.
*Συνέχεια από εδώ.
.
Οι αναφορές του Κονδυλάκη στους ψυχικά πάσχοντες, συνεχίζονται και στους “Άθλιους των Αθηνών”.
Το ηθογραφικό αυτό μυθιστόρημα, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες (από την 1η Ιουνίου ως τις 5 Νοεμβρίου 1894), στην εφημερίδα «Εστία».
Ο συγγραφέας δεν το υπέγραφε με το αληθινό του όνομα, αλλά με το ψευδώνυμο Βαρδής Γύπαρης και διαφημίστηκε ως το «το πρώτον εικονογραφημένον ελληνικόν μυθιστόρημα».
Το έργο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νατουραλιστικό. Είναι σαφές από τον τίτλο, πως ο Κονδυλάκης είχε επηρεαστεί από τους «Αθλίους» του Victor Hugo, αλλά και από τους υπόλοιπους εκπροσώπους του γαλλικού νατουραλισμού.
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα λοιπόν (που μπορείτε να διαβάσετε εδώ), η Μαριώρα Λορέντζου, η κεντρική ηρωίδα του (μια δεκαεξάχρονη δηλαδή κοπέλα από την Τήνο, η οποία έρχεται στην Αθήνα για να εργαστεί και με αυτό τον τρόπο να εξοικονομήσει τα απαραίτητα χρήματα για την προίκα της), καταλήγει στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας, όταν ο Αριστοτέλης ή Λαχταράκης, με τον οποίο εν αγνοία της συζούσε χωρίς να έχουν αληθινά παντρευτεί, βάζει κάποιον να κλέψει την κόρη τους.
“Οι ιατροί διέγνωσαν μελαγχολίαν εκ μεγάλης μητρικής λύπης και άλλων ηθικών διαταραχών, αλλά χωρίς οργανικάς αλλοιώσεις, και ήλπισαν ότι θα θεραπεύετο”.
Πράγματι έτσι γίνεται στο τέλος, αφού η Μαριώρα καταφέρνει να επιστρέψει στην γενέτειρα της Τήνο, μετά από πολλά χρόνια (“διότι το μέχρι Κερκύρας ταξίδιον απήτει σημαντικά έξοδα κι αυτοί ήσαν φτωχοί άνθρωποι”), χάρη στο ενδιαφέρον του αδερφού της. Εκεί συνάντησε κι αναγνώρισε την κόρη της και απέκτησε “πλήρη την ψυχικήν υγείαν”.
Ο Κονδυλάκης αναφέρει ότι οι συντοπίτες της απέδωσαν την θεραπεία της στην θεϊκή παρέμβαση, μιας και “επίστευον άλλωστε ότι κατά τοιούτων νοσημάτων ουδέν δύναται η ανθρώπινη επιστήμη. Η μόνη δυνάμενη να της αποδώσει το λογικότης ήτο η εξ ύψους βοήθεια”.
Ο έτερος πρωταγωνιστής της ίδιας ιστορίας, Αριστοτέλης ή Λαχταράκης, όταν παράφρονας πλέον τριγυρνά στα Χαυτεία (διασταύρωση Αιόλου και Σταδίου) , τυγχάνει σκληρότατης αντιμετώπισης και χλευασμού:
“(…) Του κατάφερον βροντερούς κολάφους επί του πίλου..(..) Ο αμαξηλάτης τον ώθησε και εκυλίσθη εις τον βόρβορον της οδού. Ενώ δε προσεπάθη να ανεγερθή, εις υπηρέτης καφενείου σπεύσας εκκένωσεν επ’ αυτού ολόκληρον τενεκέ νερού. Τότε πλέον εξεκαρδίσθησαν γελώντες όλοι οι θεαταί, πλην του Χαρίλαου, όστις πλησιάσας ένα των κλητήρων του είπε μετ’ αγανακτήσεως:
-Βρε αδερφέ δεν γλυτώνετε αυτόν τον δυστυχή άνθρωπον απ’ τους κανιβάλλους;.”
Ο κλητήρ εστράφη και τον παρετήρησε μετ’ εκπλήξεως. Και αν δεν τον έβλεπε καλοφορεμένον, ίσως δεν θα αρκείτο εις την απάντησιν την οποία του απεύθυνε.
-Και τι με μέλλει ‘μένα; Μήπως μ’ ‘έβαλαν να φυλλάω τους μουρλούς; Αυτός τα θέλει και τα παθαίνει. Πρέπει να του βάλουμ’ ένα κλητήρα από κοντά να τον φυλάη!
Ενώ προσεπάθει να εγερθή, βλασθημών, ο υιός του Βουνέκα, του έριψαν φούκτα αλεύρου, όπως δε ήτο κάθιγρος, μετεμορφώθη εις πουδραρισμένον παλιάτσον”.
Κι εντέλει ο κλητήρας που αναφέρεται παραπάνω συνέλαβε τον Αριστοτέλη και ξυλοφορτώνοντας τον όπως συνηθιζόταν, τον πήγε ..στη φυλακή, για να βρει ο κόσμος την ησυχία του. Το τέλος του ήρωα αυτού, όπως ίσως υποθέτετε, ήταν ανάλογο του βίου του.
“Αυτός εκοιμάτο εις μίαν τρύπαν εις την βάσιν της Ακροπόλεως πλησίον του σπηλαίου του Ασκληπιού. Αλλά εκείνοι που διασκέδαζον με την αθλιότητα του εις τους δρόμους δεν τον άφιναν ήσυχον και εις αυτήν την τρύπαν και επήγαιναν επίτηδες αστείοι των καφενείων διά να του ταράξουν τον ύπνον και να γελούν με την μανίαν, η οποία τον κατελάμβανε. Μίαν φοράν παραδείγματον χάριν επήγαν την νύκτα και τον εκούρεψαν διά της βίας. Άλλην φορά τον εκύλισαν κάτω από τον κρημνόν και τον αφήκαν ημιθανή, μέσα στα μάρμαρα, άλλοτε του ήρπαζαν τα ενδύματα του και τον ηνάγκαζαν να κατεβαίνη ημίγυμνος εις την πόλιν, και τέλος πάντων ούτε την ημέρα ούτε την νύκτα τον άφηναν ήσυχον και κανείς δεν τον επροστάτευεν. Εξ εναντίας οσάκις τον εβασάνιζον και αναστάτωνε τον κόσμο με τις φωνές και τα πετροβολήματα, αυτόν συνελάμβανε η αστυνομία και τον έκλειεν εις το κρατητήριον.
-Και εγώ είδα μία τοιαύτην σκηνήν. Η αστυνομία, φαίνεται, θεωρεί τους τρελλούς ως όντα προορισμένα διά να ξεθυμαίνη επάνω των η αγριότης των μη τρελλών και τοις απαγορεύει την άμυναν, η οποία δεν απαγορεύεται και εις αυτούς τους ταύρους των ταυρομαχιών.
(…) Οι σκύλοι ζουν πολύ ησυχώτερα από τους δυστυχείς ανθρώπους τους οποίους η παραφροσύνη παραδίδει εις την διάκρισην των άλλων ανθρώπων.
Αλλά ας είναι.. ο δυστυχής Λαχταράκης λοιπόν ευρέθη χτες τα μεσάνυχτα νεκρός έξω από την τρύπαν εις την οποία εκοιμάτο. Είχε κοιμηθή φαίνεται, μεθυσμένος, όπως συνήθως. Ενώ δε εκοιμάτο, επήγαν οι αγριάνθρωποι κι έβαλαν φωτιά εις τας εφημερίδας, οι οποίαι του εχρησίμευον ως στρωμνή. Από τας εφημερίδας η φωτιά μετεδόθη εις τα κουρελιασμένα φορέματά του. Και ο δυστυχής Λαχταράκης εξύπνησε εν μέσω φλογών. Και τα κραυγάς του ήκουσεν ο φύλαξ, ο οποίος κοιμάται εις ένα παράπηγμα, ολίγον παρακάτω. Αλλ’ εως ότου πάη, ο Λαχταράκης είχε ψήθη κυριολεκτικώς” (σελ. 237).
Όσα περιγράφει γλαφυρά ο Ιωάννης Κονδυλάκης στα αποσπάσματα που διαβάσατε, συνέβαιναν καθημερινά τότε στους δρόμους της πρωτεύουσας. Οι ψυχικά πάσχοντες ήταν μόνιμα θύματα βίας, υφίσταντο λογής λογής εξευτελισμούς απ’ όσους ‘διασκέδαζαν’ εις βάρος τους, κατέληγαν συχνά στα υπόγεια κρατητήρια και σε κάποιες περιπτώσεις οδηγούνταν στην αυτοκτονία μην αντέχοντας άλλο τα καθημερινά μαρτύρια.
Στο χρονογράφημα του «Μια τρελλή», που δημοσιεύτηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 1901 στην εφημερίδα «Εμπρός», γράφει για τα συνεχιζόμενα μαρτύρια των ψυχικά πασχόντων και για τη συμμετοχή των αστυνομικών στη διαπόμπευση τους:
Το κακόν όμως είνε ότι (..) δεν αισθάνονται όλοι οίκτον και συμπάθειαν προς τους ανθρώπους τούτους. Τινές εξ’ ημών εβρίσκουν εξαιρετικήν τέρψιν να τους βασανίζουν, να τους αποτρελλαίνουν, να εξάπτουν το ήρεμον παραλήρημά των εις μανίαν. Και κατά της ανάνδρου ταύτης θηριωδίας ουδείς τους προστατεύει. Οι αστυφύλακες γελούν και αυτοί, όταν βλέπουν την χυδαίαν αγριότητα να παίζη τους παράφρονας, οίτινες ρίπτονται εις τας οδούς, ως ερρίπτονται εν Ρώμη οι κατάδικοι και οι δούλοι εις το θηριοτροφείον, διά να διασκεδάση το πλήθος. Είνε ως έξω του νόμου, ως επικηρυγμένοι, οι άθλιοι ούτοι, καθ’ ών πας τις δύναται να κακουργήση.
Στις 27 Ιανουαρίου 1910, στο χρονογράφημα του “Ζητήματα Τρελλών”, αναμοχλεύει εκ νέου το θέμα και πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, δεν υπαινίσσεται πλέον αλλά προτείνει καθαρά να υπάρξει μέριμνα εκ μέρους της Πολιτείας:
Όχι ολίγοι παράφρονες περιφέρονται ελεύθεροι. Μεταξύ δε τούτων θα είνε βεβαίως και επικίνδυνοι. Αλλά και όσοι δεν είνε επικίνδυνοι δύνανται να γίνουν ένεκα της βαρβαρότητος μεθ’ ης τους μεταχειρίζονται οι υγιείς, χωρίς κανείς να τους προστατεύη. Αν ελαμβάνετο δημοσία μέριμνα περί των δυστυχών τούτων, όχι μόνον θα εξέλιπεν εις κίνδυνος, αλλά και θα έπαυον τα φρικτά θεάματα των βασανιζομένων προς διασκέδασιν τρελλών, τα οποία δίδουν την χείριστην ιδέαν περί των ηθών και του ανθρωπισμού μας.
Πολλοί ακόμα πεζογράφοι της εποχής έχουν καταγράψει ανάλογες ζοφερές σκηνές χλεύης και βασανιστηρίων. Κι όσοι ενδιαφέρεστε περισσότερο για το θέμα, αξίζει να διαβάσετε αυτή τη σχετική εργασία.
Σε μένα πάντως οι παραπάνω περιγραφές έφεραν στο μυαλό αυτούς τους στίχους:
.
“Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
κυνηγούν έναν τρελό
τον επνίγουν με τα χέρια
και τον καίνε στον γιαλό”.
Μουσική-Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
.
.
(συνεχίζεται εδώ)
.
.
.