«A page of madness» (1926): Μια ιαπωνική avant-garde βουβή ταινία για την τρέλα

Χρόνος ανάγνωσης: 7 λεπτά

Η ταινία «Kuretta Ippei» του Teinosuke Kinugasa (Τεϊνοσούκε Κινουγκάσα) — μια ταινία του 1926 γνωστή στη Δύση ως «A Page of Madness» — είναι αυτή που παρουσιάζεται σήμερα εδώ κι η επιλογή μου έχει να κάνει καθαρά με τη θεματολογία της. Την παρακολούθησα αφού διάβασα αυτό το άρθρο και θα σας εξηγήσω όσα περισσότερα πράγματα μπορώ γι’ αυτήν.

Ο σκηνοθέτης της λοιπόν, προσπάθησε να γυρίσει μια πειραματική ταινία ευρωπαϊκού τύπου στην Ιαπωνία και, στην πορεία, δημιούργησε ένα από τα σπουδαία ορόσημα του βωβού κινηματογράφου.

Γεννημένος το 1896, ο Kinugasa ξεκίνησε την ενήλικη ζωή του δουλεύοντας ως onnagata, ηθοποιός δηλαδή που ειδικεύεται στο να παίζει γυναικείους ρόλους. Το 1926, αφού δούλεψε για μερικά χρόνια υπό τον πρωτοπόρο σκηνοθέτη Shozo Makino, αγόρασε μια κινηματογραφική κάμερα και δημιούργησε ένα εργαστήριο στο σπίτι του για να γυρίζει τις δικές του ταινίες. Στη συνέχεια προσέγγισε μέλη της λογοτεχνικής ομάδας Shinkankaku (νέοι ιμπρεσιονιστές) για να τον βοηθήσουν στο να βρει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Ο συγγραφέας Yasunari Kawabata (Γιασουνάρι Καβαμπάτα), ήταν τελικά εκείνος που έγραψε το σενάριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως βάση για το «A Page of Madness». Ο Kawabata (του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1968) είναι ένας απ’ τους συγγραφείς που γνωρίζουμε στην Ελλάδα και που έχουμε διαβάσει βιβλία του. Βρήκα το συγκεκριμένο σενάριο που έγραψε τότε λοιπόν, το διάβασα μεταφρασμένο στ’ αγγλικά απ’ το περιοδικό Prism International και θα σας γράψω μια περίληψη για την ταινία που έχει βασιστεί αρκετά σ’ αυτό, αλλά όχι απόλυτα:

Μια γυναίκα οδηγείται σε ψυχιατρικό άσυλο μετά τον πνιγμό του μωρού της, ενώ ο ναύτης σύζυγος της απουσιάζει. Όταν εκείνος επιστρέφει, αποφασίζει να εργαστεί ως θυρωρός σ’ αυτό το άσυλο, αλλά εκείνη δεν τον αναγνωρίζει. Το ζευγάρι έχει ένα ακόμη παιδί, μια ενήλικη κόρη που πρόκειται να παντρευτεί κι ανησυχεί για την αντίδραση του αρραβωνιαστικού της όσον αφορά την κατάσταση της μητέρας της. Επισκέπτεται το άσυλο και βρίσκει έκπληκτη τον πατέρα της να εργάζεται εκεί. Ένας γενειοφόρος ασθενής της επιτίθεται στους κήπους κι η κόρη φεύγει τρέχοντας. Στη συνέχεια, παρακολουθούμε έναν από τους έγκλειστους να χορεύει και να ξεσηκώνει το άσυλο σε μια ξέφρενη εξέγερση, κατά την οποία η παράφρων μητέρα ρίχνεται στο έδαφος από τον ίδιο γενειοφόρο ασθενή. Ο θυρωρός του επιτίθεται για να την προστατέψει και δέχεται με τη σειρά του επίπληξη απ’ τον διευθυντή του ασύλου. Αργότερα, στο δωμάτιό του, ο θυρωρός ονειρεύεται να κερδίσει ένα έπαθλο λοταρίας ώστε να μπορέσει να το δώσει στην κόρη του ως γαμήλιο δώρο. Προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα του να δραπετεύσει από το άσυλο, αλλά εκείνη φοβάται να φύγει. Ονειρεύεται ότι στη φυγή σκοτώνει τον διευθυντή κι ότι η κόρη του παντρεύεται τον γενειοφόρο ασθενή. Την επόμενη μέρα φαντάζεται ότι δίνει σε όλους τους ασθενείς λαϊκές μάσκες και φοράει μία κι ο ίδιος. Στο τέλος, σφουγγαρίζει το πάτωμα του ασύλου καθώς ο γενειοφόρος ασθενής του υποκλίνεται.

Σύμφωνα με το σενάριο του Kawabata η μητέρα ευθύνεται για τον πνιγμό του μωρού της, το οποίο κρατούσε στην αγκαλιά της όταν προσπάθησε ν’ αυτοκτονήσει πέφτοντας σε μια λίμνη. Η ενήλικη κόρη την έσωσε τραβώντας την, αλλά το μωρό γλίστρησε απ’ την αγκαλιά της μητέρας τους με αποτέλεσμα να βρει φριχτό θάνατο. Ο σύζυγός της ακολούθως την εγκατέλειψε κι αργότερα επέστρεψε και προσελήφθη ως θυρωρός στο ψυχιατρικό άσυλο. Εξηγώ αυτά τα σημεία, μιας και στην ταινία δεν υπάρχουν υπότιτλοι.

Ο σκηνοθέτης με τη σειρά του για να την γυρίσει, όπως διάβασα εδώ, επισκέφτηκε το ψυχιατρικό νοσοκομείο Matsuzawa του Τόκιο (υπάρχει και λειτουργεί ακόμη) κι όσα είδε εκεί προσπάθησε να τ’ αναπαραστήσει σ’ ένα εγκαταλειμμένο στούντιο στο Κιότο. «Τα γυρίσματα» έγραψε αργότερα ο Kawabata σε μεταγενέστερη αυτοβιογραφική ιστορία «για την ταινία συνεχίζονταν μέχρι τα μεσάνυχτα, επειδή ο ηθοποιός (σημ: ο σπουδαίος πραγματικά Masao Inoue) που έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχε προγραμματιστεί να εμφανιστεί στη σκηνή σε δέκα ημέρες». Η ταινία, η οποία τελικά κόστισε περίπου 20.000 γιεν (περισσότερο από τις περισσότερες παραγωγές στούντιο υψηλού προϋπολογισμού της εποχής), προβλήθηκε για πρώτη φορά δημόσια στο Τόκιο στις 10 Ιουλίου 1926 (χωρίς μάλιστα τα συνηθισμένα συνοδευτικά σχόλια ενός ηθοποιού benshi που εξηγούσε συνήθως σημεία της πλοκής) και έλαβε ανάμεικτες κριτικές. Άλλοι την είδαν ως γενναία πειραματική, ελιτίστικη, άλλοι τη θεώρησαν εξαιρετικά προσιτή και ρεαλιστική. Εξαφανίστηκε πάντως αμέσως μετά και ο Kinugasa (που λέγεται ότι είχε σαφώς επηρεαστεί κι απ’ το «The Cabinet of Dr. Caligari» του Robert Wiene) υπέθεσε ότι είχε καταστραφεί σε μια πυρκαγιά στα στούντιο Sho-chiku. Το 1971, ωστόσο, ο σκηνοθέτης βρήκε δύο κόπιες κρυμμένες σε κουτάκια ρυζιού στο παλιό του σπίτι και η ταινία αποκαταστάθηκε με πρόσθετο soundtrack (εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου) και επανακυκλοφόρησε το 1971.

Η ταινία έχει θεωρηθεί ως ένα πολιτικό σχόλιο για την «κρατική καταστολή» καθώς και μια πραγματεία mise-en-abyme για το ρόλο του καλλιτέχνη στη σύγχρονη κοινωνία (σύμφωνα με τον Aaron Gerow). Ο ίδιος ο Kinugasa ισχυρίστηκε ότι εμπνεύστηκε όταν είδε τον αυτοκράτορα Yoshihito (1879–1926), που ταλανιζόταν από νευρολογικές διαταραχές. Όπως επισημαίνουν πάντως τόσο ο Gerow όσο κι άλλοι ερευνητές, η ταινία βγαίνει από έναν κόσμο «που κάλυπτε τις δικές του αντιφάσεις και αυταπάτες για κοινωνική ευπρέπεια, εθνική ιδεολογία, και αφηρημένη τάξη».

Η συγγραφή του σεναρίου έχει συζητηθεί πολύ και ο Aaron Gerow προσδιορίζει τουλάχιστον τέσσερις συγγραφείς (τους: Yasunari Kawabata, Minoru Inuzuka, Banko-Sawada και τον ίδιο τον Kinugasa) και άλλους τέσσερις σημαντικούς συντελεστές (τους: Richii Yokomitsu, Kunio Kishida, Teppei Kataoka, Shinzaburo- Iketani). Ο σκηνοθέτης, να σημειώσω για την ιστορία, ότι κέρδισε αργότερα Χρυσό Φοίνικα και Όσκαρ για μια άλλη του ταινία, το «The Gate of Hell» (1965).

Θεωρώ επίσης χρήσιμο να παραθέσω όσα διάβασα εδώ κι εσείς που θα δείτε την ταινία θα βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα: «Ο Gerow διερευνά την πορώδη φύση των συνόρων μέσα στην ταινία με κάποιες λεπτομέρειες και υποστηρίζει ότι το κυκλικό μοτίβο (μπάλες, τροχοί, τελείες) αντιπροσωπεύει την ασταθή διάκριση μεταξύ λογικής και τρέλας «που υπογραμμίζει τους φόβους σχετικά με τη μοίρα της επανάληψης (για παράδειγμα, ο φόβος ότι ο παράφρων [η μητέρα] θα γεννήσει τον παράφρονα [την κόρη]». Ο φόβος ότι η τρέλα είναι πάντα έτοιμη να καταβροχθίσει τη λογική, αναπαρίσταται ιδιαίτερα στη φιγούρα του θυρωρού που, ενώ φαινομενικά λογικός, καταλαμβάνει μια μάλλον διφορούμενη θέση στο άσυλο και υπάρχει μια υπόθεση –αν και αυτό δεν έχει ποτέ συγκεκριμενοποιηθεί– ότι είτε είναι εκεί όντως είτε όχι (εμφανίζεται μερικές φορές ως διάφανο φάντασμα). Αυτό εκφράζεται ίσως πιο ξεκάθαρα στην τελευταία σκηνή όπου ο θυρωρός φαντάζεται τον εαυτό του να μοιράζει μάσκες σε όλους τους κρατούμενους».

Ο Kawabata, στον οποίο αφήνω τον επίλογο της ανάρτησης (αλλά προσέξτε όχι και της συγκεκριμένης ιστορίας), στο «Ο άνθρωπος που δεν χαμογέλασε» (μεταγενέστερη αυτοβιογραφική ιστορία για τη δημιουργία της ταινίας) έγραψε:

«Θα κάνω την τελευταία σκηνή ονειροπόληση. Απαλές χαμογελαστές μάσκες θα εμφανιστούν σε όλη την οθόνη. Επειδή δεν μπορούσα να ελπίζω ότι θα δείξω ένα λαμπερό χαμόγελο στο τέλος αυτής της σκοτεινής ιστορίας, τουλάχιστον θα μπορούσα να τυλίξω την πραγματικότητα με μια όμορφη, χαμογελαστή μάσκα»…

Η ταινία διαδραματίστηκε σε ψυχιατρείο. Με πονούσε να βλέπω τις άθλιες ζωές των τρελών ανθρώπων που παρακολουθούσαμε κάθε μέρα. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι θα ένιωθα απελπισμένος εκτός κι αν μπορούσα να προσθέσω με κάποιο τρόπο ένα φωτεινό τέλος. Φοβόμουν ότι δεν μπορούσα να βρω ένα αίσιο τέλος γιατί η προσωπικότητά μου ήταν πολύ ζοφερή. Χάρηκα λοιπόν που είχα σκεφτεί τις μάσκες. Ένιωσα μια ευχάριστη αίσθηση όταν φαντάστηκα ότι κάθε άτομο μέχρι το τελευταίο στο ψυχιατρείο, φοράει μια μάσκα γέλιου. Η γυάλινη οροφή του στούντιο έλαμπε πράσινη. Το χρώμα του ουρανού είχε ανοίξει με το φως της ημέρας. Ανακουφισμένος, επέστρεψα στο κατάλυμα μου και κοιμήθηκα ήσυχος…

Ονειρευόμουν σαν να περίμενα το μέλλον, όταν ο κόσμος θα ήταν σε αρμονία και όλοι οι άνθρωποι θα φορούσαν το ίδιο απαλό πρόσωπο με αυτές τις μάσκες…»

Για τη Linda Andre

Χρόνος ανάγνωσης: 3 λεπτά

Το θάνατο της Linda Andre (Λίντα Αντρέ) τον πληροφορήθηκα απ’ τη Ντίνα Πουρσανίδου και τη σχετική ανάρτηση που έκανε για την αυτοκτονία της μες το Σεπτέμβριο, στο group της Πρωτοβουλίας για ένα Πολύμορφο Κίνημα στην Ψυχική Υγεία. Συζητώντας συμφωνήσαμε να γράψω κι εδώ ένα κείμενο, ώστε να διαβαστεί από ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τέτοια ζητήματα, αλλά δεν έχουν συνειδητά εμπλοκή με τα κοινωνικά δίκτυα και δεν είναι λίγοι, αλλά κι απ’ όσους δεν είναι μέλη του group. Η Ντίνα μ’ εφοδίασε με στοιχεία και πηγές και την ευχαριστώ πολύ, γιατί φυσικά με διευκόλυνε. Με τη σειρά μου έψαξα κι άλλο και μελετώντας ξεχώρισα ορισμένες πληροφορίες που θα μοιραστώ μαζί σας ξεκινώντας από κάποια βιογραφικά στοιχεία που βρήκα μεταξύ άλλων κι εδώ ώστε να μάθετε κι εσείς ποια ήταν η εκλιπούσα.

Η Linda Andre (1959 – 2023) λοιπόν, ήταν Αμερικανίδα ακτιβίστρια και συγγραφέας που ζούσε στη Νέα Υόρκη. Υπήρξε Διευθύντρια της Επιτροπής για την Αλήθεια στην Ψυχιατρική (CTIP), μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε από τη Marylin Rice το 1984 και το μεγαλύτερο επίτευγμα της ήταν το ότι ανάγκασε την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων να αναγνωρίσει τους κινδύνους της ECT, συμπεριλαμβανομένης της εγκεφαλικής βλάβης και της απώλειας μνήμης.

Για να πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή… Η Linda Andre έγινε τυχαία ακτιβίστρια αφού η ζωή της άλλαξε ανεπανόρθωτα από το ηλεκτροσόκ (ECT). Ήταν ταλαντούχα φωτογράφος κι υπέστη μόνιμη γνωστική αναπηρία μετά από μια σειρά 15 ηλεκτροσπασμοθεραπειών που εξαναγκάστηκε να κάνει στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όντας σε ηλικία 25 ετών. Αποφάσισε να ερευνήσει το θέμα και να γράψει όσα ανακάλυψε ώστε να βοηθήσει κι άλλους επιζώντες να αντιμετωπίσουν τις γνωστικές και τις μνημονικές απώλειες και να ενημερώσει το ευρύ κοινό για τους κινδύνους του ηλεκτροσόκ.

Το ταξίδι της Andre την οδήγησε στην κοινότητα των επιζώντων από ηλεκτροσόκ, στον ακτιβισμό και αργότερα στο να γράψει αυτό που πολλοί θεωρούν το απόλυτο βιβλίο για το ηλεκτροσόκ, «Doctors of Deception: What They Don’t Want You to Know about Shock Treatment» (Rutgers University Press, 2009). Στην ακόλουθη φωτογραφία μάλιστα, μπορείτε να διαβάσετε την άποψη του Peter Lehman, που επίσης έχει συγγράψει βιβλίο για το ηλεκτροσόκ, για κείνο της Linda Andre.

Εδώ θα βρείτε μια συνέντευξη της (στ’ αγγλικά) όπου συζητά τη δική της εμπειρία, το περίπλοκο ιστορικό της ηλεκτροσπασμοθεραπείας και τις ποικίλες προσπάθειες της βιομηχανίας να παραπλανήσει και ν’ αποκρύψει πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς κινδύνους, τις παρενέργειες και την αποτελεσματικότητα του ECT. Κι εδώ υπάρχουν κάποιες σελίδες του βιβλίου της που ξεκινά με μια πολύ όμορφη αφιέρωση και με μια φράση της Marylin Rice.

Επιπρόσθετα, σε άρθρο της Ντίνας Πουρσανίδου για το ηλεκτροσόκ που θα βρείτε εδώ κι αξίζει να το διαβάσετε ολόκληρο, γίνεται αναφορά και στη Linda Andre που έγραψε: «Τελικά συνειδητοποιείς ότι τα χρόνια της ζωής σου έχουν διαγραφεί, για να μην επιστρέψουν ποτέ. Ακόμη χειρότερα, διαπιστώνεις ότι η καθημερινή σου μνήμη και οι πνευματικές σου ικανότητες δεν είναι όπως πριν». Η Ντίνα, που συμμετείχε ενεργά στη σύνταξη αυτής της ανάρτησης, θεωρεί σημαντικό να εξηγηθεί ότι η Andre, ήταν υπέρ της κατάργησης του υποχρεωτικού ηλεκτροσόκ αλλά δεν αιτούνταν την καθολική του κατάργηση. Απ’ όσα αναφέρθηκαν ήδη, είναι σαφές ότι αυτό που θεωρούσε κρίσιμο ζήτημα ήταν οι ρυθμίσεις, οι κανονισμοί λειτουργίας σχετικά μ’ αυτό κι η υπεύθυνη κι ολοκληρωμένη ενημέρωση των ανθρώπων που πρόκειται να υποβληθούν σε ηλεκτροσόκ ώστε να γνωρίζουν πλήρως τους κινδύνους. Και συνακόλουθα, να έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν αν θα υποβληθούν σε τέτοιου είδους θεραπεία, να δίνουν οι ίδιοι δηλαδή τη συγκατάθεσή τους κι όχι να την υφίστανται ως συνέπεια εξαναγκασμού.

Το σπουδαίο περιοδικό Asylum, τέλος, είχε κάνει αφιέρωμα στο θέμα που μπορείτε να διαβάσετε ελεύθερα από εδώ.

Αν μπορούσα να συνοψίσω το βιβλίο μου σε μια φράση, θα ήταν η εξής: αν πεις ένα μεγάλο ψέμα και το λες αρκετά συχνά, οι άνθρωποι θα το πιστέψουν.

Linda Andre

Νέες κυκλοφορίες: «The Outsider-The life and Work of Lafkadio Hearn» του Steve Kemme — Όσα δε γνωρίζαμε για το Λευκάδιο Χέρν

Δελτίο Τύπου

Γεννημένος στην Ελλάδα και εγκαταλελειμμένος ως παιδί, ο Lafcadio Hearn (Λευκάδιος Χερν), έζησε τη ζωή ενός εξόριστου. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και έγινε διάσημος συγγραφέας, αλλά πάντα ένιωθε σαν ξένος–στο Δουβλίνο, το Λονδίνο, το Σινσινάτι, τη Νέα Ορλεάνη και τη γαλλόφωνη Μαρτινίκα. Kανένα από αυτά τα μέρη δεν ένιωθε σαν το σπίτι του.

Η ζωή του Χερν στην Αμερική χαρακτηρίστηκε από μια σειρά από επιτυχίες και αποτυχίες. Στο Σινσινάτι έγινε ο πιο γνωστός δημοσιογράφος εγκλημάτων της πόλης, αλλά απολύθηκε αφού παντρεύτηκε μια μαύρη γυναίκα. Συντετριμμένος, μετακόμισε στη Νέα Ορλεάνη, όπου υπερασπίστηκε τη γαλλική κρεολική κουλτούρα όσο κι εκείνη της Καραϊβικής και δημιούργησε την εικόνα της πόλης ως τόπου βουντού κι ακολασίας (η εικόνα που πολλοί Αμερικανοί εξακολουθούν να έχουν σήμερα).

Ο Χερν έφτασε στην Ιαπωνία σε μια περίοδο ιστορικών αλλαγών. Σταλμένος εκεί ως ανταποκριτής, σύντομα βρέθηκε μόνος και άνεργος. Εγκαταστάθηκε στην απομακρυσμένη πόλη Matsue, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η Ιαπωνία θα του παρείχε μια ατελείωτη προμήθεια πλούσιου υλικού γραφής — ίσως αρκετό για να κρατήσει μια ζωή.

Τα επόμενα δώδεκα χρόνια, ο Χερν δημοσίευσε 15 βιβλία τα οποία επαινέθηκαν από τους Μαρκ Τουέιν, Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, Άλμπερτ Αϊνστάιν και Τσάρλι Τσάπλιν. Τα βιβλία του Χερν τον έκαναν διάσημο ως τον κορυφαίο συγγραφέα για την Ιαπωνία και τον ιαπωνικό πολιτισμό.

Ο συγγραφέας Steve Kemme είναι πρόεδρος του Lafcadio Hearn Society/ΗΠΑ και κορυφαίος ειδικός στη ζωή και τα γραπτά του Hearn. Αυτό το βιβλίο περιλαμβάνει έναν πρόλογο του Bon Koizumi, δισέγγονου του Hearn και διευθυντή του Lafcadio Hearn Memorial Museum στο Matsue της Ιαπωνίας, μαζί με 30 εικόνες που απεικονίζουν τους κομβικούς ανθρώπους και μέρη στην εκπληκτική ζωή του Χερν.

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού Asylum (Autumn 2023, Volume 30, number 3)

Ως είθισται, μοιράζομαι σήμερα εδώ τις σημειώσεις μου για το νέο τεύχος του ριζοσπαστικού περιοδικού Asylum, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα κι ήταν ευχάριστη έκπληξη το ότι είδα στην αρχή του μια φωτογραφία από έκθεση της Yayoi Kusama (με τίτλο «You, Me and the Balloons») που έγινε τον περασμένο Αύγουστο στο Μάντσεστερ.

Το έργο πάντως που βλέπετε στο εξώφυλλο είναι του Alex Widdowson, που αναφέρει μεταξύ άλλων στο κείμενό του: «Η αναλογία που μου αρέσει να χρησιμοποιώ είναι ενός σέρφερ που, μετά από χρόνια που πλατσουρίζει στο νερό, έχει μάθει πώς να κινείται στα κύματα με αυτοπεποίθηση. (…) Έμαθα να βλέπω τις συναισθηματικές μου αλλαγές, τις μανιακές εμπειρίες και τα ψυχωσικά επεισόδια ως μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικές πτυχές του παρελθόντος και του παρόντος μου. Παρόλο που δεν απολάμβανα την ψύχωση, πιστεύω ότι το πρώτο μου επεισόδιο ήταν η πιο κομβική εμπειρία της ζωής μου. Ήταν εξίσου μέρος του εαυτού μου όσο και οι διαμορφωτικές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας. Η πιο συμβολικά σημαντική πράξη μου ήταν η απόρριψη της λέξης «διαταραχή» από τη διάγνωσή μου…».

Στη συνέχεια, διάβασα το άρθρο του Joseph Michael, που εξηγεί πώς ξεκίνησε και πώς συνεχίστηκε η διοργάνωση Autistic Pride σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή: «Ένας από τους ιδρυτές, η Gwen Nelson, εξήγησε ότι η χρήση του όρου Pride βοήθησε να αμφισβητηθεί η ιδέα ότι ο αυτισμός είναι μια τρομερή τραγωδία, που χρειάζεται «θεραπεία». Το 2006 η Amy Nelson οδήγησε μια μικρή ομάδα ανθρώπων στο Hyde Park για ένα πικνίκ, το οποίο έθεσε ένα πρότυπο για πολλές μελλοντικές εκδηλώσεις. Με ενέπνευσε η επιλογή του Hyde Park, καθώς υπήρξε επί αιώνες κέντρο της πολιτικής ζωής. Ένα πικνίκ ήταν κάτι προσιτό σε πολλά αυτιστικά άτομα που δεν θα τα κατάφερναν καλά σε ένα πολυσύχναστο, θορυβώδες περιβάλλον, όπως μια πορεία, λόγω αισθητηριακών ζητημάτων. Στο Hyde Park οι άνθρωποι είχαν την επιλογή να σηκωθούν και να κάνουν κάτι πολιτικό ή απλά να συμμετάσχουν σ’ ένα ήσυχο πικνίκ. (…) Η πανδημία COVID-19 σταμάτησε πολλές εκδηλώσεις Autistic Pride, αλλά η Autistic Pride Alliance διοργάνωσε διαδικτυακές εκδηλώσεις στο YouTube το 2020 και το 2021 όπου οι αυτιστικοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο παρείχαν ομιλίες και ψυχαγωγία για μια ποικιλία θεμάτων. Μπορείτε ακόμα να βρείτε αυτές τις εκδηλώσεις κάνοντας αναζήτηση για το «Autistic Pride Alliance» στο YouTube, αν και το καθένα από αυτά διαρκεί περίπου 12 ώρες! Το Autistic Pride είχε μια κυρίως θετική σχέση με το LGBT Pride. Η πλειοψηφία των ατόμων που συμμετέχουν στη διοργάνωση είναι επίσης LGBT και βλέπουμε τους παραλληλισμούς μεταξύ των κοινών εμπειριών καταπίεσης», καταλήγει ο συγγραφέας του άρθρου.

Κι αν σας ενδιαφέρουν ειδικά τα του αυτισμού, ν’ αναφέρω ότι στις 26 Απριλίου 2023, το Άφρο-Ασιατικό Φόρουμ Κριτικής Ψυχολογίας (Afro-Asian Critical Psychology Forum) -σε συνεργασία με τους Κρις Μπέιλι και Ρόμπερτ Τσάπμαν του Πανεπιστημίου Sheffild Hallam – πραγματοποίησε ένα εικονικό σεμινάριο («Αυτιστική εμπειρία στον κόσμο της πλειοψηφίας»), για το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες: «Ενώ η ανθρώπινη φύση μπορεί να είναι καθολική, η σημασία του πολιτιστικού πλαισίου αυτής της φύσης απαιτεί περισσότερη προσοχή και κριτική σκέψη. Οι θεωρίες για τον αυτισμό και τη νευροποικιλότητα τείνουν να είναι αγγλοκεντρικές και γι’ αυτό πρέπει να κατανοήσουμε πώς ο αυτισμός και η νευροποικιλομορφία κατανοούνται σε διαφορετικούς πολιτισμούς». Όντως πολύ σημαντική επισήμανση αυτή.

Ο Miel Sloan (πρόκειται για ψευδώνυμο) με τη σειρά του, περιγράφει τι γίνεται πλέον στην Αμερική με τις θεραπείες κι είναι πράγματι αποκαρδιωτική η κατάσταση: «Πρόσφατη ερευνητική δημοσιογραφία από την ProPublica διαπίστωσε ότι η Cigna, η τέταρτη μεγαλύτερη ιατρική ασφαλιστική εταιρεία στις ΗΠΑ, ανέπτυξε έναν αλγόριθμο για στιγμιαίες αρνήσεις που οι γιατροί μπορούν να υπογράψουν χωρίς καν να ελέγξουν τα αρχεία του ασθενούς. Σύμφωνα με μια ανάλυση εταιρικών εγγράφων, οι γιατροί που είναι συμβεβλημένοι με τ’ ασφαλιστικά ταμεία, μπορούν να απορρίψουν μια αξίωση για θεραπεία σε 1,2 δευτερόλεπτα χωρίς «περιθώριο για έναν ασθενή και τον γιατρό του για ένσταση». Ενώ οι ΗΠΑ κατατάσσονται στην τέταρτη θέση στην καινοτομία υγειονομικής περίθαλψης, βρίσκονται ταυτόχρονα στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος σε ισότητα, πρόσβαση στην περίθαλψη και αποτελέσματα υγείας. Η χώρα κατατάσσεται στην πρώτη θέση στα ποσοστά αυτοκτονιών μεταξύ των πλούσιων εθνών. Κάθε 10,9 λεπτά κάποιος αυτοκτονεί στις ΗΠΑ. Το ποσοστό αυτοκτονιών αυξήθηκε κατά 34% από το 2000 έως το 2021, το τελευταίο έτος για το οποίο έχει στοιχεία το Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων (CDC). Ο ασφαλιστικός κλάδος είχε κέρδη 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων εκείνο το έτος. Πόσες ζωές θα μπορούσαν να είχαν σωθεί;»

Πέρα απ’ τα κείμενα που φιλοξενούνται στο Asylum κι απ’ τα οποία μαθαίνουμε τι συμβαίνει στην Αγγλία, την Αμερική κι αλλού όσον αφορά τη λειτουργία των συστημάτων ψυχικής υγείας κ.ο.κ. (δε ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω συνήθως γι’ αυτές τις αναρτήσεις), υπάρχουν και ποιήματα, βιβλιοκριτικές, ελεύθερα διαθέσιμα άρθρα που θα βρείτε εδώ, καθώς και βιωματικές εξομολογήσεις που πάντα με συγκινούν.

Μία από ‘κεινες που ξεχώρισα είναι κι αυτή της Lucette Davies: «το μόνο που μου είπαν ήταν «πάρε τα χάπια» και όλα θα γίνουν σωστά σε έξι εβδομάδες. Ένιωθα σαν ένα χαλασμένο αυτοκίνητο που περιμένει να του αλλάξουν τα μπουζί. Έπαψα να είμαι άνθρωπος – είχα γίνει αντικείμενο. Άρχισα να αρνούμαι στον εαυτό μου οποιαδήποτε αναγνώριση του ψυχικού μου πόνου/ της οδύνης μου. Στο μυαλό μου οι προηγούμενες σκέψεις μου είχαν επιβεβαιωθεί. Ο γιατρός μου μού είπε ότι ήμουν ανορεξικη και δεν θα ανακάμψω ποτέ, οπότε είχα μια κατά βάση ελαττωματική προσωπικότητα. Ίσως δεν άξιζα καν τη λέξη «πρόσωπο». Πέρασαν οι έξι εβδομάδες, μετά έξι χρόνια, μετά ακόμα περισσότερα χρόνια… Η «διάγνωσή» μου φαινόταν να αλλάζει τακτικά και το ποια ήταν έγινε αδιάφορο/άσχετο πια για μένα. Ήμουν το πρόβλημα που έπρεπε να διορθώσει κάποιος άλλος, οπότε γιατί να με ενδιαφέρει; Ο γιατρός μου τελείωνε κάθε συνάντησή μας με τις λέξεις «Θα προσευχηθώ για σένα». Ήταν πραγματικά το καλύτερο που μπορούσε να κάνει; Όλες οι εμπειρίες μου, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών καταστάσεων της προηγούμενης ζωής μου που είχαν προκαλέσει τέτοια αγωνία, αγνοήθηκαν. Η ανθρωπιά μου αγνοήθηκε και ένιωσα πραγματικά αντικείμενο. Το μίσος μου για τον εαυτό μου μεγάλωσε κι έτσι τις περισσότερες φορές δεχόμουν την απαίσια μεταχείριση. Ήταν έκπληξη που άρχισα να αυτοτραυματίζομαι; Έγινα δόλια και χειριστικη. Μερικές φορές οι δικές μου ανθρώπινες ανάγκες ήταν τόσο συντριπτικές που έκανα πράγματα για να κάνω το προσωπικό να με προσέχει. Ακόμη και η αρνητική προσοχή του να είσαι καθηλωμένη και κλειδωμένη σε δωμάτιο απομόνωσης μ’ έκανε να νιώθω καλύτερα από το να με αγνοούν. Όλα άλλαξαν όταν εντάχτηκα σε άλλη δομή, όπου η διάγνωση δεν έπαιζε και τόσο μεγάλο ρόλο και κυρίως το γεγονός ότι η ανθρωπιά μου ήταν σεβαστή. Με βοήθησε να καταλάβω γιατί φοβόμουν να φάω τόσο πολύ και γιατί ήθελα να κάνω κακό στον εαυτό μου. Και, το πιο σημαντικό, πόσο ήθελα να είμαι ζωντανή. Ανέπτυξα μια κατανόηση του ποια ήμουν και τι στη γη συνέβαινε όλα αυτά τα τρομερά χρόνια. Έμαθα να επικοινωνώ καλύτερα και να κατανοώ τη σημασία της επικοινωνίας (δεν νομίζω ότι ήταν τυχαίο που συνέχισα τις σπουδές μου ώστε να πάρω δίπλωμα στη δημοσιογραφία όταν βελτιώθηκε η ψυχική μου υγεία)». 

Το ποσό προβληματικό και τραυματικό είναι το να πλησιάζουμε και να συνδιαλεγόμαστε με τους ανθρώπους ανάλογα με το ποια διάγνωση έχουν πάρει, χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση; «Πιστεύω», συνεχίζει η Lucette Davies στην οποία θ’ αφήσω και τον επίλογο, «ότι εάν η ψυχιατρική περίθαλψη δεν υποστεί ριζική αλλαγή προσέγγισης, η κακοποίηση θα συνεχιστεί… Το ψυχιατρικό μας σύστημα πρέπει να απομακρυνθεί από την ψυχρή, σκληρή, κλινική προσέγγιση που τόσο συχνά επικρατεί. Μόλις οι ασθενείς αρχίσουν να αναγνωρίζονται ως ανθρώπινα όντα σε βαθιά αγωνία, με τις ίδιες ανάγκες όπως κάθε άλλος άνθρωπος, μπορεί να σημειωθεί πρόοδος (…)

Ζω με έναν βαθύ θυμό για το πώς μου φέρθηκαν. Υπήρξε τεράστια ταλαιπωρία, όχι μόνο για μένα αλλά και για την οικογένεια και τους φίλους μου. Δεν μπορώ να πάρω πίσω εκείνα τα χρόνια ή τις συνέπειες του να τα έχω ζήσει, αλλά τώρα νιώθω έτοιμη να αρχίσω να μιλάω ανοιχτά για ένα σύστημα που συνεχίζει να κακοποιεί ευάλωτα άτομα. Ωστόσο, λόγω όσων συνέβησαν στη ζωή μου, μου λείπουν τα διαπιστευτήρια που αναζητούν οι άνθρωποι όταν αποφασίζουν αν θα πάρουν ένα άτομο στα σοβαρά. Απευθύνω έκκληση σε όσους εκπαιδευονται προκειμένου να δουλέψουν στο ψυχιατρικό μας σύστημα να κατανοήσουν αυτήν την κατάσταση. Γνωρίζω νοσοκόμες και γιατρούς που, παρά το γεγονός ότι εντάσσομαι σε αυτό το εξαιρετικά κλινικό σύστημα ψυχικής υγείας, μου επέτρεψαν να κάνω τεράστιες αλλαγές στη ζωή και τη γενική μου υγεία. Μπορεί να γίνει. Μέσα από την εκπαίδευσή σας θα αποκτήσετε τα διαπιστευτήρια που θα επιτρέψουν να ακουστούν οι φωνές σας. Χρησιμοποιήστε τη φωνή σας για να δημιουργήσετε την αλλαγή που τόσοι πολλοί άνθρωποι χρειάζονται απεγνωσμένα…»

*Στη μετάφραση/απόδοση απ’ τα αγγλικά συμβουλεύομαι πάντα τη Ντίνα Πουρσανίδου. Όλες οι φωτογραφίες, τέλος, προέρχονται από το περιοδικό.

Πρωτοβουλία ‘Ψ’: Ο Χρήστος Χρονόπουλος δεν είναι πια εδώ

Στις επτά αυτού του μήνα έφυγε από τη ζωή ο Χρήστος Χρονόπουλος, που έμεινε δια βίου ανάπηρος ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό από αστυνομικούς, το 2007, στο ΑΤ Καλλιθέας, έπειτα από 13μηνη παραμονή σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

Η επίσημη και τελική αιτία για την επιδείνωση της υγείας του, για τη νοσηλεία του και για την  εν τέλει κατάληξή του ήταν ο ειλεός, που τον ακολούθησε μια λοίμωξη του αναπνευστικού και σοβαρές βλάβες ζωτικών οργάνων. Οι συνειρμοί και οι αντιστοιχήσεις για τη σύνδεση αυτών των φθορών με την αμετάκλητη εγκεφαλική  βλάβη, που του είχε προκληθεί από τον ξυλοδαρμό του 2007 και από τους περιορισμούς στην όποια μετακίνησή του και στην αυτοεξυπηρέτησή του, καταδικασμένος έκτοτε σε μια καθηλωμένη ζωή, είναι αναπόφευκτοι και αποδείξιμοι.

Όλα αυτά τη στιγμή που οι τέσσερις αστυνομικοί (δύο αθωωμένοι πρωτόδικα και δύο που κρίθηκαν ένοχοι στο Εφετείο, αλλά, φυσικά, έξω με αναστολή) που τον ξυλοκόπησαν βάναυσα και μεθόδευσαν, μέσω και της Διοίκησης του ΑΤ και του όλου μηχανισμού που διέπει το εσαεί ατιμώρητο της ανεξέλεγκτης αστυνομικής βίας, τη συγκάλυψη του εγκλήματος, δεν επέδειξαν κανένα ίχνος μεταμέλειας και ούτε στο ελάχιστο την παραδοχή της βιαιότητάς τους.

Ο Χρήστος, ένα άτομο με ψυχιατρική εμπειρία, είναι άλλο ένα θύμα από τα εκατοντάδες που έχουν υποκύψει σε αστυνομικά πυρά και βιαιότητες, τόσα που δεν χωράνε καν να μνημονεύσουμε στο παρόν κείμενο. Δεν αντέχουμε όμως να θρηνήσουμε πια κανέναν άλλο Χρήστο, Ζακ/Zackie, Γρηγορόπουλο, Φραγκούλη, Σαμπάνη και πλήθος άλλων από το πρόσφατο παρελθόν. Ο Χρήστος είναι πια μαζί τους. Θα θέλαμε, όμως, να είναι όλες, όλοι και όλα τους μαζί μας. Δεν αντέχουμε άλλο, επίσης, την εδραιωμένη κανονικότητα και τον κοινωνικό αυτοματισμό της αστυνομικής βίας, χωρίς τίποτα να αλλάζει στο παραμικρό.

Η υπόθεση του Χρήστου συμπυκνώνει και αναδεικνύει όλη τη βία που εισπράττουν και βιώνουν τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία σε κάθε μορφή και έκφραση του βιώματός τους και των αντιδράσεών τους απέναντι στην απόρριψη και στην καταστολή που υφίστανται, ενώ είναι παράλληλα μια υπόθεση που αφορά όλα τα άτομα που αντιτάσσονται στην κοινωνική αδικία και την καταπάτηση της αξιοπρέπειάς τους, είτε σχετίζονται με τον χώρο της ψυχικής υγείας, είτε όχι.

Ο Χρήστος δεν πέθανε, δεν έχασε τη ζωή του, δεν κατέληξε, δεν απεβίωσε. Ο Χρήστος δολοφονήθηκε. Κακοποιήθηκε βάναυσα, επαίσχυντα και αδιανόητα. Δεν δολοφονήθηκε αμέσως, αλλά με απόσταση 16 ετών. Ο Χρήστος δολοφονούταν επί 16 χρόνια συνεχόμενα. Δολοφονούταν όταν ανένηψε και προσπάθησε να μάθει τη ζωή του από την αρχή, όταν προσπαθούσε να φάει, να καπνίσει, να σταθεί, δολοφονούνταν κάθε φορά που προσερχόταν σε όλες τις βαθμίδες της άδικης «Δικαιοσύνης», όπου αντίκριζε τους βασανιστές του και εκτίθετο στον κυνισμό, στην αναλγησία και στη συγκάλυψη. Αυτό που ξεκίνησε το 2007 με την βαριά και αμετάκλητη αναπηρία που του προκλήθηκε από τον βασανισμό του, μια στην ουσία δολοφονία της από εκεί και πέρα ζωής του, απαντήθηκε, μετά από 15 ολόκληρα χρόνια, το 2022 με μια δολοφονία αυτή τη φορά της όποιας έννοιας «Δικαίου» που τον αφορούσε: με την απόφαση ημίμετρο του Εφετείου, που κρίνει μεν ενόχους δυο από τους αστυνομικούς βασανιστές του, αλλά τους αφήνει ελεύθερους και χωρίς καμία ηθική, επαγγελματική, πρακτική και κοινωνική αλλαγή και επίπτωση στη ζωή τους.

Μέχρι που αυτό το βασανιστήριο που είχε υποστεί τότε, όταν η επιβάρυνση του κακοποιημένου του σώματος κορυφώθηκε, οδήγησε φέτος στον θάνατό του. Μια ιστορία που ενσαρκώνει την ανάγκη και την επιταγή δικαίωσης για όλα τα θύματα της αστυνομικής βίας, για όλες αυτές τις δίκες που δεν κάνουν άλλο από το να ξεπλένουν όλους τους αστυνομικούς βασανιστές και να αναδεικνύουν τον ρόλο της αστικής «Δικαιοσύνης» ως απολογητή της βίας και τίποτα παραπάνω. 

Την αλήθεια για τον Χρήστο, για την ιστορία του, για το τι είχε συμβεί τότε στο καφενείο όπου κλήθηκε η αστυνομία να επιβάλει «το νόμο και την τάξη», δεν μας μένει παρά να τη υπενθυμίσουμε, με τη φωνή του ίδιου του Χρήστου, με μια δική του φράση, μετά θάνατον δυστυχώς, και μόνο γραπτή:

«Να ξέρεις, αν σου πουν ότι τους πείραξα, μην τους πιστέψεις»

ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΕΨΑΜΕ!

Είμαστε γεμάτοι και γεμάτες οργή. Είμασταν και από πριν και από πάντα, δεν περιμέναμε τον θάνατό του για να οργιστούμε.

Καμιά δικαίωση για τους αστυνομικούς βασανιστές του Χρήστου Χρονόπουλου, ούτε στον Άρειο Πάγο όπου έχουν προσφύγει.

24/9/2023

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Δημήτρης Τρωαδίτης: «Είμαστε»

(φωτογραφία: προσωπικό αρχείο, Szeged 20/7/2023 )

Με χαρά θα συναντήσουμε το Δημήτρη Τρωαδίτη, στις 17/10/2023, στις 7 το απόγευμα, στο βιβλιοπωλείο «Μονόκλ» (Φειδίου 11).

*To ποίημα συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Σύμπραξη χρόνου» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Στοχαστής», και την οποία μοιράζεται ο Δημήτρης Τρωαδίτης με το Χρήστο Νιάρο.