Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού Asylum (Spring 2024, Volume 31, number 1)

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού Asylum (Spring 2024, volume 31, number 1) και σήμερα, όπως το συνηθίζω, σας γράφω γι’ αυτό, αρχίζοντας λίγο διαφορετικά, σχεδόν απ’ το τέλος δηλαδή, μιας και στην σελίδα 27 φιλοξενείται η είδηση για το νέο νομοσχέδιο που αφορά την ψυχική υγεία και τις εξαρτήσεις στην Ελλάδα κι αναφέρονται περιληπτικά όσα γράφει η Πρωτοβουλία για ένα Πολύμορφο Κίνημα στην Ψυχική Υγεία, στην πρόσφατη ανακοίνωσή της. Κι ευχαριστούμε γι’ αυτό, τη Ντίνα Πουρσανίδου, που είναι μέλος της συντακτικής ομάδας.

Ελληνική υπογραφή υπάρχει σ’ ένα ακόμη κείμενο, σ’ αυτό του Dimitris Passas, που είναι συγγραφέας και συντάκτης του διαδικτυακού περιοδικού Tap the Line και ζει στην Αθήνα. Γράφει για το «Rollercoaster» των συναισθημάτων του, στο Asylum κι αξίζει να διαβάσετε την ιστορία του.

Κι υπάρχει, μεταξύ άλλων, κι ένα πολύ όμορφο ποίημα με τίτλο «Η Περσεφόνη λέει», του John Adlam.

Στις πρώτες σελίδες πάντως του περιοδικού, ξεχώρισα το κείμενο και τις φωτογραφίες της Robyn Thomas, που είναι Καναδή συγγραφέας, κινηματογραφίστρια και ερευνήτρια με διδακτορικό στην ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Το κείμενο έχει τίτλο «Η μουσική που φτιάχνουμε στο σκοτάδι» και γράφτηκε κατά τη διάρκεια της ακούσιας νοσηλείας της στην ψυχική πτέρυγα Royal Jubilee Hospital στη Βικτώρια του Καναδά, η οποία έχει δεχθεί εκατοντάδες καταγγελίες για κακοποίηση και παραμέληση. Εκεί, αφού πήρε την άδεια των νοσηλευόμενων για να τους φωτογραφίσει (και για να προστατεύσει το απόρρητο, συνδύασε αριστοτεχνικά τα πρόσωπα τους με φωτογραφίες καταιγίδων), ρώτησε και τι θα ήθελαν να πουν στον κόσμο. Σε δεκαπέντε λεπτά, έχετε σκεφτεί πόσα πράγματα μπορούν να συμβούν; «Σε δεκαπέντε λεπτά, μας λένε ότι έχουμε μια φρικτή εξουθενωτική ασθένεια που δε θεραπεύεται, και ότι πρέπει να πάρουμε φρικτά εξουθενωτικά φάρμακα…». Αυτή είναι η απάντηση ενός ατόμου, στην οποία στάθηκα, για παράδειγμα. Σε λίγα λεπτά μπορεί ν’ αλλάξει η πορεία της ζωής μας με μια διάγνωση. Υπάρχει όμως κι η πιθανότητα να συμβεί, έστω και σε τέτοιες συνθήκες, κάτι όμορφο, όπως αφήνει να εννοηθεί ο αισιόδοξος τίτλος.

Με τον αντίκτυπο της αυτοκτονίας στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, καταπιάνεται η Stella Fermi, εργαζόμενη του NHS, στο δικό της κείμενο και γράφει μια ιστορία: «Έγραψα το Δωμάτιο 13 ενώ προσπαθούσα να επεξεργαστώ αυτές τις αυτοκτονίες. Είναι μια φανταστική αφήγηση ενός προσωπικού εφιάλτη, που δίνεται σε εικόνες των οποίων ο συμβολισμός μεταφέρει τα ανείπωτα. Δεν βασίζεται σε άτομα ή πραγματικά γεγονότα…», εξηγεί. Επώδυνο θέμα πάντως αναμφισβήτητα, κι όπως γράφει, στο NHS υπάρχουν διάφορες μορφές υποστήριξης των ειδικών. Παρ’ όλα αυτά τέτοιες απώλειες δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμες, προφανώς.

Η Sophina Mariette, επιζώσα του ψυχιατρικού συστήματος, αναλύει στη συνέχεια, πώς τραυματίστηκε ψυχολογικά από τη χρήση της τεχνολογίας Oxevision σε ένα τμήμα ψυχικής υγείας, σ’ ένα κείμενο με τίτλο «Η επιτήρηση δεν είναι ‘ασφάλεια‘», που μοιραία μου έφερε στο νου την υπόθεση Mastrogiovanni (για την οποία θα πληροφορηθείτε από εδώ) και θεώρησα ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να μεταφράσω αρκετά αποσπάσματα του. Γράφει λοιπόν:

«Έχω δει από πρώτο χέρι τη σταθερή αύξηση και την εξάρτηση από τη νέα τεχνολογία στους θαλάμους ψυχικής υγείας του NHS. Αυτή η τεχνολογία προωθείται ως ένας τρόπος για τη βελτίωση της ασφάλειας των ασθενών και τη μείωση της πίεσης στο προσωπικό, κι όχι ως εργαλείο για τη βελτίωση της συμπονετικής υποστήριξης προς τους ασθενείς ή για την υποβοήθηση της ανάρρωσής τους. Για μένα, η πραγματικότητα ήταν ότι ένιωθα ανασφαλής, αδιάφορη, φοβισμένη και μόνη. Το Oxevision είναι ένα κουτί με λευκό πλαίσιο ψηλά στον τοίχο, συχνά τοποθετημένο πάνω από ένα κρεβάτι. Αυτή η τεχνολογία καταγράφει τους παλμούς και τον ρυθμό αναπνοής ενός ασθενούς κατόπιν αιτήματος του προσωπικού. Παρακολουθεί τη δραστηριότητα του ασθενούς (συμπεριλαμβανομένου του χρόνου παραμονής στο μπάνιο) και στέλνει ειδοποιήσεις στο προσωπικό. Διαθέτει επίσης μια κάμερα, που σημαίνει ότι μπορείτε να δείτε ζωντανά, πλάνα ασθενών στην κρεβατοκάμαρά τους (στο χώρο νοσηλείας τους) σε μια οθόνη στο χώρο του υπολογιστή και σε μια οθόνη χειρός. Αυτό το βίντεο διατηρείται για 24 ώρες. Είναι επιτήρηση στα υπνοδωμάτια των ασθενών…», εξηγεί και μοιράζεται τη δική της εμπειρία: «Η παρουσία της επιτήρησης ήταν ανησυχητική, επιδείνωσε την υπερεπαγρύπνηση μου και πυροδότησε αναμνήσεις προηγούμενων τραυμάτων. Δημιούργησε ένα περιβάλλον καχυποψίας και απειλής και έγινε μια μορφή ψυχολογικής καθήλωσης. Κατά την εισαγωγή, δεν υπήρξαν συζητήσεις για την Oxevision. Δεν υπήρχαν πινακίδες ή αφίσες στον θάλαμο που να εξηγούν τι ήταν. Δεν μου ζητήθηκε να συναινέσω στο βίντεο, ώστε να κοινοποιηθούν τα δεδομένα μου σε μια ιδιωτική εταιρεία ή για το ενδεχόμενο χρήσης του βίντεο σε δικαστήριο. Ήταν ένας γενικός περιορισμός και τα ανθρώπινα δικαιώματά μου παραβλέφθηκαν. (…) Με τρόμαξε που δεν υπήρχε τρόπος να μάθω πότε με παρακολουθούσαν ή από ποιον παρακολουθουμουν. Θυμήθηκα παλιότερα τραύματα και πίστεψα ότι δεν ήμουν ασφαλής στον θάλαμο. Πέρασα πολλές νύχτες ξαπλωμένη στο κρεβάτι παγωμένη από φόβο. Ήθελα να τρέξω αλλά δεν μπορούσα να ξεφύγω. Ένιωσα ευάλωτη και ότι διατρέχω τον κίνδυνο κακοποίησης από το προσωπικό. (…) Στην αρχή, κρύφτηκα στο μπάνιο μου για να ξεφύγω από την παρείσφρηση και τον φόβο. Δεν ένιωθα ασφαλής να ασκηθώ, να κλάψω ή (κατά καιρούς) να φάω παρουσία της Oxevision. Λόγω του ότι το προσωπικό δεν ήταν ειλικρινές σχετικά με την τεχνολογία, δεν τους εμπιστευόμουν όταν μου έλεγαν ότι δεν υπήρχαν κάμερες στα μπάνια. Στεκόμουν και κοιτούσα τον τοίχο του μπάνιου μου για μεγάλες χρονικές περιόδους κυνηγώντας αποδείξεις. Το άγχος επηρέασε τη σωματική μου υγεία και έγινα ελλιποβαρής. Όταν το προσωπικό μου έκανε ελέγχους κατά τη διάρκεια της ημέρας, άνοιγε την πόρτα αλλά, αντί να συναντήσει τα μάτια μου, το βλέμμα τους θα εστιαζόταν σταθερά στην οθόνη Oxevision, ελέγχοντας ότι λειτουργεί σωστά. Δεν με έβλεπαν ως άνθρωπο. Δεν έμεναν καν αρκετά για να ζητήσω φαγητό ή νερό, το οποίο ήταν απρόσιτο για τους ασθενείς. Παρά τον ισχυρισμό της Oxevision ότι η τεχνολογία απελευθερώνει χρόνο από το προσωπικό, συχνά δεν υπήρχε διαθέσιμος εργαζόμενος/η για να μιλήσω όταν δυσκολευόμουν. Ένιωθα ότι η επιτήρηση χρησιμοποιήθηκε ως εναλλακτική λύση στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση. (…) Η τεχνολογία Oxevision με εμπόδισε να αυτοτραυματιστώ, έτσι βρήκα άλλους τρόπους να αντιμετωπίσω την αγωνία μου. Χρειαζόμουν να πληγώσω τον εαυτό μου ακόμα περισσότερο από πριν, για να διαχειριστώ την ανυπέρβλητη πίεση στο κεφάλι μου και τον πόνο στην ψυχή μου. Σε μια προσπάθεια να ανακτήσω τον έλεγχο, αυτοτραυματίστηκα με το φαγητό και την άσκηση. (…) Πήρα εξιτήριο με περισσότερα τραύματα και παράνοια από ό,τι όταν εισήχθηκα. Είμαι σε επαγρύπνηση για την περίπτωση να με παρακολουθούν, πράγμα που πυροδοτεί μια πλημμύρα πανικού και κακών αναμνήσεων. Εξακολουθώ να παλεύω με την πρόσληψη τροφής και την ανάγκη να έχω τον έλεγχο. Είμαι θυμωμένη για τη θεραπεία στην οποία υποβλήθηκα…». Τα δικά μου σχόλια περιττεύουν, μετά απ’ όλα αυτά.

Όπως έχω εξηγήσει πάντως κι άλλες φορές, όταν διαβάζουμε κάτι, στεκόμαστε ανάλογα με τα ενδιαφέροντα μας σε κάποιες γραφές περισσότερο και σ’ άλλες λιγότερο. Έτσι κι εσείς, μπορεί να ξεχωρίσετε διαφορετικά κείμενα του περιοδικού, από μένα, που πέρα απ’ τις λέξεις πρόσεξα και τη σελίδα που σχεδίασε η Chloe Watts, έχοντας την εμπειρία της παραμονής ως παιδί, για τρία χρόνια σ’ ένα νοσοκομείο και τη βρήκα πολύ συγκινητική.

Στο τεύχος , συνεχίζεται και η «συζήτηση» για τις Mad Studies (δείτε εδώ τι έγραφα πως έχει συμβεί, αν ενδιαφέρεστε να μάθετε περισσότερα) κι υπάρχει κι η πολύ σημαντική κριτική της Lisa Archibald για το θέμα, πρώην φοιτήτριας στο Πανεπιστήμιο Queen Margaret και επί του παρόντος συνδιευθύντριας του Intentional Peer Support, που θεωρεί ότι πρέπει να είναι ψηλά στην ιεραρχία των σκοπών η βιωματική μάθηση και το συλλογικό ταξίδι: «Ένα μάθημα Mad Studies δεν θα πρέπει να βασίζεται στην ατομικιστική ακαδημαϊκή επιτυχία, όπου ένα άτομο μπορεί να ευδοκιμήσει και άλλα να μένουν πίσω επειδή δεν ταιριάζουν με τις ταξικές προκαταλήψεις, επειδή υπόκεινται σε διακρίσεις (είτε εξαιτίας υποκείμενων αναπηριών είτε λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας), επειδή δεν ταιριάζουν (επομένως) με τους τρόπους μέτρησης της γνώσης του ακαδημαϊκού συστήματος. Για να διατηρήσει το Mad Studies την πιστότητά του, θα πρέπει όλοι να αναπτυχθούμε, να αλλάξουμε και να μάθουμε, εξαιτίας (με αφορμή) του τι συνδημιουργείται σε αυτόν τον μαγικό χώρο μεταξύ των ανθρώπων. (…) Τα ίδια ιδρύματα που θέλουν να φέρουν εργαζόμενους με βιωμένη εμπειρία, επιζώντες ερευνητές ή προγράμματα Mad Studies, εξακολουθούν να παρέχουν κλινικές υπηρεσίες και μαθήματα που βλέπουν τους τρελούς ή τους ανθρώπους με ψυχιατρική διάγνωση ως κατεστραμμένους, άρρωστους και διαταραγμένους. (…) Για να αμφισβητήσουμε αποτελεσματικά τους επιβλαβείς και καταπιεστικούς θεσμούς, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί να μην ενσωματωθούμε βαθιά μέσα τους. Έχω περάσει πολλά απογοητευτικά χρόνια υπερασπίζοντας την υποστήριξη από ομοτίμους, παρά το γεγονός ότι βλέπω ότι σφετερίζεται όλο και περισσότερο από το σύστημα ψυχικής υγείας. Θα συνεχίσω να υποστηρίζω την υποστήριξη από ομοτίμους και τις Mad Studies, αλλά και οι δύο θα πρέπει να καθοδηγούνται από τους τρελούς (τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία) και να καθοδηγούνται από αυτό που χρειαζόμαστε και θέλουμε και όχι από αυτό που χρειάζεται και θέλει το ίδρυμα στο οποίο βρισκόμαστε».

Ακολούθως, η Lin Bigwood που είναι συνταξιούχα νοσοκόμα ψυχικής υγείας, συνδικαλίστρια και ένα απ’ τα άτομα που ίδρυσαν το Asylum, ασχολείται με το θέμα των ανθρώπων που διαπράττουν κάποιο έγκλημα όντας ψυχικά πάσχοντες, με αφορμή μια συγκεκριμένη υπόθεση (του Valdo Calocane). Και στην Αγγλία, όπως και στην Ελλάδα, οι επιλογές είναι δύο: ψυχιατρείο ή φυλακή: «Εάν επιτρέψουμε τη μείωση της ευθύνης ως ελαφρυντικό στο νομικό μας σύστημα και εάν διαπιστωθεί ότι ένα άτομο έχει διαπράξει πράξεις βίας ενώ υποφέρει από μειωμένη ευθύνη λόγω σοβαρής ψυχολογικής διαταραχής, τότε η εντολή για (εγκλεισμό) σε (ψυχιατρικό) νοσοκομείο είναι η μόνη αξιόπιστη επιλογή όταν πρόκειται για την καταδίκη. Τα μέσα ενημέρωσης το ξέρουν αυτό, αλλά ξέρουν επίσης ότι μπορούν να πουλήσουν πολύ περισσότερες εφημερίδες με αυθαίρετους τίτλους για τα κακά τέρατα…».

Για το ίδιο θέμα, δηλαδή «Τρέλα, Βία και ΜΜΕ» γράφει και το Hel Spandler, Editor του περιοδικού, που επίσης αναφέρεται ενδεικτικά στην υπόθεση του Valdo Calocane: «Οι σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των πενθούντων μελών των οικογενειών, έχουν εκφράσει την οργή που αυτό το «κακό τέρας» (sic) έχει σταλεί στο νοσοκομείο και όχι στη φυλακή. Μια αναφορά του LBS αναφέρθηκε στις «βελούδινες» και «άνετες» συνθήκες που περίμεναν τον «τριπλό δολοφόνο» μέσα στο ειδικό νοσοκομείο Ashworth. Ενώ η θλίψη και ο θυμός των πενθούντων οικογενειών είναι κατανοητός, αυτή η απάντηση δεν αναγνωρίζει το γεγονός ότι οι ασθενείς συνήθως περνούν περισσότερο χρόνο σε νοσοκομεία υψηλής ασφάλειας από ό,τι στη φυλακή: πολλοί οδηγούνται στη φυλακή μετά από πολλά χρόνια ή δεν παίρνουν ποτέ εξιτήριο. (…) Αυτά τα περιστατικά, και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται, δεν συμβαίνουν στο κενό. Οι απαντήσεις σε τραγωδίες μπορούν εύκολα να οπλιστούν και να χρησιμοποιηθούν για να ενισχύσουν τις υπάρχουσες πεποιθήσεις μας. Εκτός από τις αυθόρμητες εκκλήσεις για αντίποινα, αυτή η τραγωδία έχει χρησιμοποιηθεί για να υποδείξει ότι δεν έπρεπε ποτέ να κλείσουμε τα Άσυλα, ότι οι ασθενείς που αρνούνται τη θεραπεία θα πρέπει να αναγκάζονται να συμμορφωθούν· ή ότι η ψυχιατρική φταίει για τη φαρμακευτική αγωγή και τη διάγνωση στην πρώτη θέση. Ο εξαναγκασμός ή η παρενόχληση των ατόμων να ασχοληθούν με τις υπηρεσίες ή να συμμορφωθούν με τη θεραπεία, ιδιαίτερα εάν έχουν ιστορικό βίας, μπορεί να αποτρέψει ορισμένα από αυτά τα περιστατικά. Ωστόσο, πιθανότατα θα προκαλούσε άλλα προβλήματα για τους ανθρώπους που παγιδεύονται στο δίχτυ του καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένων των μαύρων ανδρών που είναι ήδη πιο πιθανό να λάβουν αναγκαστική φαρμακευτική αγωγή, θεραπεία, κράτηση – και να ποινικοποιηθούν (να εμπλακούν με το ποινικό σύστημα)». Είναι προβληματισμοί αυτοί που μας ενδιαφέρουν και στην Ελλάδα και σίγουρα μας βάζουν σε γόνιμες σκέψεις.

Κάπου εδώ όμως, φτάνει στο τέλος της η συγκεκριμένη ανάρτηση. Πέρα απ’ όσα σταχυολογησα εγώ και μετέφρασα (συμβουλευόμενη κι αυτή τη φορά τη Ντίνα Πουρσανίδου, την οποία θερμά ευχαριστώ), και παρά το ότι προσπάθησα να συμπεριλάβω όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα, φυσικά υπάρχουν κι άλλα άρθρα στο περιοδικό, ποιήματα, βιβλιοκριτικές, ειδήσεις, κ.ο.κ., για να διαβάσετε και πολλά για να μάθετε. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ, όπου υπάρχουν και πάμπολλα ελεύθερα διαθέσιμα άρθρα από προηγούμενα τεύχη.

Να είστε καλά.

Διαδικτυακό Σεμινάριο απ’ το «Ακούγοντας Φωνές», με τη Ντίνα Πουρσανίδου: «Πολώσεις στην ψυχική υγεία και ο αγώνας για πιο αμφίθυμες προσεγγίσεις»

Δελτίο τύπου

Το Κίνημα “Ακούγοντας Φωνές” σας προσκαλεί σε ένα διαδικτυακό σεμινάριο με συντονίστρια τη Ντίνα (Κωνσταντίνα) Πουρσανίδου μέλος της συντακτικής ομάδας του Asylum, φίλη και συνοδοιπόρο του Κινήματος Ακούγοντας Φωνές.

Περίληψη: Ο χώρος της ψυχικής υγείας στις μέρες μας χαρακτηρίζεται από έντονες πολώσεις όσον αφορά σε ιδιαίτερα επίμαχα ζητήματα όπως η φύση της «ψυχικής νόσου», η ψυχιατρική διάγνωση, η αποτελεσματικότητα των ψυχοφαρμάκων και τα προβλήματα που ενέχει η χρήση τους, η χρήση του ηλεκτροσόκ, και ο ψυχιατρικός εγκλεισμός/ακούσια νοσηλεία. Το σεμινάριο αυτό επίσης, θα εξετάσει τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αναμφίβολα ενέχουν οι αμφίθυμες προσεγγίσεις στο χώρο της ψυχικής υγείας.

Για περισσότερες πληροφορίες και εγγραφές, ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο:

Διαδικτυακό Σεμινάριο: Πολώσεις στην ψυχική υγεία και ο αγώνας για πιο αμφίθυμες προσεγγίσεις

Για τη Linda Andre

Χρόνος ανάγνωσης: 3 λεπτά

Το θάνατο της Linda Andre (Λίντα Αντρέ) τον πληροφορήθηκα απ’ τη Ντίνα Πουρσανίδου και τη σχετική ανάρτηση που έκανε για την αυτοκτονία της μες το Σεπτέμβριο, στο group της Πρωτοβουλίας για ένα Πολύμορφο Κίνημα στην Ψυχική Υγεία. Συζητώντας συμφωνήσαμε να γράψω κι εδώ ένα κείμενο, ώστε να διαβαστεί από ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τέτοια ζητήματα, αλλά δεν έχουν συνειδητά εμπλοκή με τα κοινωνικά δίκτυα και δεν είναι λίγοι, αλλά κι απ’ όσους δεν είναι μέλη του group. Η Ντίνα μ’ εφοδίασε με στοιχεία και πηγές και την ευχαριστώ πολύ, γιατί φυσικά με διευκόλυνε. Με τη σειρά μου έψαξα κι άλλο και μελετώντας ξεχώρισα ορισμένες πληροφορίες που θα μοιραστώ μαζί σας ξεκινώντας από κάποια βιογραφικά στοιχεία που βρήκα μεταξύ άλλων κι εδώ ώστε να μάθετε κι εσείς ποια ήταν η εκλιπούσα.

Η Linda Andre (1959 – 2023) λοιπόν, ήταν Αμερικανίδα ακτιβίστρια και συγγραφέας που ζούσε στη Νέα Υόρκη. Υπήρξε Διευθύντρια της Επιτροπής για την Αλήθεια στην Ψυχιατρική (CTIP), μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε από τη Marylin Rice το 1984 και το μεγαλύτερο επίτευγμα της ήταν το ότι ανάγκασε την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων να αναγνωρίσει τους κινδύνους της ECT, συμπεριλαμβανομένης της εγκεφαλικής βλάβης και της απώλειας μνήμης.

Για να πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή… Η Linda Andre έγινε τυχαία ακτιβίστρια αφού η ζωή της άλλαξε ανεπανόρθωτα από το ηλεκτροσόκ (ECT). Ήταν ταλαντούχα φωτογράφος κι υπέστη μόνιμη γνωστική αναπηρία μετά από μια σειρά 15 ηλεκτροσπασμοθεραπειών που εξαναγκάστηκε να κάνει στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όντας σε ηλικία 25 ετών. Αποφάσισε να ερευνήσει το θέμα και να γράψει όσα ανακάλυψε ώστε να βοηθήσει κι άλλους επιζώντες να αντιμετωπίσουν τις γνωστικές και τις μνημονικές απώλειες και να ενημερώσει το ευρύ κοινό για τους κινδύνους του ηλεκτροσόκ.

Το ταξίδι της Andre την οδήγησε στην κοινότητα των επιζώντων από ηλεκτροσόκ, στον ακτιβισμό και αργότερα στο να γράψει αυτό που πολλοί θεωρούν το απόλυτο βιβλίο για το ηλεκτροσόκ, «Doctors of Deception: What They Don’t Want You to Know about Shock Treatment» (Rutgers University Press, 2009). Στην ακόλουθη φωτογραφία μάλιστα, μπορείτε να διαβάσετε την άποψη του Peter Lehman, που επίσης έχει συγγράψει βιβλίο για το ηλεκτροσόκ, για κείνο της Linda Andre.

Εδώ θα βρείτε μια συνέντευξη της (στ’ αγγλικά) όπου συζητά τη δική της εμπειρία, το περίπλοκο ιστορικό της ηλεκτροσπασμοθεραπείας και τις ποικίλες προσπάθειες της βιομηχανίας να παραπλανήσει και ν’ αποκρύψει πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς κινδύνους, τις παρενέργειες και την αποτελεσματικότητα του ECT. Κι εδώ υπάρχουν κάποιες σελίδες του βιβλίου της που ξεκινά με μια πολύ όμορφη αφιέρωση και με μια φράση της Marylin Rice.

Επιπρόσθετα, σε άρθρο της Ντίνας Πουρσανίδου για το ηλεκτροσόκ που θα βρείτε εδώ κι αξίζει να το διαβάσετε ολόκληρο, γίνεται αναφορά και στη Linda Andre που έγραψε: «Τελικά συνειδητοποιείς ότι τα χρόνια της ζωής σου έχουν διαγραφεί, για να μην επιστρέψουν ποτέ. Ακόμη χειρότερα, διαπιστώνεις ότι η καθημερινή σου μνήμη και οι πνευματικές σου ικανότητες δεν είναι όπως πριν». Η Ντίνα, που συμμετείχε ενεργά στη σύνταξη αυτής της ανάρτησης, θεωρεί σημαντικό να εξηγηθεί ότι η Andre, ήταν υπέρ της κατάργησης του υποχρεωτικού ηλεκτροσόκ αλλά δεν αιτούνταν την καθολική του κατάργηση. Απ’ όσα αναφέρθηκαν ήδη, είναι σαφές ότι αυτό που θεωρούσε κρίσιμο ζήτημα ήταν οι ρυθμίσεις, οι κανονισμοί λειτουργίας σχετικά μ’ αυτό κι η υπεύθυνη κι ολοκληρωμένη ενημέρωση των ανθρώπων που πρόκειται να υποβληθούν σε ηλεκτροσόκ ώστε να γνωρίζουν πλήρως τους κινδύνους. Και συνακόλουθα, να έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν αν θα υποβληθούν σε τέτοιου είδους θεραπεία, να δίνουν οι ίδιοι δηλαδή τη συγκατάθεσή τους κι όχι να την υφίστανται ως συνέπεια εξαναγκασμού.

Το σπουδαίο περιοδικό Asylum, τέλος, είχε κάνει αφιέρωμα στο θέμα που μπορείτε να διαβάσετε ελεύθερα από εδώ.

Αν μπορούσα να συνοψίσω το βιβλίο μου σε μια φράση, θα ήταν η εξής: αν πεις ένα μεγάλο ψέμα και το λες αρκετά συχνά, οι άνθρωποι θα το πιστέψουν.

Linda Andre

Μικρός αποχαιρετισμός στον Άκη Δαούτη: Της Ντίνας Πουρσανίδου

Άκης Δαούτης (φωτογραφία δημοσιευμένη στο FB, απ’ την κόρη του, Φιλίππα)

Το κείμενο της Ντίνας Πουρσανίδου, που αποτελεί στην ουσία έναν μικρό αποχαιρετισμό στον Άκη Δαουτη (έναν άνθρωπο σεμνό, με ευαισθησίες, όπως μου έγραψε, και καλό της φίλο, που της στοίχισε ο θάνατός του και πώς αλλιώς; αφού η τέχνη είναι παυσίλυπον), ήταν να διαβαστεί στο κατηλειμμένο Rex. Τα είχαν όλα έτοιμα οι άνθρωποι εκεί και τους ευχαριστώ, αλλά δεν προλάβαμε κι έτσι το δημοσιεύω (μιας που κι η δική μου καρδιά συντονιζόταν για καιρό με το μπιτ του) σήμερα εδώ, με τη φωτογραφία που η ίδια διάλεξε για ‘κεινον:

«Στις 4 του Φλεβάρη έφυγε από κοντά μας ο Άκης Δαούτης… γνωστός σε πολλούς για τη μουσική που έγραψε για ταινίες όπως «Δεκαπενταύγουστος» και «Από την άκρη της πόλης»… τον Άκη τον γνώρισα γύρω στο 2003… ήταν ο σύντροφος μιας πολύ καλής μου φίλης… έχω περάσει αρκετές όμορφες ώρες στο σπίτι τους από τότε μαζί τους και με τα δύο τους παιδιά… η εικόνα που κρατάω από τον Άκη είναι ενός ανθρώπου με μεγάλα πανέμορφα μάτια και ένα μελαγχολικό χαμόγελο… πάντα ένιωθα ότι ο Άκης είχε μια μελαγχολία που την ένιωθα και δική μου… ο Άκης θα ζει για πάντα στις καρδιές μας μέσα από τη μουσική του και τις όμορφες στιγμές που μας χάρισε… θα το θυμάμαι πάντα το χαμόγελο σου, Άκη…»

.

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού Asylum (Sping 2023, Volume 30, Number 1)

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού Asylum, που κι αυτή τη φορά αναδημοσιεύει ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας ‘Ψ’, την οποία μετέφρασε η Ντίνα Πουρσανίδου.

Στο εξώφυλλο, στο πλακάτ που κρατά η άγνωστη κυρία διαβάζουμε τη φράση: «Μερικές πληγές/τομές είναι πολύ βαθιές για να θεραπευτούν».

Αυτό το διάστημα κι ως τις 13 Οκτωβρίου 2023, το People’s History Museum (Λαϊκό Μουσείο Ιστορίας) που βρίσκεται στο Μάντσεστερ, φιλοξενεί την έκθεση «Τίποτα για εμάς χωρίς εμάς | Ακτιβισμός Ατόμων με Αναπηρία: Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον», κι εξερευνά την ιστορία των δικαιωμάτων και του ακτιβισμού των ατόμων με αναπηρία (συμπεριλαμβάνονται άτομα με ψυχιατρική εμπειρία κι επιζώντες της ψυχιατρικής), μέσω ενός προγράμματος εκθέσεων και εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται σε συνεργασία με άτομα με ειδικές ανάγκες. Το Asylum λοιπόν, αναδημοσιεύει κάποιες φωτογραφίες απ’ την έκθεση που έχει τόσο ενδιαφέρον θέμα.

Κυρίως βέβαια φιλοξενεί άρθρα ανθρώπων που δουλεύουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Αγγλίας (στο NHS δηλαδή, που κλυδωνίζεται από απεργίες), ατόμων με ψυχιατρική εμπειρία, ποιήματα, βιβλιοκριτικές, φωτογραφίες, κόμικς, κ.α. Στο άρθρο του o Stuard Jordan υποστηρίζει το απεργιακό κύμα εξηγώντας την παρούσα κατάσταση: «Η υποτίμηση της αμοιβής των εργαζομένων στο NHS είναι αδιαχώριστη από την συνολικότερη υποτίμησή του. Αποτελεί μέρος του ανείπωτου σχεδίου των Συντηρητικών, να το υποβαθμίσουν σε μια υπηρεσία για τους φτωχούς και να επαναφέρουν τα προνόμια στην υγειονομική περίθαλψη. Αυτή η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει και φέτος τον χειμώνα έχει φτάσει σε σημείο κρίσης».

Και δυστυχώς αυτή η κατάσταση έχει επιπτώσεις και στον τομέα της ψυχικής υγείας: «Οι ασθενείς στην πιο οξεία φάση της κρίσης τους μπορούν να περάσουν ώρες κλειδωμένοι σε ένα κλουβί στο πίσω μέρος ενός ασφαλούς ασθενοφόρου και να μεταφερθούν εκατοντάδες μίλια μακριά, στο πλησιέστερο ιδιωτικό κρεβάτι, μακριά από την οικογένεια και τα δίκτυα υποστήριξης. Το NHS ξοδεύει τώρα 2 δισεκατομμύρια £ ετησίως, ή το 13,5% του προϋπολογισμού για την ψυχική υγεία, σε ιδιωτικά κρεβάτια για ασθενείς με ψυχιατρικά προβλήματα. Το 90% των ιδιωτικών κλινών ψυχικής υγείας καταλαμβάνεται από ασθενείς του. Η Επιτροπή Ποιότητας Φροντίδας αξιολογεί το ένα τέταρτο αυτών των ιδιωτικών νοσοκομείων ως «ανεπαρκή».

Εκτός από τα δεινά που προκαλούνται από την απόσυρση της καθολικής υγειονομικής περίθαλψης, η μεταφορά πλούτου από τον εργαζόμενο πληθυσμό στους πλούσιους, έχει τις δικές της αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία. Στο πρωτοποριακό έργο τους, The Inner Level, οι επιδημιολόγοι Richard Wilkinson και Kate Pickett, έδειξαν ότι οι πιο άνισες κοινωνίες τείνουν να έχουν υψηλότερα ποσοστά ψυχικής δυσφορίας. Τα δεδομένα δείχνουν ότι όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών, τόσο πιο καταχρηστικοί και αντικοινωνικοί γίνονται οι άνθρωποι και τόσο περισσότεροι υποφέρουν από προβλήματα ψυχικής υγείας. Εν ολίγοις, οι άνισες κοινωνίες είναι ψυχολογικά τοξικές».

Το συγκεκριμένο άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο κι εσείς, καθώς είναι το ένα από τα τρία που είναι ελεύθερα διαθέσιμα για το αναγνωστικό κοινό. Το δεύτερο είναι αυτό με τον τίτλο: «Too Much» της Zoë Kristin, που δείχνει πως η αλλαγή διάγνωσης δημιουργεί συνακόλουθα προβλήματα στα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία.

Και το τρίτο είναι αυτό του Awais Aftab (είναι ψυχίατρος στις ΗΠΑ) που έχει ως θέμα του τα ψυχοφάρμακα: «Μια απελευθερωτική ψυχοφαρμακολογία θα αποδώσει δικαιοσύνη στις διαφορετικές εμπειρίες των ατόμων που λαμβάνουν ψυχιατρικά φάρμακα. Τα αποτελέσματα που βλέπουμε σε ένα άτομο μπορεί να διαφέρουν ριζικά από τα αποτελέσματα ενός άλλου και δεν μπορούν να προβλεφθούν εκ των προτέρων. Μπορούμε να περιγράψουμε μοτίβα απόκρισης σε ομαδικό επίπεδο, αλλά για κάθε συγκεκριμένο άτομο είμαστε στο σκοτάδι. Μερικοί άνθρωποι βιώνουν συμπτωματική ανακούφιση και ακόμη και ύφεση των προβλημάτων τους, άλλοι όχι. Μερικοί δεν παρουσιάζουν ανεπιθύμητες ενέργειες ενώ άλλοι βιώνουν ανυπόφορες. Κάποιοι βιώνουν ανακούφιση βραχυπρόθεσμα, αλλά αντιμετωπίζουν νέα προβλήματα με τη μακροχρόνια χρήση. Η διττή φύση των ψυχοτρόπων φαρμάκων είναι εμφανής στην ελληνική λέξη phármakon, που μπορεί να σημαίνει φάρμακο αλλά και δηλητήριο. Η πλήρης εκτίμηση αυτής της δυαδικότητας πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο μιας απελευθερωτικής ψυχοφαρμακολογίας». Και συνεχίζει: «Μια απελευθερωτική ψυχοφαρμακολογία απαιτεί ταπεινοφροσύνη και πρακτική σοφία. Πολλές από τις γνώσεις μας για τους ψυχοφαρμακολογικούς μηχανισμούς είναι εικασιακές και υποθετικές. Λίγα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ή βεβαιότητα… Οι τρέχουσες πρακτικές μας βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην κρίση των γιατρών ή των δικαστηρίων σχετικά με το τι θα ήταν καλύτερο για τους ασθενείς. Μια απελευθερωτική ψυχοφαρμακολογία θα υποστήριζε τη θέληση και τις προτιμήσεις του κάθε ατόμου. Θα σήμαινε τη διάθεση άλλων εναλλακτικών λύσεων εάν οι άνθρωποι δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν φάρμακα, και το να να δώσουμε στους ανθρώπους περισσότερες επιλογές στον τρόπο με τον οποίο επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν φάρμακα, εάν το επιθυμούν (…) Μια απελευθερωτική ψυχοφαρμακολογία θα έχει πλήρη επίγνωση της δύναμης που περιβάλλει την πρακτική της καθώς και της ανισορροπίας που υπάρχει μεταξύ συνταγογράφων και ασθενών. Θα αμφισβητούσε αυτές τις σχέσεις εξουσίας και θα εξασφάλιζε την παρουσία ισχυρών ελέγχων και ισορροπιών, για να γίνει η σχέση πιο δημοκρατική. Θα υποστήριζε επίσης την αυξημένη πρόσβαση σε πληροφορίες και γνώσεις σχετικά με τα φάρμακα, για το πώς να λαμβάνονται με ασφάλεια και πώς να διακόπτεται η χρήση τους με ασφάλεια».

H ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας ‘Ψ’ στο Asylum

Πέρα απ’ όσα ήδη ανέφερα, προσωπικά στάθηκα και σε κείμενα όπως κάποιο ανώνυμο που έχει τίτλο: «Τι μπορεί να συμβεί όταν οι χρήστες υπηρεσιών μιλούν». Η πλήρης ακύρωση του λόγου των ατόμων με ψυχιατρική εμπειρία, είναι το κύριο θέμα σ’ αυτό. Το άτομο που το έγραψε καταθέτει την εμπειρία του, σχετικά με το ότι η κριτική του για άτομα που είχαν εξουσία στο χώρο που νοσηλεύεται, αντιμετωπίστηκε ως απόδειξη της ψυχικής του ασθένειας. Κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει συχνά δυστυχώς κι είναι απαράδεκτο.

Αφυπνιστικότατο επίσης είναι και το άρθρο «Γ*μω τη «Δυσπροσαρμοστικότητα» σας, ο αυτοτραυματισμός μου έχει σώσει τη ζωή», της Wren Aves. Κι έχει να κάνει στην ουσία του με το γεγονός πως δεν πρέπει να παίρνονται αποφάσεις για το «καλό» των χρηστών υπηρεσιών ψυχικής υγείας, χωρίς να ρωτάμε τα ίδια τα ενδιαφερόμενα άτομα τι χρειάζονται. H συντάκτρια του, για να γίνω σαφέστερη, εκφράζει ανησυχίες από τη σκοπιά των επιζώντων από αυτοτραυματισμό σχετικά με ένα νέο νομοσχέδιο που αφορά την ασφάλεια στο Διαδίκτυο (απ’ όπου και βρίσκουν σχετικές πληροφορίες). H ίδια για πάνω από 20 χρόνια «κόβεται», καταπίνει αιχμηρά αντικείμενα, έχει προσπαθήσει να δηλητηριαστεί, εκτίθεται σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, κάνει σεξ με αγνώστους άντρες αν και είναι ομοφυλόφιλη και γενικώς προβαίνει σε πράξεις που χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικά επικίνδυνες, αλλά αυτό υποστηρίζει ότι τη βοήθησε να επιβιώσει. Το να πρέπει να τροποποιήσει τη συμπεριφορά της, να λέει ψέματα και να αποκρύπτει την αλήθεια, εξαιτίας της ποινικοποίησης των συμπεριφορών της (ενόψει του νέου νομοσχεδίου), δε θα τη βοηθήσει υποστηρίζει σε τίποτα. Θα την κάνει να νιώσει ντροπή κι ενοχές, περιθωριοποίηση, όχι άτομο αλλά πρόβλημα που πρέπει να λυθεί, ενώ αντίθετα θα ήταν χρήσιμο να μπορούσαν να τη συμβουλεύσουν για το τι να προσέχει όντας και δρώντας σε τέτοια όρια. Πόνο, σοκ, αηδία και περηφάνια, είναι μερικά απ’ τα συναισθήματα όσων αυτοτραυματίζονται, όπως εξηγεί. Έχει αμβλύνει τη συμπεριφορά της πια, αλλά εξακολουθεί να διεκδικεί το δικαίωμα της να μεταχειρίζεται τον εαυτό της όπως επιθυμεί και να λαμβάνει την ανάλογη βοήθεια.

Για να ολοκληρώσω όμως σιγά σιγά αυτήν την ανάρτηση, γράφω ότι με συγκίνησαν και τα ποιήματα αυτού του τεύχους, για τα περιεχόμενα του οποίου προσπάθησα να σας δώσω μια ιδέα και ξεχώρισα το «The Cost of Sanity» του John Donoghue, ίσως επειδή αποκρυσταλλώνεται τον κατακερματισμό που βιώνουν εξαιτίας των συστημάτων υγείας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία.

Τέλος, ν’ αναφέρω ότι ελεύθερα διαθέσιμο είναι κι αυτή η κριτική για το βιβλίο «Health Communism» των Beatrice Adler-Bolton και Artie Vierkant (Λονδίνο, εκδόσεις Verso, 2022) και στη σχετική κριτική τονίζεται πως : «Η ομορφιά αυτού του βιβλίου είναι ότι δεν υποστηρίζει απλώς μια συνολική επανάσταση ως κοινωνική πανάκεια, αλλά σκιαγραφεί πολλούς ιστορικούς και συνεχείς αγώνες γύρω από την υγεία ως μέρος ενός μεγαλύτερου αγώνα. Υπογραμμίζει επίσης τον συνεχή κίνδυνο τέτοιων αγώνων να ενσωματωθούν στο σύστημα…»

.

*Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου και για τη μετάφραση απ’ τα αγγλικά, συμβουλεύομαι τη Ντίνα Πουρσανίδου.

Διημερίδα «Μαθαίνοντας -Ξεμαθαίνοντας: Διάλογοι πάνω στην τρέλα» — Το πρόγραμμα της εκδήλωσης

Σχετικά με τη διημερίδα

Έχοντας περάσει 13 χρόνια από τη δημιουργία της πρώτης ομάδας αυτοβοήθειας το Μάρτιο του 2010 και 8 χρόνια από την πρώτη συνέλευση της Πρωτοβουλίας ‘Ψ’-, οι δύο συλλογικότητες συστεγάζονται σε μια προσπάθεια να στεγάσουν τα όνειρά τους και να έρθουν πιο κοντά. Κρατώντας η καθεμιά τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, την κουλτούρα και τις αρχές της αναζητήσαμε σημεία επικοινωνίας και ήρθαμε πιο κοντά ανοίγοντας συχνά διάλογο και συνδιοργανώνοντας κάποιες εκδηλώσεις. Από αυτή τη συγκατοίκηση προέκυψε και η ανάγκη για μια νέα διημερίδα.

Μέσα από τις συζητήσεις μας νιώσαμε έμπρακτα την αξία όρων όπως “ειδικός από εμπειρία”, “συνεργατικές κοινότητες μάθησης”, “αλληλεγγύη”, “ανάπτυξη του δυναμικού αυτοβοήθειας’, “αναγνώριση της προσωπικής ευθύνης της ασθένειας και της υγείας”. Κι έτσι όλα αυτά τα χρόνια μεγαλώσαμε γιατί ήρθαμε κοντά ο ένας στην άλλη. Αναγνωρίσαμε πως η μάθηση δεν αποτελεί μια στείρα “ανάγνωση” ενός κόσμου που βρίσκεται κάπου έξω και περιμένει να τον γνωρίσουμε, αλλά “μια αέναη γέννηση ενός κόσμου μέσω της διεργασίας της ζωής”. Τελικά “μάθηση και ανάπτυξη είναι απλώς οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος”.

Το μεγάλωμα μοιάζει να περνάει μέσα από μια συλλογική αναζήτηση μιας άλλης αντίληψης και γνώσης, όπου νέα νοήματα αναδύονται από τη μεταξύ μας αλληλεπίδραση. Για αυτό και χρειάζεται και στα θέματα ψυχικής υγείας να γίνουμε ο “αδαής δάσκαλος”, που έλεγε ο Ζοζέφ Ζακοτό, να παραμερίσουμε την “ειδημοσύνη” μας, να συνειδητοποιήσουμε την άγνοιά μας, ξεπερνώντας την υπεροψία και τη βεβαιότητά μας σχετικά με αυτά που γνωρίζουμε, για χάρη της νέας γνώσης που μας περιμένει και η οποία δεν κρύβεται μόνο σε βιβλία.

Χρειάζεται να δούμε πως οι άνθρωποι είναι ειδικοί για τις ζωές τους καθώς αυτοί είναι φορείς της αλήθειας του βιώματός τους και έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να ζητήσουν και να λάβουν την υποστήριξη που χρειάζονται. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έγνοια μας είναι να είμαστε ανοιχτοί/ες στις διαφορετικές εμπειρίες των ανθρώπων, να υποστηρίζουμε τις ανάγκες τους και να διατηρούμε ασφαλές και σταθερό το πλαίσιο της σχέσης με μετριοφροσύνη. Χρειάζεται μέσα από μια, καλώς εννοούμενη, ταπεινότητα να αλληλεπιδράσουμε και να ανταλλάξουμε εμπειρίες για την ανάπτυξη μιας κριτικής συνειδητοποίησης, έτσι ώστε ο ψυχικός μας πόνος και η δυσφορία μας να γίνονται αντιληπτές και κατανοητές μέσα από μια πληθώρα φακών και όχι μονοδιάστατα ως μια “(ψυχ)ιατρική κατάσταση”, μια “νόσος του εγκεφάλου”, μια “διαταραχή που οφείλεται σε χημική ανισορροπία”, μια “προσωπική αδυναμία” κοκ.

Και όλα αυτά μοιάζει να χρειάζεται να πάνε και πιο πέρα. Είναι σημαντικό η κριτική σκέψη να παει πέρα από την κριτική της ψυχιατρικής, που είναι βέβαια πιο εύκολο να στοχευτεί σαν το κυρίαρχο σύστημα. Είναι σημαντικό να προχωρήσουμε πιο πέρα και να ασκήσουμε κριτική σε όλες τις γνώσεις και απόψεις που διεκδικούν νέες αυθεντίες. Αυτό περιλαμβάνει και τις γνώσεις/απόψεις των κινημάτων και επιζώντων ψυχιατρικής/ ληπτριών υπηρεσιών, βασικά όλοι μας πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας!

Λίγα λόγια για την έκθεση που θα είναι ανοικτή παράλληλα με τις συζητήσεις:

Η Πολυμεσική Έκθεση «Μαθαίνοντας – Ξεμαθαίνοντας: Διάλογοι πάνω στη τρέλα» μιλά για την ψυχιατρική εμπειρία, την κυρίαρχη γνώση, τη συλλογική δύναμη, το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό και στην πολυφωνία. Ο διάλογος δεν περιορίζεται στον «λόγο» μέσα από παρουσιάσεις αλλά προκύπτει και μέσα από καλλιτεχνικές διεργασίες που συμπυκνώνουν μέσα στην εικόνα το σύγχρονο αφήγημα. Διάλογοι δημιουργούνται μέσα από κόμικ, εικαστικά, εργόχειρα, ποιήματα, και φωτογραφικά έργα ανθρώπων που έχουν απασχοληθεί γύρω από τα θέματα της διημερίδας, είτε ως δημιουργοί, είτε επιλέγοντας να είναι παρόντες μέσα από τις εικόνες που μοιράζονται. Στην έκθεση συμμετέχουν οι: Λίλιαν Χαριτάκη Άσιμου, Ντία Κουτσογιάννη, Κώστας Μάρκου. Κωνσταντίνα Πουρσανίδου, Αλέξια Οθωναίου, Γιώργος Μπότσος, Ομάδα συγγενών και φίλων του Δικτύου, Νικόλας Περδικάρης, Ελένη Ξυπολήτου, Ελένη Βασιλείου, Κυριάκος Μαυρίδης

Λίγα λόγια για τις/τους προσκεκλημένους μας:

Η Μαρίνα Λυκοβουνιώτη συμμετέχει στο Κίνημα Ακούγοντας Φωνές. Έχει εμπειρία φωνών συντονίζει ομάδες αυτοβοήθειας, πραγματοποιεί διαλέξεις και έχει συγγράψει άρθρα πάνω στην εμπειρία της.

Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου ως ψυχίατρος, από το 1982, ήρθε σε επαφή με το κίνημα της εναλλακτικής ψυχιατρικής που ενέπνευσε ο Φράνκο Μπαζάλια στην Ιταλία. Εργάστηκε διαδοχικά σε τρία ψυχιατρεία· στο Δρομοκαΐτειο (1986-1990), στο ΚΘ Λέρου (1990-1999) και στο ΨΝΑ (1999-2014) παίρνοντας πρωτοβουλίες για πρακτικές και προγράμματα ριζικής αποδόμησης και ξεπεράσματος των ιδρυματικών πρακτικών στην κατεύθυνση της Αποϊδρυματοποίησης. Ανέπτυξε συνεχή και συστηματική δραστηριότητα για ένα εναλλακτικό κίνημα στην ψυχική υγεία, από κοινού με άτομα με ψυχιατρική εμπειρία, οικογένειες, λειτουργούς ψυχικής υγείας, κοινωνικά κινήματα. Έχει γράψει βιβλία και έχει δημοσιεύσει πολλά επιστημονικά άρθρα σε περιοδικά και σε συλλογικές εκδόσεις, ελληνικές αλλά και σε διεθνείς.

Η Jacqui Dillon, ακτιβίστρια, συγγραφέας και ομιλήτρια έχει δώσει εκατοντάδες διαλέξεις και έχει δεκάδες δημοσιεύσεις παγκοσμίως για το τραύμα, την κακοποίηση, την ψύχωση, την αποσύνδεση και τη θεραπεία. Διετέλεσε πρόεδρος του Δικτύου Hearing Voices στην Αγγλία και είναι Επίτιμη Λέκτορας Κλινικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου, Επισκέπτρια Ερευνήτρια στο Κέντρο Κοινοτικής Ψυχικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Έχει επιμεληθεί βιβλία, έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και εργασίες, είναι στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Psychosis: Psychological, Social and Integrative Approaches και έχει ιδρύσει τη Beck Road Alliance (BRA) για την υποστήριξη παιδιών επιζώντων σεξουαλικής κακοποίησης

Η Ντίνα (Κωνσταντίνα) Πουρσανίδου είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του Asylum για περισσότερο από μια δεκαετία. Άρχισε να χρησιμοποιεί υπηρεσίες ψυχικής υγείας το 1991, όταν είχε την πρώτη της σοβαρή κρίση. Ως αποτέλεσμα αυτής της κρίσης, έκανε ένα διδακτορικό στο οποίο εξέτασε την κατάθλιψη των εφήβων ως κοινωνικο-πολιτισμικό φαινόμενο στην Αγγλία και στην Ελλάδα (χώρα καταγωγής της). Κατόπιν, μετά τη δεύτερη κρίση της που διήρκεσε μερικά χρόνια και περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, ακούσια νοσηλεία σε ψυχιατρικό νοσοκομείο στο Μάντσεστερ, εργάστηκε ως ερευνήτρια (καθώς έχει, όπως προαναφέρθηκε, προσωπική εμπειρία απ’ τη χρήση ψυχιατρικών υπηρεσιών) σε πολλά αγγλικά πανεπιστήμια. Αυτή τη στιγμή, εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Central Lancashire σ’ ένα έργο στον τομέα της εγκληματολογικής ψυχικής υγείας. Τέλος, είναι ένας απ’ τους ανθρώπους που διευθύνουν το Survivor Researcher Network (CIC), με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η Λυδία Σαπουνά είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών στο School of Applied Social Studies, University College Cork, Ιρλανδία. Μέσα από τη δουλειά της προσπαθεί να προωθήσει μια κριτική σκέψη και πράξη στο χώρο της ψυχικής υγείας.

Ο Harry Gijbels είναι νοσηλευτής ψυχικής υγείας και ακαδημαϊκός με πάνω από 40 χρόνια εμπειρίας στην ψυχική υγεία και την εκπαίδευση. Συνεχίζει να ασχολείται ενεργά με το Hearing Voices Network Ireland.

Η Λυδία μαζί με τον Harry Gijbels, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του δικτύου Critical Voices Network Ireland και είναι συνδιοργανωτές του ετήσιου συνεδρίου Critical Perspectives in Mental Health στο University College Cork, δημιουργώντας έτσι ένα συλλογικό χώρο ακτιβισμού και αναζήτησης άλλων τρόπων κατανόησης και διαχείρισης της ψυχιατρικής εμπειρίας.

ΔΙΚΤΥΟ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΦΩΝΕΣ ΑΘΗΝΑΣ

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ