Παρουσίαση βιβλίου: «The Outsider-The Life and Work of Lafkadio Hearn » του Steve Kemme

Ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο του Λευκάδιου Χερν, μια σπουδαία βιογραφία με πολλές άγνωστες λεπτομέρειες για τη ζωή του, μας παρουσιάζει ο Steve Kemme στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2023 απ’ τον εκδοτικό οίκο «Tuttle», με έναν πρόλογο που υπογράφει ο Bon Koizumi, δισέγγονος του Χερν και διευθυντής του Lafcadio Hearn Memorial Museum στο Matsue της Ιαπωνίας. Κι εγώ με τη σειρά μου, σας γράφω σήμερα τη γνώμη μου γι’ αυτό μιας και δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά, αν και θα έπρεπε. Κι αυτό το τονίζω, επειδή υπάρχουν πτυχές του βίου του Χερν, που θα άξιζε να γνωρίζουμε.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου, όπως μπορείτε να δείτε, αναφέρεται πως εκείνος ήταν που παρουσίασε στον κόσμο το voodoo (επισκεπτόταν συχνά τη Marie Laveau στη Νέα Ορλεάνη κι όταν πέθανε τόνισε την κοινωνική της προσφορά), την κρεολική κουζίνα (ακόμη και σήμερα σεφ ανά τον κόσμο συμβουλεύονται το σχετικό του βιβλίο) και τα γιαπωνέζικα φαντάσματα. Αυτό το τελευταίο το γνωρίζουμε καλά και στη χώρα μας, αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτού του στοιχείου που έχει υπερπροβληθεί, την έλξη του δηλαδή προς το υπερφυσικό, συσκοτίζονται άλλες ιδιότητες του και πλευρές της προσωπικότητάς του, που ο Kemme φρόντισε ώστε να έρθουν στο φως:

«Αν και ο Χερν τιμάται δεόντως στην Ιαπωνία, είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Ακόμη και στον λογοτεχνικό κόσμο, δεν είναι κάτι περισσότερο από μια καλτ φιγούρα. Αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο για να ενθαρρύνω περισσότερους ανθρώπους να διαβάσουν και να εκτιμήσουν το ευρύ έργο του. Εκτός από τη συγγραφή δημοσιογραφικών άρθρων για εφημερίδες που έκανε επί 15 χρόνια, έγραψε 12 βιβλία για την Ιαπωνία, 1 βιβλίο για τις Δυτικές Ινδίες, 2 μυθιστορήματα κι επίσης έκανε αγγλικές μεταφράσεις Γαλλικών έργων μυθοπλασίας όπως βιβλίων του Charles Baudelaire, του Theophile Gautier και του Pierre Loti. Λίγοι συγγραφείς καυχώνται τόσο ποικίλη βιβλιογραφία».

Αλήθεια είναι. Κι απ’ τις πιο σημαντικές πληροφορίες που μας δίνει το βιβλίο είναι το ότι έκανε προσπάθεια ως νέος δημοσιογράφος να δώσει φωνή στους ανθρώπους του περιθωρίου, της εργατικής τάξης, των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. ‘Ηθελε, επισημαίνει ο συγγραφέας «να αναγκάσει τους ισχυρούς και ευημερούντες πολίτες να αναγνωρίσουν και να μάθουν για τους άπορους παρίες και τα κοινωνικά δεινά που αγνοούνται ευρέως». Ο Χερν θεώρησε ότι ήταν «επίσημο δημοσιογραφικό του καθήκον να ρίξει το φως σε αυτές τις «βρώμικες κρούστες στο πρόσωπο της πόλης». Συχνά το κατάφερνε αυτό αποκαλύπτοντας όχι μόνο τις αδικίες που υφίσταντο οι απόκληροι της κοινωνίας, αλλά και δείχνοντας την ανθρωπιά των μη εχόντων του Σινσινάτι. Μερικές φορές τοποθετούσε τον εαυτό του σε αυτές τις ιστορίες για να κάνει τους αναγνώστες να αισθάνονται σαν να αλληλεπιδρούν οι ίδιοι με τα θέματα των ιστοριών του. Σε μεγάλα άρθρα του, εξιστόρησε την καθημερινή ζωή των γυναικών που δούλευαν ως πλύστρες, καμαριέρες, μοδίστρες αλλά και των ρακοσυλεκτών. Συμπεριλάμβανε τον εαυτό του σε αυτές τις ιστορίες, αποτυπώνοντας τις συνομιλίες του μαζί τους και περιγράφοντας το περιβάλλον εργασίας και διαβίωσής τους». 

Η δε συμπαθητική του στάση προς τους μαύρους, το κόστος της οποίας πλήρωσε όταν παντρεύτηκε μια μαύρη γυναίκα, την Alethea «Mattie» Foley, το 1875 (σε μια εποχή που το Οχάιο απαγόρευε τους διαφυλετικούς γάμους και το Enquirer τον απέλυσε εν μέρει και γι’ αυτό), φαίνεται σε πληθώρα άρθρων του:

«Σε αντίθεση με τον κυρίαρχο ρατσισμό και την πολιτιστική μυωπία της εποχής του, ο Χερν έγραψε με ενσυναίσθηση για εκείνους που ήταν εκτός του mainstream, ειδικά για τους έγχρωμους. Όταν έγραφε για τους Μαύρους, περιστασιακά έπεφτε σε έναν πατερναλιστικό τόνο. Ποτέ όμως, δεν έπεσε θύμα των φυλετικών στερεοτύπων που ήταν κοινά εκείνη την περίοδο. Πέρασε μεγάλο μέρος της καριέρας του αποκαλύπτοντας την ανθρωπιά και την ομορφιά σε άτομα που αγνοούνται ή υποτιμώνται από την κυρίαρχη κοινωνία. Επισήμανε τις κοινωνικές αδικίες και προέτρεπε σε μεταρρυθμίσεις.

(…) Πριν μετακομίσει στην Ιαπωνία, ο Χερν έγραψε διορατικά για τους Αφροαμερικανούς μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο στο Σινσινάτι, τους Κρεολέζους στη Νέα Ορλεάνη και τον κοινωνικό και πολιτιστικό ιστό της καθημερινής ζωής στη Μαρτινίκα. Ο Χερν συνειδητοποίησε ότι οι υποκουλτούρες που εξιστόρησε εξαφανίζονταν. Έβλεπε ότι οι εξωτερικές πολιτιστικές επιρροές και ο εμπορευματισμός έθεταν σε κίνδυνο τη μακροπρόθεσμη ύπαρξή τους. Αυτή η γνώση παρακίνησε τον Χερν και του έδωσε μια αυξημένη αίσθηση σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα και τη σημασία του έργου του». Συνέλεξε λοιπόν με τη φροντίδα του λαογράφου ιστορίες, τραγούδια, παροιμίες, που διαφορετικά θα είχαν χαθεί. Σπουδαίο δεν είναι αυτό;

Ο συγγραφέας βέβαια, δεν κάνει αγιογραφία. Αναφέρει και τις άβολες αλήθειες για τον Χερν κι εξηγεί ότι «η εξυπνάδα και η καλοσύνη του τράβηξαν πολλούς ανθρώπους κοντά του, ενώ η ανυπομονησία, η ασέβεια και η ιδιοσυγκρασία του έδιωξαν μερικούς. Ο Χερν διέκοψε πολλές από τις στενές, μακροχρόνιες φιλίες του, εξαιτίας μικροπαρεξηγήσεων. Συγκρούστηκε με τους εκδότες του, ακόμη και μ’ αυτούς που αγαπούσαν και υπερασπίζονταν τη δουλειά του. Η μέθοδος γραφής του ήταν τόσο εκκεντρική όσο και η προσωπικότητά του». Το πώς ήταν λοιπόν ως δάσκαλος, σύζυγος, πατέρας, κ.ο.κ, θα το μάθετε απ’ αυτό το βιβλίο που αποτυπώνει τη διαδρομή του στον κόσμο.

Κι επειδή πάντα δίνω σημασία σε λεπτομέρειες που δείχνουν το ποιόν του ανθρώπου, ξεχώρισα αρκετά σημεία, που δε μπορώ βέβαια να τα μοιραστώ όλα μαζί σας, για ευνόητους λόγους. Θ’ αναφέρω όμως το γεγονός ότι ασχολήθηκε σε άρθρα του με τις συνθήκες διαβίωσης στα καταφύγια αστέγων, με το εμπόριο βρεφών, ότι αντέδρασε πάρα πολύ έντονα όταν έγινε μάρτυρας στην κακοποίηση που υφίστατο ένα γατάκι, κ.α. Ήθελε να είναι κατά κάποιο τρόπο ένας «Κολόμβος της λογοτεχνίας», όπως είχε γράψει, αλλά εγώ τον βλέπω σαν έναν πρωτοπόρο Οδυσσέα με σπουδαία πένα. Όσα αποσπάσματα παραθέτει ο συγγραφέας, πέρα απ’ όσα έχω διαβάσει κι εγώ στα βιβλία του Χερν, πείθουν γι’ αυτό.

Κι έφερε πάντα και το δικά του τραύματα, σωματικά και ψυχολογικά, που ίσως να τον έκαναν να αισθάνεται κοντά σε όλα τα βασανισμένα πλάσματα. Όπως ξέρουμε πιστεύω οι άνθρωποι που έχουμε ασχοληθεί με το έργο του, «όταν ήταν 16 ετών, υπέστη έναν τραυματισμό στην παιδική χαρά που προκάλεσε μόνιμη τύφλωση στο αριστερό του μάτι και παραμόρφωσε το πρόσωπό του. Για το υπόλοιπο της ζωής του, ήταν εξαιρετικά συνειδητοποιημένος για την εμφάνισή του. Σχεδόν πάντα φρόντιζε να φωτογραφίζεται με την αριστερή πλευρά του προσώπου του κρυμμένη από την κάμερα. Για να είναι αποτελεσματικός ρεπόρτερ, έπρεπε να ξεπεράσει το άγχος του για την εμφάνισή του». Και το κατάφερε έστω κι αν έπρεπε να γράφει και να διαβάζει με το «καλό» του μάτι μερικά εκατοστά μόνο μακριά απ’ το χαρτί. Αυτό κι αν αποτελεί λαμπρό παράδειγμα για την υπέρβαση κάθε είδους εμποδίου.

Στο βιβλίο, στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο, γίνεται αναφορά στις ελληνο-ιρλανδικες ρίζες του (που σίγουρα ενδιαφέρουν περισσότερο το ελληνικό κοινό). Η μητέρα του Χερν, Ρόζα Α. Κασιμάτη, όπως έχω αναφέρει και παλιότερα, πέθανε κλεισμένη στο Φρενοκομείο Κέρκυρας και θα διαβάσετε στο βιβλίο ποια γεγονότα συνετέλεσαν ώστε να καταλήξει εκεί. Στο τελευταίο κεφάλαιο (όπως και στην εισαγωγή), αναφέρεται και το όνομα πάντως ενός άλλου Έλληνα, του Τάκη Ευσταθίου, εμπόρου έργων τέχνης στη Νέα Υόρκη, που κάνει μεγάλη προσπάθεια χρόνια τώρα, να προωθήσει το έργο του Χερν.

Όσο για τον Kemme, εργάζεται για την Cincinnati Enquirer, όπου δούλεψε κι ο Χερν (θα βρείτε λοιπόν στο βιβλίο και το όνομα του John Cockerill που ανέφερα στην ακριβώς προηγούμενη ανάρτηση) κι είναι πρόεδρος της Εταιρείας Lafcadio Hearn/USA. Υπάρχει κι ένα προσωπικό συγκινητικό στοιχείο που τον συνδέει με το συγγραφέα του οποίου τη βιογραφία μας παρουσιάζει και θα το μάθετε όταν διαβάσετε το βιβλίο του, που πραγματικά βρήκα εξαιρετικό.

Σ’ εκείνον αφήνω και τον επίλογο λοιπόν:

«Καθώς ο ρατσισμός και η ξενοφοβία βρίσκουν πιο σταθερά ερείσματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλα μέρη του κόσμου σήμερα, το παράδειγμα του Hearn για ανοιχτό πνεύμα σε ανθρώπους διαφορετικών φυλών, χωρών, πολιτισμών και θρησκειών είναι ενθαρρυντικό και εξαιρετικά απαραίτητο. Συνεχίζει να συναρπάζει και να εμπνέει. Ελπίζω και αυτή η βιογραφία να κάνει το ίδιο».-

Η Nellie Bly «10 μέρες σ’ ένα φρενοκομείο»

Το «10 μέρες σ’ ένα φρενοκομείο» είναι μία απ’ τις ταινίες που ξαναείδα πρόσφατα κι αφού δεν σας έχω γράψει ως τώρα γι’ αυτήν αλλά ούτε και για τη γυναίκα που αποφάσισε στ’ αλήθεια να μπει εθελοντικά σ’ ένα άσυλο της εποχής της ώστε να καταγράψει τις συνθήκες νοσηλείας, ήρθε η ώρα να το κάνω τώρα.

Για να γνωρίσουμε λοιπόν περισσότερο την πρωταγωνίστρια όλων αυτών, την Νellie Bly (πήρε το ψευδώνυμο της απ’ το ομώνυμο τραγούδι του Stephen Foster), όπως ήταν γνωστή, δηλαδή την Elizabeth Cochran, που γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1864, στο Cochran’s Mills της Πενσυλβάνια. Καθώς ο πατέρας της πέθανε νέος κι η περιουσία του μοιράστηκε στα πολλά παιδιά του και στη δεύτερη σύζυγό του (τη μητέρα της Bly), η οικογένεια άρχισε να δυσκολεύεται οικονομικά. Από νεαρή ηλικία, εκείνη δούλευε σε πολλές δουλειές για να συνδράμει, αλλά οι απολαβές της ήταν πενιχρές. Το 1880, η οικογένεια μετακόμισε στην πόλη Allegheny της Πενσυλβάνια (η πόλη προσαρτήθηκε από το Pittsburgh το 1907). Μια μέρα, η Bly διάβασε ένα άρθρο στο Pittsburgh Dispatch που εναντιωνόταν στις γυναίκες στο χώρο εργασίας (το άρθρο υποστήριζε ότι οι γυναίκες είναι καλές μόνο για ν’ αναθρέφουν παιδιά και να φροντίζουν τα οικιακά) κι έγραψε μια επιστολή στον εκδότη της εφημερίδας, διατυπώνοντας αντίθετη άποψη για το θέμα. Ο αρχισυντάκτης George Madden εντυπωσιάστηκε και στην επόμενη έκδοση της εφημερίδας, ζήτησε από την συγγραφέα της επιστολής να εμφανιστεί.

Η κοπέλα, όπως αναφέρει και στο αφιέρωμα της (απ’ το οποίο δανείστηκα τις τρεις πρώτες φωτογραφίες) που θα βρείτε εδώ, η Rachel Pfeiffer, εμφανίστηκε όντως στο γραφείο του Dispatch και σύντομα είχε μια δουλειά και ένα ψευδώνυμο—Nellie Bly. Σ’ ένα απ’ τα πρώτα άρθρα της, αποκάλυψε τις συνθήκες φτωχών εργαζομένων κοριτσιών στο Pittsburgh. Σε ηλικία 21 ετών πήγε στο Μεξικό και έστελνε ανταποκρίσεις για την εφημερίδα της, μέχρι που η κριτική της για τη λογοκρισία της χώρας παραλίγο να οδηγήσει στη σύλληψή της. Ωστόσο, η πλειονότητα των άρθρων που της ανέθεσε το Dispatch ήταν απλά κείμενα «γυναικείου ενδιαφέροντος» για την ψυχαγωγία, τις τέχνες ή τη μόδα. Η Bly δεν ήταν ικανοποιημένη γράφοντας τέτοια άρθρα, έτσι το 1887 ετοίμασε τις βαλίτσες της και κατευθύνθηκε προς τη Νέα Υόρκη.

Προσπάθησε να βρει δουλειά εκεί, σε κάποια εφημερίδα ψάχνοντας για μερικούς μήνες χωρίς αποτέλεσμα, αλλά δεν πτοήθηκε και δε σκόπευε να επιστρέψει στο Pittsburgh ηττημένη. Η παραίτηση δεν ήταν επιλογή. Ένα βράδυ λοιπόν εμφανίστηκε στα γραφεία του The New York World του Joseph Pulitzer και απαίτησε να δει τον αρχισυντάκτη John Cockerill. Αφού συζήτησαν οι δυο τους κι εκείνος απέρριψε την ιδέα για ένα άρθρο που είχε τότε στο μυαλό της, της πρότεινε να ερευνήσει τις συνθήκες νοσηλείας στο Women’s Lunatic Asylum, ένα ψυχιατρικό ίδρυμα στο Blackwell’s Island (τώρα γνωστό ως Roosevelt Island), στην πόλη της Νέας Υόρκης. «Πώς θα με βγάλεις;» τον ρώτησε. «Δεν ξέρω», της απάντησε ο Cockerill. «Μόνο μπες μέσα». Κι είναι αυτή μία απ’ τις σκηνές που θα δείτε και στην ταινία. Τι απέμενε να κάνει λοιπόν; Να προσπαθήσει να προσποιηθεί την τρελή, όπως βλέπετε στην ακόλουθη φωτογραφία. Και το κατάφερε το 1887.

Η Bly ανακάλυψε γρήγορα ότι οι ζοφερές φήμες για το φρενοκομείο ήταν αληθινές. Το φαγητό και οι συνθήκες ήταν φρικτές. Πολλές γυναίκες εκεί είχαν άδικα εγκλειστεί, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων μεταναστατριων που δεν είχαν την ευκαιρία να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους άρα και το εξιτήριό τους, επειδή δε γνώριζαν τη γλώσσα. Οι νοσοκόμες και οι φροντιστές αντιμετώπιζαν όλες τις έγκλειστες με περιφρόνηση και σκληρότητα (η Bly εκτός από τις δικές της εμπειρίες, συγκέντρωσε και μαρτυρίες άλλων γυναικών). Αφού εισήχθη πάντως, ενήργησε απολύτως φυσιολογικά και εξήγησε στους γιατρούς ότι έπρεπε να εξεταστεί και να φύγει. Όμως όπως αναφέρεται εδώ στο άρθρο της Amber Paranick, διαπίστωσε ότι κι αυτό λειτουργούσε εναντίον της: «Από τη στιγμή που μπήκα στο τμήμα φρενοβλαβών στο νησί δεν έκανα καμία προσπάθεια να διατηρήσω τον ρόλο της τρελής. Μιλούσα και συμπεριφερόμουν όπως στην κανονική μου ζωή. Ωστόσο, παράξενο θα πω, όσο πιο λογικά μιλούσα και ενεργούσα, τόσο πιο τρελή με θεωρούσαν όλοι, εκτός από έναν γιατρό, του οποίου την καλοσύνη και τους ευγενικούς τρόπους δεν θα ξεχάσω...». Γρήγορα έμαθε ότι ο μόνος τρόπος διαφυγής της απ’ το άσυλο, θα ήταν κάποιος από τον έξω κόσμο που θα ερχόταν για να την πάρει. «Το φρενοκομείο στο νησί Blackwell είναι μια ανθρώπινη παγίδα», έγραψε. «Είναι εύκολο να μπεις, αλλά από τη στιγμή που βρεθείς εκεί είναι αδύνατο να βγεις», εξήγησε. Μετά από 10 ημέρες εγκλεισμού πάντως, ένας δικηγόρος από τη Νέα Υόρκη σταλμένος απ’ την εφημερίδα για την οποία εργαζόταν, πήγε εκεί και την απελευθέρωσε. Η Bly βρέθηκε σε περίεργη σύγκρουση κατά την αναχώρησή της. «Ανυπομονούσα τόσο πολύ να φύγω από αυτό το φρικτό μέρος, αλλά όταν ήρθε η αποφυλάκισή μου… υπήρχε κάποιος πόνος στην αποχώρηση», σχολίαζε. «Για δέκα μέρες ήμουν μία από εκείνες. Αρκετά ανόητο, φαινόταν πολύ εγωιστικό, να τις αφήσω στα βάσανά τους».

Η Bly έγραψε μετέπειτα μια σειρά άρθρων για όσα ανακάλυψε στο άσυλο, τα οποία στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν σε ένα βιβλίο, με τίτλο «Δέκα μέρες σε ένα φρενοκομείο» το οποίο θα βρείτε ελεύθερα διαθέσιμο στ’ αγγλικά, εδώ. Αργότερα, κατέθεσε σε μια μεγάλη εξεταστική επιτροπή τις εμπειρίες της. Αυτό οδήγησε σε αύξηση της χρηματοδότησης για το Blackwell’s (η πίστωση του προϋπολογισμού για το Υπουργείο Δημόσιων Φιλανθρωπικών Οργανώσεων και Σωφρονισμών αυξήθηκε από 1,5 εκατομμύρια δολάρια σε 2,34 εκατομμύρια δολάρια και 50.000 δολάρια προορίζονταν ειδικά για το άσυλο αυτό, το οποίο επτά χρόνια μετά τη δημοσίευση της έκθεσης, έκλεισε) και ανάλογα ιδρύματα, για να παρέχουν επαρκή επιτέλους φροντίδα στους ασθενείς.

Ήταν στην Ευρώπη όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, γι’ αυτό υπηρέτησε ως πολεμική ανταποκρίτρια, με θάρρος στην πρώτη γραμμή. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω επίσης, ότι έγινε ευρέως γνωστή για το ταξίδι της σε όλο τον κόσμο σε 72 ημέρες, που πραγματοποιήθηκε το 1890 κι αποτέλεσε μια προσπάθεια να μιμηθεί την πορεία του φανταστικού χαρακτήρα του Ιουλίου Βερν, Φιλέα Φογκ (η Elizabeth Bisland Wetmore, δημοσιογράφος και συγγραφέας που υπήρξε στενή φίλη του Λευκάδιου Χερν, καθώς και μετέπειτα βιογράφος του συμμετείχε σ’ αυτόν τον διαγωνισμό, τον οποίο κέρδισε η Bly). Πολύ περισσότερα πράγματα για ‘κεινη, θα μάθετε αν διαβάσετε το ακόλουθο βιβλίο της Brooke Kroeger κι έτσι δε χρειάζεται να γράψω περισσότερα εγώ σ’ αυτή τη φάση.

Καλύτερα να πάμε στην ταινία λοιπόν, η οποία έχει αδυναμίες μεν (αχρείαστο μελοδραματισμό, για παράδειγμα), δεν απέφερε τα αναμενόμενα κέρδη εισπρακτικά (το αναφέρω για την ιστορία), αλλά για μένα το θέμα της είναι πιο σημαντικό απ’ όλα αυτά, κι υποθέτω και για ‘σας, αν φτάσατε ως εδώ διαβάζοντας αυτήν την ανάρτηση. Αναπαριστά το ζοφερό κόσμο των ολοπαγών ιδρυμάτων του παρελθόντος, μας φέρνει μοιραία στο μυαλό τον Erving Goffman και το μνημειώδες βιβλίο του «Άσυλα» κι επιπλέον μας θυμίζει, δυστυχώς, ότι κάποια πράγματα ακόμη δεν άλλαξαν, όσον αφορά την αντιμετώπιση των ανθρώπων με ψυχιατρικά προβληματα (που αν συμβαίνει να είναι και πρόσφυγες, αν δε μιλούν τη γλώσσα, είναι σε ακόμη χειρότερη μοίρα). Η απαξίωση τους, η ακύρωση του λόγου τους, η καταπάτηση των δικαιωμάτων τους, η αντικειμενοποίηση τους, κ.α., συμβαίνουν κι αυτή τη στιγμή σε πάμπολλους, υποτίθεται εκσυχρονισμένους χώρους, σε δομές που μοιάζουν μοντέρνες αλλά λειτουργούν με απόλυτα ασυλιακο τρόπο. Οι παραλληλισμοί που μας φέρνει στο νου η ταινία, κάποια άτομα από ’μας μας απασχολούν καθημερινά γιατί είναι τόσα πολλά τα κακώς κείμενα που πρέπει ν’ αλλάξουν και συχνά αντί για πρόοδο διαπιστώνουμε οπισθοδρόμηση στις νομοθετικές ρυθμίσεις του συστήματος.

Κλείνοντας, θα γράψω ότι προτιμότερο είναι γενικώς να διαβάζουμε τα βιβλία στα οποία βασίζονται ακολούθως οι ταινίες, αλλά γνωρίζοντας ότι δεν είμαστε και πάμπολλοι οι άνθρωποι που διαβάζουμε συστηματικά στην Ελλάδα, σκέφτομαι ότι και να δείτε την ταινία, έστω, κάποιο προβληματισμό θα σας δημιουργήσει για τη βαρβαρότητα με την οποία διαχρονικά, οι περισσότεροι ειδικοί του κυρίαρχου συστήματος φέρονται στα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία, που εξακολουθούν να καθηλώνονται, να υφίστανται αμφιβόλου αποτελεσματικότητας «θεραπείες», κ.ο.κ. Κι αυτό δεν είναι λίγο._

«Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» του Κεν Λόουτς στην ErtFlix

Στη συγκεκριμένη ταινία έχω αναφερθεί κι άλλες φορές στο παρελθόν και να που ήρθε η ώρα πάλι να σας την προτείνω, καθώς θα είναι διαθέσιμη απ’ την πλατφόρμα της ErtFlix μέχρι τις 4/2/2025. Αν δεν την έχετε δει ως τώρα, μη χάσετε την ευκαιρία.

Όσο για την υπόθεση, έχει ως εξής:

«O Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας 59χρονος ξυλουργός από το Νιούκαστλ. Για πρώτη φορά μετά από ένα βαρύ καρδιακό επεισόδιο, θα χρειαστεί τη βοήθεια της πολιτείας για να ζήσει, όμως η γραφειοκρατία τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Μέσα από την περιπέτεια αυτή, διασταυρώνεται με μια ανύπαντρη μητέρα και τα δύο παιδιά της. Βρίσκοντας αναπάντεχη οικογενειακή θαλπωρή ο ένας στον άλλο, ενώνουν τις δυνάμεις τους και προσπαθούν να αντισταθούν στις δυσκολίες».

Πρωταγωνιστούν: Ντέιβ Τζονς, Μπριάνα Σαν, Χέιλι Σκουάιρς, Ντίλαν ΜακΚίρναν, Νάταλι Αν Τζέιμσον, Κόλιν Κουμπς

Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς