Παρουσίαση βιβλίου: «Περί τρέλας» – Λέων Τολστόι

.

exfl_micro_Tolstoy_Madness

.

Η παρουσίαση αυτού του βιβλίου έχει ένα μικρό παρασκήνιο που αξίζει να μοιραστώ μαζί σας. Την ετοιμάζω απ’ τις αρχές του Σεπτέμβρη κι ένα βράδυ του Οκτώβρη που δούλευα το εν λόγω κείμενο, μου έστειλε μήνυμα ένας άνθρωπος απ’ τον ψ χώρο που εκτιμώ απεριόριστα. Απίστευτη σύμπτωση αλλά το μήνυμά του αφορούσε αυτή τη σχετική ανάρτηση. Όταν του το εξήγησα μου έγραψε μερικά πολύ όμορφα πράγματα για το πως συναντιούνται οι σκέψεις των ανθρώπων που τους απασχολούν τα ίδια θέματα. Πράγματι έτσι γίνεται.

Αλλά όπως έλεγα χτες το απόγευμα σε μια φίλη κι ένα φίλο, αυτό το βιβλίο δεν το θεωρώ ειδικού ενδιαφέροντος. Δεν αφορά δηλαδή μόνο τους  επιστήμονες που ασχολούνται με τις ψυχικές διαταραχές. Μπορεί ο τίτλος του να παραπέμπει σε συγκεκριμένη θεματολογία, αλλά τελικά ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, γράφει για ζητήματα που μας αφορούν όλους. Αναρωτιέται για το νόημα της ζωής, το ρόλο της επιστήμης και της θρησκείας, τις αιτίες που οδηγούν κάποιους στην αυτοκτονία και πολλά άλλα που βρήκα εξαιρετικά επίκαιρα και θα σας τα αναφέρω παρακάτω.

Να πάρουμε όμως το νήμα της ιστορίας απ’ την αρχή. Στο σπουδαίο επίμετρο του βιβλίου που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Ροές» και υπογράφει η μεταφράστριά του, Βιργινία Γαλανοπούλου, υπάρχει ένα απόσπασμα απ’ την «Εξομολόγηση» του Τολστόι, που γράφτηκε στα 1870 και θεωρώ πως εξηγεί το γιατί καταπιάστηκε μ’ αυτά τα θέματα ο ίδιος: «Κι έτσι λοιπόν εγώ, ένας άνθρωπος ευνοημένος απ’ την τύχη, έβγαλα απ’ το δωμάτιο μου, όπου κάθε βράδυ ξεντυνόμουν μόνος, το κορδόνι, για να μην το περάσω στο δοκάρι που ενώνει τα ντουλάπια και κρεμαστώ…»

Εξομολογείται κι άλλα για τις τάσεις αυτοκτονίας του ο Λέων Νικολάγεβιτς που θα διαβάσετε όσοι επιλέξετε αυτό το εκπληκτικό βιβλίο κι αναλύει το φαινόμενο της εποχής του, που τελικά είναι φαινόμενο και της δικής μας εποχής.

Όλα άρχισαν στις 23 Μαρτίου 1910, όταν όπως αναφέρει στα «Ημερολόγιά» του και μας μεταφέρει η κυρία Γαλανοπούλου, έγραψε κάπως ανόρεχτα ένα γράμμα με θέμα την αυτοκτονία. Με το γράμμα αυτό απαντούσε σε μια επιστολή που του έστειλε η Ρ. Σ. Λαμπκόφσκαγια, βοηθός γιατρού, η οποία ζητούσε τη γνώμη του σχετικά με το φαινόμενο των αυξανόμενων αυτοκτονιών (το 19ο αιώνα και μόνο στην Ευρώπη έστω και με ανεπαρκή στοιχεία ο αριθμός των αυτοκτονιών ανερχόταν στις 1.300.000 κι ήταν διαρκώς αυξανόμενος, σύμφωνα με τον συγγραφέα). Η επιστολή αυτή ήταν η αιτία ώστε να γράψει όσα σήμερα συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο «Περί τρέλας», που είχε αλλάξει στο παρελθόν διάφορους τίτλους ( «Περί αυτοχειρίας» και «Περί παραφροσύνης»).

.

TOLSTOY_1910_reading_On_Madness
O Τολστόι διαβάζει το «Περί τρέλας» σε φίλους στη ντάτσα του Τσερτκόφ. Στην παρέα αυτή βρισκόταν και ο Μπουλγκάκοφ.

.

Τι πίστευε ότι φταίει δεν θα σας το αποκαλύψω φυσικά εδώ, αλλά θα σας παραθέσω μερικές ακόμη πληροφορίες που θεωρώ απαραίτητο να γνωρίζετε, όπως για παράδειγμα πως ο Τολστόι όταν διέμενε στη ντάτσα του φίλου του Βλαντίμιρ  Τσέρτκοφ στα μέσα του Ιούνη του 1910, επισκέφτηκε δύο κοντινά ψυχιατρεία (ξεναγήθηκε στις πτέρυγες και συνομίλησε με τους ανθρώπους που διέμεναν εκεί) και δύο χωριά όπου ζούσαν υπό επιτήρηση ψυχικά πάσχοντες. Βρισκόταν περίπου 50 χιλιόμετρα έξω απ’ τη Μόσχα, κοντά στο χωριό Μεσέρσκογιε. Υπάρχουν φωτογραφίες απ’ αυτές του τις επισκέψεις στο τέλος του βιβλίου κι αναφέρεται το τι απάντησε στην κόρη του, Αλεξάνδρα Λβόβνα, όταν τον ρώτησε πως του φάνηκαν όλα αυτά. Δυστυχώς όμως το έργο του αυτό, για το οποίο γίνεται λόγος σήμερα, έμεινε ημιτελές, η υγεία του κλονίστηκε και στις 20 Νοεμβρίου 1910 (7 Νοέμβρη με το παλαιό ημερολόγιο, σαν σήμερα δηλαδή), πέθανε. To «Περί τρέλας» συμπεριλήφθηκε στα «Άπαντα» του που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του.

Είναι κρίμα που δεν μπόρεσε να γράψει περισσότερα, αλλά απ’ την άλλη απ’ όσα καταθέτει μπορεί κάποιος να καταλάβει τι σκεφτόταν, όπως ορθά επισημαίνει η κυρία Γαλανοπούλου: «Η ευαισθησία του πάνω στο θέμα του καταναγκασμού και της άσκησης βίας πάνω στο συνάνθρωπο είναι δεδομένη, και μπορεί ο διευθυντής του ενός θεραπευτηρίου που επισκέφτηκε να διατεινόταν ότι είναι κατά της άσκησης βίας στους ψυχικά ασθενείς, ο Τολστόι όμως θα είχε άλλη άποψη, όπως μας δίνει να καταλάβουμε μέσα απ’ το σχολιασμό του άρθρου για το ζήτημα των πολιτικών εγκλημάτων».

Ψάχνοντας μήπως και μπορέσω να εμπλουτίσω την ανάρτηση με περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον ψυχισμό του Τολστόι, ανακάλυψα ένα άρθρο που περιγράφει τη συνάντηση του με τον εγκληματολόγο Cesare Lobroso. Ο δεύτερος θεωρούσε πως στο πρόσωπο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα θα έβρισκε τις αποδείξεις της συνύπαρξης λογικής και τρέλας και φυσικά δεν δίστασε να τον διαγνώσει ως άτομο που πάσχει από «επιληπτική ψύχωση». Ο Τολστόι με τη σειρά του δεν ενθουσιάστηκε μ’ αυτή τη γνωριμία και μπορείτε όσες κι όσοι ενδιαφέρεστε να διαβάσετε τι σχολίασε στα «Ημερολόγια» του  για την ατυχή συνάντηση με τον Ιταλό εγκληματολόγο εδώ.

Σας έγραψα όμως παραπάνω πως υπάρχουν πολλά στοιχεία εξαιρετικά επίκαιρα σ’ αυτό του το έργο που αφορούν τον καθένα από ‘μας. Να τι εννοώ… Ο Λέων Νικολάγιεβιτς αναρωτιέται σε κάποιο σημείο για παράδειγμα, πως γίνεται «οι άνθρωποι να υπακούουν σε ορισμούς προσώπων με τα οποία δεν έχουν καμιά ψυχική εγγύτητα». Πως γίνεται να συναινούμε αλήθεια σε ολιγαρχίες, όπως οι εκάστοτε κυβερνώντες κάθε χώρας ή οι ηγεσίες των διαφόρων εκκλησιών ή ο στρατός και να μην αντιλαμβανόμαστε τον παραλογισμό της όλης κατάστασης; Να δεχόμαστε να πληρώνουμε φόρους, στερούμενοι τις οικονομίες μας, ενώ ξέρουμε πως θα χρησιμοποιηθούν σε σκοπούς εμφανώς βλαπτικούς; Να σκοτώνουμε άγνωστους ανθρώπους που σε τίποτα δεν μας έφταιξαν αλλά να θεωρούμε πως αυτό είναι απόλυτα δικαιολογημένο σε περιόδους πολέμου ή ποικίλων άλλων αιματοχυσιών; Και τόσα άλλα… Μοιραία, ήρθε πάλι στο μυαλό μου ο Stanley Milgram κι οι απαντήσεις που έδωσε για όλα αυτά με τα πειράματά του σχετικά με την υπακοή στην εξουσία. Αναπόφευκτη η σύνδεση.

Με κάποιες σκέψεις του Τολστόι επιλέγω πάντως να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση, επειδή όσα περιγράφει ξέρω πως εκφράζουν πολλούς από μας: «Υπήρξε μια εποχή που νόμιζα ότι η άποψη μου για τον παραλογισμό που διακρίνει τη ζωή μας είναι εκκεντρική, γι’ αυτό ένιωθα αμηχανία και φόβο να την εκφράσω ανοιχτά, καθώς βρισκόταν σε πλήρη διάσταση με τις ακλόνητες πεποιθήσεις της μεγάλης πλειονότητας των ανθρώπων, που διάγουν τούτο τον παράλογο βίο· τον τελευταίο καιρό όμως μου συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: αμηχανία και φόβο μου προκαλεί η σιωπή». Κι εμένα το ίδιο. Και σίγουρα δεν είμαι η μόνη που έτσι αισθάνεται. Αλήθεια, τι κάνουμε γι’ αυτό;

Καλή σας ανάγνωση.

.

.

.

.

.