Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού Asylum (Spring 2024, Volume 31, number 1)

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού Asylum (Spring 2024, volume 31, number 1) και σήμερα, όπως το συνηθίζω, σας γράφω γι’ αυτό, αρχίζοντας λίγο διαφορετικά, σχεδόν απ’ το τέλος δηλαδή, μιας και στην σελίδα 27 φιλοξενείται η είδηση για το νέο νομοσχέδιο που αφορά την ψυχική υγεία και τις εξαρτήσεις στην Ελλάδα κι αναφέρονται περιληπτικά όσα γράφει η Πρωτοβουλία για ένα Πολύμορφο Κίνημα στην Ψυχική Υγεία, στην πρόσφατη ανακοίνωσή της. Κι ευχαριστούμε γι’ αυτό, τη Ντίνα Πουρσανίδου, που είναι μέλος της συντακτικής ομάδας.

Ελληνική υπογραφή υπάρχει σ’ ένα ακόμη κείμενο, σ’ αυτό του Dimitris Passas, που είναι συγγραφέας και συντάκτης του διαδικτυακού περιοδικού Tap the Line και ζει στην Αθήνα. Γράφει για το «Rollercoaster» των συναισθημάτων του, στο Asylum κι αξίζει να διαβάσετε την ιστορία του.

Κι υπάρχει, μεταξύ άλλων, κι ένα πολύ όμορφο ποίημα με τίτλο «Η Περσεφόνη λέει», του John Adlam.

Στις πρώτες σελίδες πάντως του περιοδικού, ξεχώρισα το κείμενο και τις φωτογραφίες της Robyn Thomas, που είναι Καναδή συγγραφέας, κινηματογραφίστρια και ερευνήτρια με διδακτορικό στην ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Το κείμενο έχει τίτλο «Η μουσική που φτιάχνουμε στο σκοτάδι» και γράφτηκε κατά τη διάρκεια της ακούσιας νοσηλείας της στην ψυχική πτέρυγα Royal Jubilee Hospital στη Βικτώρια του Καναδά, η οποία έχει δεχθεί εκατοντάδες καταγγελίες για κακοποίηση και παραμέληση. Εκεί, αφού πήρε την άδεια των νοσηλευόμενων για να τους φωτογραφίσει (και για να προστατεύσει το απόρρητο, συνδύασε αριστοτεχνικά τα πρόσωπα τους με φωτογραφίες καταιγίδων), ρώτησε και τι θα ήθελαν να πουν στον κόσμο. Σε δεκαπέντε λεπτά, έχετε σκεφτεί πόσα πράγματα μπορούν να συμβούν; «Σε δεκαπέντε λεπτά, μας λένε ότι έχουμε μια φρικτή εξουθενωτική ασθένεια που δε θεραπεύεται, και ότι πρέπει να πάρουμε φρικτά εξουθενωτικά φάρμακα…». Αυτή είναι η απάντηση ενός ατόμου, στην οποία στάθηκα, για παράδειγμα. Σε λίγα λεπτά μπορεί ν’ αλλάξει η πορεία της ζωής μας με μια διάγνωση. Υπάρχει όμως κι η πιθανότητα να συμβεί, έστω και σε τέτοιες συνθήκες, κάτι όμορφο, όπως αφήνει να εννοηθεί ο αισιόδοξος τίτλος.

Με τον αντίκτυπο της αυτοκτονίας στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, καταπιάνεται η Stella Fermi, εργαζόμενη του NHS, στο δικό της κείμενο και γράφει μια ιστορία: «Έγραψα το Δωμάτιο 13 ενώ προσπαθούσα να επεξεργαστώ αυτές τις αυτοκτονίες. Είναι μια φανταστική αφήγηση ενός προσωπικού εφιάλτη, που δίνεται σε εικόνες των οποίων ο συμβολισμός μεταφέρει τα ανείπωτα. Δεν βασίζεται σε άτομα ή πραγματικά γεγονότα…», εξηγεί. Επώδυνο θέμα πάντως αναμφισβήτητα, κι όπως γράφει, στο NHS υπάρχουν διάφορες μορφές υποστήριξης των ειδικών. Παρ’ όλα αυτά τέτοιες απώλειες δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμες, προφανώς.

Η Sophina Mariette, επιζώσα του ψυχιατρικού συστήματος, αναλύει στη συνέχεια, πώς τραυματίστηκε ψυχολογικά από τη χρήση της τεχνολογίας Oxevision σε ένα τμήμα ψυχικής υγείας, σ’ ένα κείμενο με τίτλο «Η επιτήρηση δεν είναι ‘ασφάλεια‘», που μοιραία μου έφερε στο νου την υπόθεση Mastrogiovanni (για την οποία θα πληροφορηθείτε από εδώ) και θεώρησα ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να μεταφράσω αρκετά αποσπάσματα του. Γράφει λοιπόν:

«Έχω δει από πρώτο χέρι τη σταθερή αύξηση και την εξάρτηση από τη νέα τεχνολογία στους θαλάμους ψυχικής υγείας του NHS. Αυτή η τεχνολογία προωθείται ως ένας τρόπος για τη βελτίωση της ασφάλειας των ασθενών και τη μείωση της πίεσης στο προσωπικό, κι όχι ως εργαλείο για τη βελτίωση της συμπονετικής υποστήριξης προς τους ασθενείς ή για την υποβοήθηση της ανάρρωσής τους. Για μένα, η πραγματικότητα ήταν ότι ένιωθα ανασφαλής, αδιάφορη, φοβισμένη και μόνη. Το Oxevision είναι ένα κουτί με λευκό πλαίσιο ψηλά στον τοίχο, συχνά τοποθετημένο πάνω από ένα κρεβάτι. Αυτή η τεχνολογία καταγράφει τους παλμούς και τον ρυθμό αναπνοής ενός ασθενούς κατόπιν αιτήματος του προσωπικού. Παρακολουθεί τη δραστηριότητα του ασθενούς (συμπεριλαμβανομένου του χρόνου παραμονής στο μπάνιο) και στέλνει ειδοποιήσεις στο προσωπικό. Διαθέτει επίσης μια κάμερα, που σημαίνει ότι μπορείτε να δείτε ζωντανά, πλάνα ασθενών στην κρεβατοκάμαρά τους (στο χώρο νοσηλείας τους) σε μια οθόνη στο χώρο του υπολογιστή και σε μια οθόνη χειρός. Αυτό το βίντεο διατηρείται για 24 ώρες. Είναι επιτήρηση στα υπνοδωμάτια των ασθενών…», εξηγεί και μοιράζεται τη δική της εμπειρία: «Η παρουσία της επιτήρησης ήταν ανησυχητική, επιδείνωσε την υπερεπαγρύπνηση μου και πυροδότησε αναμνήσεις προηγούμενων τραυμάτων. Δημιούργησε ένα περιβάλλον καχυποψίας και απειλής και έγινε μια μορφή ψυχολογικής καθήλωσης. Κατά την εισαγωγή, δεν υπήρξαν συζητήσεις για την Oxevision. Δεν υπήρχαν πινακίδες ή αφίσες στον θάλαμο που να εξηγούν τι ήταν. Δεν μου ζητήθηκε να συναινέσω στο βίντεο, ώστε να κοινοποιηθούν τα δεδομένα μου σε μια ιδιωτική εταιρεία ή για το ενδεχόμενο χρήσης του βίντεο σε δικαστήριο. Ήταν ένας γενικός περιορισμός και τα ανθρώπινα δικαιώματά μου παραβλέφθηκαν. (…) Με τρόμαξε που δεν υπήρχε τρόπος να μάθω πότε με παρακολουθούσαν ή από ποιον παρακολουθουμουν. Θυμήθηκα παλιότερα τραύματα και πίστεψα ότι δεν ήμουν ασφαλής στον θάλαμο. Πέρασα πολλές νύχτες ξαπλωμένη στο κρεβάτι παγωμένη από φόβο. Ήθελα να τρέξω αλλά δεν μπορούσα να ξεφύγω. Ένιωσα ευάλωτη και ότι διατρέχω τον κίνδυνο κακοποίησης από το προσωπικό. (…) Στην αρχή, κρύφτηκα στο μπάνιο μου για να ξεφύγω από την παρείσφρηση και τον φόβο. Δεν ένιωθα ασφαλής να ασκηθώ, να κλάψω ή (κατά καιρούς) να φάω παρουσία της Oxevision. Λόγω του ότι το προσωπικό δεν ήταν ειλικρινές σχετικά με την τεχνολογία, δεν τους εμπιστευόμουν όταν μου έλεγαν ότι δεν υπήρχαν κάμερες στα μπάνια. Στεκόμουν και κοιτούσα τον τοίχο του μπάνιου μου για μεγάλες χρονικές περιόδους κυνηγώντας αποδείξεις. Το άγχος επηρέασε τη σωματική μου υγεία και έγινα ελλιποβαρής. Όταν το προσωπικό μου έκανε ελέγχους κατά τη διάρκεια της ημέρας, άνοιγε την πόρτα αλλά, αντί να συναντήσει τα μάτια μου, το βλέμμα τους θα εστιαζόταν σταθερά στην οθόνη Oxevision, ελέγχοντας ότι λειτουργεί σωστά. Δεν με έβλεπαν ως άνθρωπο. Δεν έμεναν καν αρκετά για να ζητήσω φαγητό ή νερό, το οποίο ήταν απρόσιτο για τους ασθενείς. Παρά τον ισχυρισμό της Oxevision ότι η τεχνολογία απελευθερώνει χρόνο από το προσωπικό, συχνά δεν υπήρχε διαθέσιμος εργαζόμενος/η για να μιλήσω όταν δυσκολευόμουν. Ένιωθα ότι η επιτήρηση χρησιμοποιήθηκε ως εναλλακτική λύση στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση. (…) Η τεχνολογία Oxevision με εμπόδισε να αυτοτραυματιστώ, έτσι βρήκα άλλους τρόπους να αντιμετωπίσω την αγωνία μου. Χρειαζόμουν να πληγώσω τον εαυτό μου ακόμα περισσότερο από πριν, για να διαχειριστώ την ανυπέρβλητη πίεση στο κεφάλι μου και τον πόνο στην ψυχή μου. Σε μια προσπάθεια να ανακτήσω τον έλεγχο, αυτοτραυματίστηκα με το φαγητό και την άσκηση. (…) Πήρα εξιτήριο με περισσότερα τραύματα και παράνοια από ό,τι όταν εισήχθηκα. Είμαι σε επαγρύπνηση για την περίπτωση να με παρακολουθούν, πράγμα που πυροδοτεί μια πλημμύρα πανικού και κακών αναμνήσεων. Εξακολουθώ να παλεύω με την πρόσληψη τροφής και την ανάγκη να έχω τον έλεγχο. Είμαι θυμωμένη για τη θεραπεία στην οποία υποβλήθηκα…». Τα δικά μου σχόλια περιττεύουν, μετά απ’ όλα αυτά.

Όπως έχω εξηγήσει πάντως κι άλλες φορές, όταν διαβάζουμε κάτι, στεκόμαστε ανάλογα με τα ενδιαφέροντα μας σε κάποιες γραφές περισσότερο και σ’ άλλες λιγότερο. Έτσι κι εσείς, μπορεί να ξεχωρίσετε διαφορετικά κείμενα του περιοδικού, από μένα, που πέρα απ’ τις λέξεις πρόσεξα και τη σελίδα που σχεδίασε η Chloe Watts, έχοντας την εμπειρία της παραμονής ως παιδί, για τρία χρόνια σ’ ένα νοσοκομείο και τη βρήκα πολύ συγκινητική.

Στο τεύχος , συνεχίζεται και η «συζήτηση» για τις Mad Studies (δείτε εδώ τι έγραφα πως έχει συμβεί, αν ενδιαφέρεστε να μάθετε περισσότερα) κι υπάρχει κι η πολύ σημαντική κριτική της Lisa Archibald για το θέμα, πρώην φοιτήτριας στο Πανεπιστήμιο Queen Margaret και επί του παρόντος συνδιευθύντριας του Intentional Peer Support, που θεωρεί ότι πρέπει να είναι ψηλά στην ιεραρχία των σκοπών η βιωματική μάθηση και το συλλογικό ταξίδι: «Ένα μάθημα Mad Studies δεν θα πρέπει να βασίζεται στην ατομικιστική ακαδημαϊκή επιτυχία, όπου ένα άτομο μπορεί να ευδοκιμήσει και άλλα να μένουν πίσω επειδή δεν ταιριάζουν με τις ταξικές προκαταλήψεις, επειδή υπόκεινται σε διακρίσεις (είτε εξαιτίας υποκείμενων αναπηριών είτε λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας), επειδή δεν ταιριάζουν (επομένως) με τους τρόπους μέτρησης της γνώσης του ακαδημαϊκού συστήματος. Για να διατηρήσει το Mad Studies την πιστότητά του, θα πρέπει όλοι να αναπτυχθούμε, να αλλάξουμε και να μάθουμε, εξαιτίας (με αφορμή) του τι συνδημιουργείται σε αυτόν τον μαγικό χώρο μεταξύ των ανθρώπων. (…) Τα ίδια ιδρύματα που θέλουν να φέρουν εργαζόμενους με βιωμένη εμπειρία, επιζώντες ερευνητές ή προγράμματα Mad Studies, εξακολουθούν να παρέχουν κλινικές υπηρεσίες και μαθήματα που βλέπουν τους τρελούς ή τους ανθρώπους με ψυχιατρική διάγνωση ως κατεστραμμένους, άρρωστους και διαταραγμένους. (…) Για να αμφισβητήσουμε αποτελεσματικά τους επιβλαβείς και καταπιεστικούς θεσμούς, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί να μην ενσωματωθούμε βαθιά μέσα τους. Έχω περάσει πολλά απογοητευτικά χρόνια υπερασπίζοντας την υποστήριξη από ομοτίμους, παρά το γεγονός ότι βλέπω ότι σφετερίζεται όλο και περισσότερο από το σύστημα ψυχικής υγείας. Θα συνεχίσω να υποστηρίζω την υποστήριξη από ομοτίμους και τις Mad Studies, αλλά και οι δύο θα πρέπει να καθοδηγούνται από τους τρελούς (τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία) και να καθοδηγούνται από αυτό που χρειαζόμαστε και θέλουμε και όχι από αυτό που χρειάζεται και θέλει το ίδρυμα στο οποίο βρισκόμαστε».

Ακολούθως, η Lin Bigwood που είναι συνταξιούχα νοσοκόμα ψυχικής υγείας, συνδικαλίστρια και ένα απ’ τα άτομα που ίδρυσαν το Asylum, ασχολείται με το θέμα των ανθρώπων που διαπράττουν κάποιο έγκλημα όντας ψυχικά πάσχοντες, με αφορμή μια συγκεκριμένη υπόθεση (του Valdo Calocane). Και στην Αγγλία, όπως και στην Ελλάδα, οι επιλογές είναι δύο: ψυχιατρείο ή φυλακή: «Εάν επιτρέψουμε τη μείωση της ευθύνης ως ελαφρυντικό στο νομικό μας σύστημα και εάν διαπιστωθεί ότι ένα άτομο έχει διαπράξει πράξεις βίας ενώ υποφέρει από μειωμένη ευθύνη λόγω σοβαρής ψυχολογικής διαταραχής, τότε η εντολή για (εγκλεισμό) σε (ψυχιατρικό) νοσοκομείο είναι η μόνη αξιόπιστη επιλογή όταν πρόκειται για την καταδίκη. Τα μέσα ενημέρωσης το ξέρουν αυτό, αλλά ξέρουν επίσης ότι μπορούν να πουλήσουν πολύ περισσότερες εφημερίδες με αυθαίρετους τίτλους για τα κακά τέρατα…».

Για το ίδιο θέμα, δηλαδή «Τρέλα, Βία και ΜΜΕ» γράφει και το Hel Spandler, Editor του περιοδικού, που επίσης αναφέρεται ενδεικτικά στην υπόθεση του Valdo Calocane: «Οι σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των πενθούντων μελών των οικογενειών, έχουν εκφράσει την οργή που αυτό το «κακό τέρας» (sic) έχει σταλεί στο νοσοκομείο και όχι στη φυλακή. Μια αναφορά του LBS αναφέρθηκε στις «βελούδινες» και «άνετες» συνθήκες που περίμεναν τον «τριπλό δολοφόνο» μέσα στο ειδικό νοσοκομείο Ashworth. Ενώ η θλίψη και ο θυμός των πενθούντων οικογενειών είναι κατανοητός, αυτή η απάντηση δεν αναγνωρίζει το γεγονός ότι οι ασθενείς συνήθως περνούν περισσότερο χρόνο σε νοσοκομεία υψηλής ασφάλειας από ό,τι στη φυλακή: πολλοί οδηγούνται στη φυλακή μετά από πολλά χρόνια ή δεν παίρνουν ποτέ εξιτήριο. (…) Αυτά τα περιστατικά, και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται, δεν συμβαίνουν στο κενό. Οι απαντήσεις σε τραγωδίες μπορούν εύκολα να οπλιστούν και να χρησιμοποιηθούν για να ενισχύσουν τις υπάρχουσες πεποιθήσεις μας. Εκτός από τις αυθόρμητες εκκλήσεις για αντίποινα, αυτή η τραγωδία έχει χρησιμοποιηθεί για να υποδείξει ότι δεν έπρεπε ποτέ να κλείσουμε τα Άσυλα, ότι οι ασθενείς που αρνούνται τη θεραπεία θα πρέπει να αναγκάζονται να συμμορφωθούν· ή ότι η ψυχιατρική φταίει για τη φαρμακευτική αγωγή και τη διάγνωση στην πρώτη θέση. Ο εξαναγκασμός ή η παρενόχληση των ατόμων να ασχοληθούν με τις υπηρεσίες ή να συμμορφωθούν με τη θεραπεία, ιδιαίτερα εάν έχουν ιστορικό βίας, μπορεί να αποτρέψει ορισμένα από αυτά τα περιστατικά. Ωστόσο, πιθανότατα θα προκαλούσε άλλα προβλήματα για τους ανθρώπους που παγιδεύονται στο δίχτυ του καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένων των μαύρων ανδρών που είναι ήδη πιο πιθανό να λάβουν αναγκαστική φαρμακευτική αγωγή, θεραπεία, κράτηση – και να ποινικοποιηθούν (να εμπλακούν με το ποινικό σύστημα)». Είναι προβληματισμοί αυτοί που μας ενδιαφέρουν και στην Ελλάδα και σίγουρα μας βάζουν σε γόνιμες σκέψεις.

Κάπου εδώ όμως, φτάνει στο τέλος της η συγκεκριμένη ανάρτηση. Πέρα απ’ όσα σταχυολογησα εγώ και μετέφρασα (συμβουλευόμενη κι αυτή τη φορά τη Ντίνα Πουρσανίδου, την οποία θερμά ευχαριστώ), και παρά το ότι προσπάθησα να συμπεριλάβω όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα, φυσικά υπάρχουν κι άλλα άρθρα στο περιοδικό, ποιήματα, βιβλιοκριτικές, ειδήσεις, κ.ο.κ., για να διαβάσετε και πολλά για να μάθετε. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ, όπου υπάρχουν και πάμπολλα ελεύθερα διαθέσιμα άρθρα από προηγούμενα τεύχη.

Να είστε καλά.