ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου και μετέφραζα με τη σειρά μου απ’ τα ιταλικά κάποια αποσπάσματα απ’ το βιβλίο της Simona Vinci, «La prima verità» που σχετίζεται με τον μεγάλο μας ποιητή. Τότε κυκλοφόρησε κι η «Τηλεφυματίωση» του Τέου Ρόμβου, και καθώς πλησίαζε το Πάσχα ήταν η κατάλληλη στιγμή να παρουσιάσω το graphic novel των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη «Η μεγάλη βδομάδα του Πρεζάκη» απ’ το ομότιτλο διήγημα του Μ. Καραγάτση. Ασχολήθηκα επίσης με δύο βιβλία που σχετίζονται με την τρέλα, δηλαδή το «Ο λίθος της τρέλας» του Μπενχαμίν Λαμπατούτ και το «Στην τρέλα» της Joy Sorman και μοιράστηκα μαζί σας όσα μου έκαναν εντύπωση απ’ «Τα Τετράδια Ψυχιατρικής», το γνωστό περιοδικό δηλαδή που είχε αφιέρωμα στο γιατρό της Μακρονήσου, Αντώνη Παλαιολόγου.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Τον περασμένο Μάιο ξεχώριζα μια ακόμη ξένη έκδοση για τον Allen Ginsberg και ήμουν η ομιλήτρια μιας εκδήλωσης που έγινε στο «Μονόκλ». Εκεί ασχολήθηκα και με κάποια απ’ τα βιβλία που σας ανέφερα ήδη αλλά και μ’ άλλα, μιας και το θέμα μου ήταν «Αναπαραστάσεις της τρέλας στη λογοτεχνία και την ποίηση», με παραδείγματα απ’ τη νεοελληνική λογοτεχνική και ποιητική παραγωγή του 19ου αιώνα καθώς και τη σύγχρονη ελληνική ποίηση και ξένη πεζογραφία. Τον Ιούνιο πάντως παρουσίαζα με πολύ ωραία παρέα στο «Επί Λέξει», το βιβλίο μιας αγαπημένης φίλης, της Ανθής Θεοχάρη κι έγραφα τη γνώμη μου γι’ αυτό καθώς και για τον «Οβολο» του έτερου φίλου, Κυριάκου Μουτίδη, του οποίου η παρουσίαση στη «Λοκομοτίβα» θα μου μείνει αξέχαστη και χαίρομαι πολύ που ήμουν εκεί.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Τον ίδιο μήνα μετέφραζα αποσπάσματα απ’ το νέο τεύχος του «Asylum» (Summer 2023, Volume 30, number 2), μοιραζόμουν εδώ τις σκέψεις μου για το Τεύχος Έβδομο του fanzine της «Λοκομοτίβα» κι ετοιμαζόμουν για διακοπές (εννοείται και το καλοκαίρι διάβασα πολύ, αλλά έκανα ελάχιστες αναρτήσεις).

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Ο Σεπτέμβριος με βρήκε να διαβάζω την είδηση μιας ξένης έκδοσης για τον Λευκάδιο Χερν, μίας άλλης σχετικά με τα πειράματα του Μίλγκραμ, να μεταφράζω απ’ τα αγγλικά αποσπάσματα απ’ το νέο τεύχος του «Asylum» (Autumn 2023, Volume 30, number 3), να δημοσιεύω ένα αφιέρωμα στον Σάντορ Μάραϊ και τέλος να παρακολουθώ παιδάκια να διαβάζουν με μεγάλη αφοσίωση (πόσο παρήγορο για την εικονιστική εποχή που ζούμε) στο Πάρκο Λάμψα.

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Τον Οκτώβριο άρχισα να διαβάζω για τον Ίταλο Καλβίνο, ώστε να κλείσω τη χρονιά με την παρουσίαση ενός σχετικού βιβλίου, μοιράστηκα μαζί σας ένα ποίημα του Δημήτρη Τρωαδίτη (είχα τη χαρά να τον γνωρίσω από κοντά στο «Μονόκλ», όπως και το Μάικλ Αλεξανδράτο των Cycladic Press) απ’ την συλλογή του «Με μια εμμονή στην κωλότσεπη», και παρουσίασα εδώ το νέο βιβλίο της κυρίας Μαρίας Φαφαλιού «Ο Αυτόχειρας Ποιητής Δημήτρης Β».

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Το Νοέμβριο πρόσεξα μία ακόμη ξένη έκδοση για την «αυτοκρατορία της κανονικότητας» και το μήνα που διανύουμε μ’ απασχόλησαν δύο ακόμη εκδόσεις που αφορούν τον Κάρολο Ντίκενς (και δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά). Η πρώτη είναι αυτή της Helena Kelly και η δεύτερη αυτή του Lee Jackson . Το ίδιο διάστημα η Βιβλιοθήκη Σάμου κυκλοφόρησε ένα νέο βιβλίο για την Άλκη Ζέη που πολύ θέλω να διαβάσω κι εγώ μετέφραζα απ’ τα αγγλικά αποσπάσματα απ’ τα άρθρα του «Asylum» (Winter 2023, Volume 30, number 4).

Δημοσίευσα, τέλος, τη γνώμη μου για το βιβλίο «Οδηγός για Ψυχοθεραπευτές — Διευκολύνοντας συζητήσεις με θεραπευόμενους που παίρνουν συνταγογραφούμενα ψυχιατρικά φάρμακα ή αποσύρονται από αυτά» που κυκλοφόρησε απ’ τις Εκδόσεις των Συναδέλφων και το Hearing Voices Network (Δίκτυο Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές). Δεν έχω παράπονο εν κατακλείδι: ήταν μια πολύ γεμάτη, αναγνωστική χρονιά (που τελειώνοντας θα με βρει να διαβάζω το βιβλίο του John Taylor για τον Ηλία Πετρόπουλο). Εύχομαι το ίδιο και για την επόμενη.-

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Παρουσίαση βιβλίου: «Στην τρέλα» της Joy Sorman

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο)

Το βιβλίο που επέλεξα να σας παρουσιάσω σήμερα εδώ, κυκλοφόρησε πρόσφατα απ’ τις Εκδόσεις «Πόλις», τιτλοφορείται «Στην τρέλα», το υπογράφει η Joy Sorman και το έχει μεταφράσει η Αριάδνη Μοσχονά. Στο οπισθόφυλλό του, εξηγούνται πάρα πολλά πράγματα για το περιέχομενό του, αλλά πριν το παραθέσω, θα σας γράψω μερικά άλλα για να καταλάβετε περισσότερα για το πλαίσιο της κατάστασης, όσον αφορά τις ψυχιατρικές εξελίξεις στη Γαλλία. Περιληπτικά λοιπόν, γι’ αρχή να ξέρετε, και παρακάτω θα εξηγήσω κι άλλα, ότι τα χρυσά χρόνια της Ψυχιατρικής (το διάστημα δηλαδή απ’ το 1960-1990, όπου αμφισβητήθηκε ο εγκλεισμός, προωθήθηκε η τομεοποίηση, κ.ο.κ.), έχουν περάσει πια κι ότι πλέον «τα κοινωνικοιατρικά κέντρα δεν διαθέτουν θέσεις και πόρους, ότι οι κινητές μονάδες κατ’ οίκον δεν επαρκούν, ενώ τα θεραπευτικά κέντρα προσωρινής υποδοχής είναι ανεπαρκώς εξοπλισμένα και διόλου φιλόξενα». Μ’ έναν νόμο δε, του 2005 οι ψυχικές διαταραχές έχουν ενταχθεί στο πεδίο της αναπηρίας (το μηνιαίο επίδομα ανέρχεται στα 900 ευρώ), μ’ ό,τι συνεπάγεται αυτό. Επιπρόσθετα, το σχέδιο Vigipirate (σχέδιο εθνικής προστασίας απέναντι στα τρομοκρατικά χτυπήματα), έχει αποκλείσει τους έγκλειστους στα ψυχιατρεία (όπου πολλοί παραμένουν πια και για κοινωνικούς λόγους), ακόμη περισσότερο απ’ την έξω ζωή, μιας κι απαγορεύονται κι οι επισκέψεις π.χ., στα Μουσεία, για ‘κείνους.

Όσον αφορά τώρα το συγκεκριμένο βιβλίο, για να το γράψει η συγγραφέας, Τζόυ Σορμάν, επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη και για έναν ολόκληρο χρόνο «το περίπτερο 4Β» ενός ψυχιατρείου στη Γαλλία και σημείωνε τις εντυπώσεις της, που θα μάθετε ποιες είναι. Για την κατάσταση των ψυχιατρικών ιδρυμάτων της συγκεκριμένης χώρας είχα γράψει στο παρελθόν αυτήν την ανάρτηση που έχει σημασία να γνωρίζετε και εξηγώ επίσης και το εξής: ότι από το 2009 το Υπουργείο Δικαιοσύνης κι ακολούθησε και το Υπουργείο Υγείας, έχουν πάρει κάποια μέτρα για ν’ αποτρέψουν τις αυτοκτονίες των κρατουμένων στις φυλακές, καθώς και των εγκλείστων στα ψυχιατρικά ιδρύματα, χορηγώντας τους «προστατευτικά κιτ» που περιέχουν χάρτινες πυτζάμες μιας χρήσης, καθώς και πυρίμαχα στρώματα κι αδιάβροχα σεντόνια. Παρ’ όλα αυτά, δύο κρατούμενοι των γαλλικών φυλακών κατάφεραν ν’ αυτοκτονήσουν χρησιμοποιώντας τα, τα πρώτα χρόνια μάλιστα που τους δόθηκαν. Ως τώρα έχουν χορηγηθεί 1.100 όπως διάβασα κι η Σορμάν συνάντησε στο ψυχιατρείο άτομο με τέτοια «ενδυμασία» (χάρτινες πυτζάμες δηλαδή) και γράφει πώς της φάνηκε όλο αυτό. Από το 2010, ασκείται μεγάλη κριτική γι’ αυτά τα «αντι-αυτοκτονικά κιτ» κι η γενική γραμματέας του σωφρονιστικού συνδικάτου CGT Celine Verzelletti είχε πει μάλιστα σε συνέντευξή της στη «Nouvelle Observateur», ότι «όχι μόνο δεν είναι αποτελεσματικά, αλλά αν χρησιμοποιηθούν γι’ αυτοκτονία είναι και χειρότερα απ’ οτιδήποτε άλλο» και κατέληξε στο «Europe 1» λέγοντας ότι «η μόνη λύση που βλέπω είναι ότι δεν πρέπει πλέον να τα διανέμουμε». Αλλά απ’ ότι φαίνεται, στα ψυχιατρεία εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται.

Σε άλλο πάλι, σημείο του βιβλίου η Σορμάν εξηγεί ποια είναι τα 7 μενού που σερβίρονται στο «περίπτερο 4Β», ώστε «ο καθένας να λαμβάνει την προσωπική του μερίδα ανάλογα με τις ιατρικές οδηγίες, τις θρησκευτικές και πολιτισμικές πρακτικές…», κι είναι τα εξής: «κανονικό, ψιλοκομμένο, πολτοποιημένο, 1.800 θερμίδων, χωρίς χοιρινό, χωρίς ζάχαρη, χορτοφαγικό». Υπάρχουν επίσης στο χώρο του ψυχιατρείου καθαριστήριο, κομμωτήριο-κέντρο αισθητικής, καφετέρια (με βιβλιοθήκη, επιτραπέζια παιχνίδια, εφημερίδες, κ.α.), παρεκκλήσι, γυμναστήριο, συνδικαλιστικό στέκι, εργαστήριο εργοθεραπείας, κήποι, κτλ, τα δωμάτια είναι μονοκλινα και σπάνια γίνονται καθηλώσεις. Αλλά πριν εντυπωσιαστείτε ίσως διαβάζοντας όλα αυτά και θεωρήσετε ότι οι συνθήκες διαβίωσης είναι πολύ καλύτερες σε σχέση με ελληνικά ψυχιατρικά ιδρύματα που έχετε δει ή και δουλέψει σ’ αυτά, να υπογραμμίσω ότι στην πραγματικότητα ο ιδρυματισμός θριαμβεύει όπως και σε κάθε άλλη κλειστή δομή και οποιαδήποτε πτυχή της καθημερινότητας των εγκλείστων και συνακόλουθα των νοσηλευτών, ελέγχεται απόλυτα κι είναι αυστηρά προκαθορισμένη. Σε σημείο τέτοιο δηλαδή που μοιάζει να μην έχουμε κάνει βήματα βελτίωσης απ’ την εποχή που ο Ίρβινγκ Γκόφμαν δημοσίευσε το εμβηματικό του έργο για τα «Άσυλα» και αν δεν είναι αυτό δυστοπία (έχω βαρεθεί να βλέπω ν’ αναμασάται συνεχώς η λέξη, αλλά εδώ ταιριάζει απόλυτα) δε ξέρω τι είναι.

Η συγγραφέας εξηγεί πόσους κανόνες, την ύπαρξη των οποίων δεν υποπτευόταν καν, παραβίασε και να τι λέει και μια νοσηλεύτρια, για παράδειγμα: «(…) Και η παραμικρή πρωτοβουλία πρέπει να εγκρίνεται από τον υπολογιστή, πριν από κάθε απόφαση πρέπει να εξετάζεται ο φάκελος του ασθενούς. Έχουμε το δικαίωμα να τον πάμε στην καφετέρια; Έχει το δικαίωμα να τηλεφωνήσει; Έχουμε το δικαίωμα να τον πάμε μια βόλτα στο πάρκο αγκαζέ και να καθίσουμε στον ήλιο; Μας έχουν κατασχέσει κάθε ελευθερία αξιολόγησης. Δέκα φορές τη μέρα, πρέπει να επιστρέφουμε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να πατάμε την καρτέλα του ασθενούς και να πειθαρχούμε στις εντολές του γιατρού που νομοθετεί εξ αποστάσεως ακόμη και για τις πιο ανώδυνες ενέργειες της καθημερινότητας. Η ζωή είναι πλέον συνταγογραφημένη, το τηλέφωνο ή το τσιγάρο εξαρτώνται από μια ιατρική συνταγή, ακόμα και ο επιτρεπόμενος αριθμός των τσιγάρων εξαρτώνται από μια ιατρική συνταγή, ακόμη κι ο επιτρεπόμενος αριθμός μπουκαλιων νερού, διότι οφείλουμε επίσης να εντοπίσουμε την πολυδιψία εκείνου που πίνει ακατάσχετα, για να γεμίζει το στομάχι του νερό ώστε να μειώνει τη δράση των φαρμάκων…» Και μένει έτσι χρόνος για ουσιαστικές σχέσεις, μεταξύ του προσωπικού και των νοσηλευομένων που ως φορείς εξουσίας τους διαχειρίζονται μονίμως; Φιλοσοφικό καθαρά το ερώτημα, όπως καταλαβαίνετε. Κι όμως, οι σχέσεις είναι περισσότερο από κάθε τι άλλο, θεραπευτικές: «Οι ασθενείς στερούνται την οικογένειά τους, τους φίλους τους, το σύντροφο τους, είμαστε οι τελευταίοι που μπορούμε να τους προσφέρουμε λίγη στοργή. Αν αρνηθούμε να τους αγαπήσουμε», λέει ο βουδιστής νοσηλευτής Μπαρναμπέ, «θα πεθάνουν...» Αλλά, στο ψυχιατρείο δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια κι ούτε βέβαια, όλοι οι εργαζόμενοι σκέφτονται σαν τον Μπαρναμπέ…

Το βιβλίο αυτό λοιπόν αξίζει να το διαβάσετε για όλους αυτούς τους λόγους και φυσικά για όσα διηγούνται οι άνθρωποι που συνάντησε εκεί η συγγραφέας. Άνθρωποι που κακοποιήθηκαν απ’ τους γονείς τους όπως ο Φρανκ: «μικρός, ήμουνα δυσλεκτικός κι ο πατέρας μου με ξυλοφόρτωνε· ήτανε δερματολόγος, κι ετσι ήξερε πού ακριβώς να χτυπήσει για να αφήνει όσο το δυνατόν περισσότερα σημάδια. Με κοπάναγε για το παραμικρό, επειδή είχα χρησιμοποιήσει παραπάνω χαρτί τουαλέτας…» Άνθρωποι, όπως η Μαρία που λέει: «Αλλοτε η θρησκεία, και τώρα η ψυχιατρική, μας καταδιώκουν. Ξέρετε, με τους ψυχιάτρους, το θέμα δεν είναι αν τους συμπαθώ ή όχι, αλλά το ότι θεωρούν πως δουλειά τους είναι να αναζητάνε τα προβλήματα, να θέλουν να καταλάβουν γιατί και πώς είναι κάποιος ψυχικά διαταραγμένος ενώ δεν τους έχει ζητήσει κανένας τίποτα, έχουν το βλέμμα τους συνεχώς στραμμένο πάνω μας. Κι οι νοσοκόμες, έχετε δει πώς με κοιτάζουν αφ’ υψηλού, εμένα σκασίλα μου, τις κοιτάζω με ύφος Ζαν ντ’ Αρκ. Δείτε τους αυτούς τους ιεροεξεταστές, τους ψυχιάτρους που κυνηγάνε τους δήθεν μη φυσιολογικούς, τους πειραγμένους και τους ανώμαλους, πολύ περισσότερο απ ό,τι νοιάζονται για το δικό μας πόνο, πιστέψτε με…»

Κι η Σορμάν συνεχίζει κι εξηγεί συγκινητικά, πόσο τραυματικό ήταν για τη Μαρία να της στερήσουν την ομορφιά της, να της κόψουν τα μαλλιά της με τέτοιο τρόπο (γιατί έτσι βόλευε την κομμώτρια), ώστε να φανούν οι γκρίζες της ρίζες και να την κοροϊδέψει επιπλέον κάποιος νοσηλευτής, παρομοιάζοντάς τη με «γέρικη χελώνα». Είτε σωματική είναι η κακοποίηση, είτε συναισθηματική, το τραύμα συνδέεται με την ανάπτυξη ψυχιατρικών συμπτωμάτων, όπως ξέρουμε πια κι είναι φοβερό να σε τραυματίζει κι ο χώρος κι οι άνθρωποι που θα έπρεπε να είναι φροντιστικοί απέναντί σου. Η ματαίωση, η ακύρωση, η αντικειμενοποίηση, η απανθρωποποίηση, δυστυχώς εννοούνται επίσης και συνυπολογίζονται μαζί με την επιτήρηση, την τιμωρία, την απρόσωπη διοικητική Μέδουσα, τις οικονομικές περικοπές, τη μείωση του προσωπικού (αντιστοιχούν δύο νοσηλευτές σε δεκατρείς ασθενείς), τις «θεραπείες» ηλεκτροσόκ, το δωμάτιο απομόνωσης (που υπερχρησιμοποιειται), κ.ο.κ.

Σας έγραψα όλα αυτά κι όμως στην ουσία να ξέρετε ότι δεν έχω πάει και πολύ πέρα απ’ τη σελίδα 45 με τα σχόλιά μου και κράτησα για μένα, πάμπολλά ακόμη σημεία που ξεχώρισα. Σκεφτείτε λοιπόν πόσα ακόμη θ’ ανακαλύψετε απ’ αυτό το βιβλίο, που μπορεί να είναι γραμμένο με λογοτεχνικό ύφος, αλλά δεν ρομαντικοποιεί σε καμία περίπτωση το ψυχιατρείο και τον εγκλεισμό και η κριτική του είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Σας αφήνω λοιπόν εγώ κάπου εδώ, παραθέτοντας τα στοιχεία του οπισθοφύλλου κι εξηγώντας ότι το έργο του εξωφύλλου είναι της Βάλλυς Νομίδου:

«Κάθε Τετάρτη, και για έναν ολόκληρο χρόνο, η συγγραφέας επισκέπτεται το «περίπτερο 4Β» ενός ψυχιατρείου, συναντώντας τους ασθενείς και το νοσηλευτικό προσωπικό. Η Τζόυ Σορμάν παρατηρεί, συλλέγει, περιγράφει: το ντεκόρ («καθαρό, φωτεινό, μοντέρνο και δίχως ζωή, μια διαρρύθμιση λειτουργική, οικονομική, σύμφωνα με τους κανόνες της διοικητικής αισθητικής»), τους ήχους («ένας ατέρμονος θόρυβος κλειδιών που μπαίνουν σε κλειδαριές δίνει τον ρυθμό»), τα γεύματα, τη χορήγηση των φαρμάκων, το διάλειμμα για τσιγάρο σε προκαθορισμένες πάντοτε ώρες, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα χρώματα, τις μυρωδιές. Φωτογραφίζει τα σταθερά μοτίβα αυτού του κλειστού σύμπαντος: το ειδικό δωμάτιο απομόνωσης, την υποχρεωτική ενδυμασία, τη μοναδική τηλεφωνική συσκευή στον διάδρομο, τη διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας, τη μεθοδολογία και τη χρησιμοποίηση της διάγνωσης. Η συγγραφέας -μια διακριτική επισκέπτρια- συνομιλεί για ώρα με κάποιους, ανταλλάσσει δυο-τρεις κουβέντες με κάποιους άλλους, υποβάλλει ερωτήσεις, ακούει, συμπεριφέρεται αδέξια μερικές φορές, προσπαθεί να καταλάβει. Τι είναι η τρέλα; Πώς φτάνει κανείς σε αυτήν; Από τι πάσχουν οι ασθενείς; Πώς γίνεται η εισαγωγή και η νοσηλεία τους; Ποιος και πώς θα ασχοληθεί με τη φροντίδα τους; Μέσω μιας αφήγησης που βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και τροφοδοτείται από τα λόγια των μεν και των δε, η Σορμάν σκιαγραφεί ένα βαθύ και ουσιαστικό πορτρέτο της σύγχρονης ψυχιατρικής. Μιλά για την ιστορία της ψυχιατρικής, την αποϊδρυματοποίηση, και ερευνά την ίδια τη φύση της τρέλας και τη σχέση της με τον «κανονικό» κόσμο. Οι ασθενείς αποκλείονται από την «κανονικότητα» και εγκλείονται, όχι τόσο για να ανακουφιστεί ο πόνος τους, αλλά επειδή ενοχλούν: «Θα κλείσουν πιο άνετα μέσα έναν άνθρωπο που ουρλιάζει στον δρόμο και σπάει μια στάση λεωφορείου με σιδηρολοστό παρά κάποιον που μιλάει χαμηλόφωνα στα δέντρα, μολονότι αυτός ο τελευταίος ίσως να πάσχει περισσότερο». Η ψυχιατρική δομή περισυλλέγει όσους δεν βρίσκουν πουθενά αλλού τη θέση τους και αποτελεί συχνά αντανάκλαση των δυσλειτουργιών και των παραλείψεων του εξωτερικού, «κανονικού» οικονομικού, πολιτικού και επιστημονικού κόσμου. Το βιβλίο εξετάζει τη λειτουργία ενός θεσμού ο οποίος έπεσε, όπως και όλο το νοσοκομειακό σύστημα, θύμα των δημοσιονομικών περικοπών και των κυρίαρχων γραφειοκρατικών και οικονομικών αντιλήψεων που εκδιώκουν καθετί το ανθρώπινο προς όφελος της αποτελεσματικότητας. Ενός θεσμού που πριμοδοτεί την απαρέγκλιτη εφαρμογή των πρωτοκόλλων, αντί να αφουγκράζεται και να εμβαθύνει. «Η Αντριέν δεν έχει τη δικαιοδοσία να φροντίζει τους ασθενείς· εάν το κάνει, η διοίκηση αποκαλεί αυτή την απόκλιση ολίσθημα ως προς τις αρμοδιότητες, και την αποδοκιμάζει». Σε αυτό το πολύ ωραίο, αξιόπιστο και αναλυτικό βιβλίο, η «τρέλα», χάρη στη γραφίδα της Τζόυ Σορμάν, αποκτά τη μορφή ποιήματος σε πρόζα, έπους ή μελαγχολικού τραγουδιού. Διότι αυτοί που αποφεύγουμε πλέον να τους αποκαλούμε «τρελούς» δεν έχουν στη διάθεσή τους τίποτε άλλο πέρα από τις λέξεις τους και τη φαντασία τους για να ορθώσουν ένα προστατευτικό ανάχωμα απέναντι στους «δαίμονες» που τους πολιορκούν. Να γιατί αυτή η κατάδυση στην τρέλα ηχεί και ως αλληγορία για τη λογοτεχνία, που αποτελεί αναγκαιότητα, οξύτερη ενδεχομένως στους τρελούς, αλλά ζωτικής σημασίας για όλους. (Laurence Houot, France Info/Culture, 20.3.2021)»